Πάνε δώδεκα χρόνια. Μεσημέρι στου «Φιλίππου», στην οδό Ξενοκράτους. Πηγαίναμε συχνά εκεί με τον Βαλτινό, ιδιωτικά. Αλλά και για τις ανάγκες συνέντευξης – μιας ακόμα. Κοίταξε το ψηφιακό σύστημα ηχογράφησης που είχα πάνω στο τραπέζι. «Καμιά φορά ακούς απίθανους διαλόγους από τα γύρω τραπέζια», σχολίασε. Κι έπειτα: «Ενα μεσημέρι έτρωγα σε μια παλιά ταβέρνα που υπήρχε κάποτε στη Μηλιώνη, “Τα παιδιά του Πειραιά” λεγόταν. Τότε η Μηλιώνη δεν ήταν πιάτσα, ερημιά ήταν. Τέλη του ογδόντα προς ενενήντα, νομίζω. Μια φορά είχα απέναντί μου ένα ζευγάρι όχι νέων ανθρώπων. Η γυναίκα ήταν νεότερη αλλά μεσόκοπη. Ο άνδρας πρέπει να ήταν διπλωμάτης. Και πρέπει να είχαν κάποτε ερωτική σχέση. Hταν τόσο γυμνός στη συμπεριφορά του ο άνδρας, απέναντι στον εαυτό του. Κοίταξε, έλεγε, ούτε το κρέας δεν είμαι ικανός να κόψω. Μολονότι ήταν σε καλή φυσική κατάσταση. Είχε μια επίγνωση της φθοράς του. Πώς κατάντησα, έλεγε. Πώς θα βγω αύριο απ’ το αεροπλάνο; Μα τι λες τώρα, του έλεγε εκείνη. Προσπαθούσε να τον ενθαρρύνει. Αλλά από τη δική του μεριά υπήρχε μια αδυσώπητη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του. Αυτό το ξόφλημα. Κι όμως κρατιόταν. Ψυχικά όμως ήταν ευάλωτος και κατακρεουργούσε τον εαυτό του. Ηταν ένα μονόπρακτο καταπληκτικό. Αυτά τα πράγματα αν δεν έχεις αυτί καλό…»
Ο Βαλτινός είχε. «Από μικρός έστηνα αυτί χωρίς να το συνειδητοποιώ», μου είχε πει. «Τραγούδια δημοτικά, μοιρολόγια, παραμύθια, εκκλησιαστικοί ύμνοι, καθημερινές αφηγήσεις, των ανδρών απ’ τους πολέμους του ’12 και του ’22 στα καφενεία. Με εντυπωσίαζαν ακόμα και λεκτικά. Είναι τα σχολεία μου, είναι οι ρίζες μου. Ακόμα και οι παρερμηνείες διαφόρων λέξεων με γοήτευαν. Η γλώσσα των παραμυθιών. Αυτοί οι διασκελισμοί, τα άλματα από χρόνους σε χρόνους. Και ασυνείδητα σε οδηγούν αυτά: πώς να τοποθετήσεις το θέμα σου, την ιστορία σου. Με γοήτευαν και με γοητεύουν ακόμα η Αγία Γραφή. Ο απόκρυφος ερωτισμός που έχει η Παλαιά Διαθήκη. Σε πολλά σημεία θα έλεγες ότι είναι ένα ποιητικότατο πορνογράφημα. Η αγωνία για τη γλώσσα δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Είναι μια αγωνία υπαρξιακή. Αναρωτιέμαι: είμαστε τίποτε άλλο πέρα από γλώσσα;».
Ο έρωτας
Εχω στο αρχείο μου μια μικρή κασέτα από την πρώτη μας συνέντευξη, το 2001, στο δώμα της Αστυδάμαντος, όπως επίσης σειρά από ψηφιακές ηχογραφήσεις από τις κατοπινές μας συνομιλίες. Βάζω και ακούω τις αφηγήσεις του, παρατηρώ τις αντιδράσεις του, κυρίως όταν συζητάμε για γυναίκες. Είχε πάντοτε ένα γλυκόπικρο εγκώμιο να κάνει για τους ανολοκλήρωτους έρωτες. «Οι ολοκληρωμένοι έρωτες καταντούν συνήθως σε ένα κενό ασκί, μια συμφορά. Στα βιβλία μου οι γυναίκες βασανίζονται από κάποιον άνδρα. Αλλά βασανίζουν και τον άνδρα. Στην έκτη δημοτικού είμαι πολύ ερωτευμένος με την κόρη του θεολόγου μας. Το σχολείο μας ήταν αρρένων αλλά ο θεολόγος έφερνε εκεί την κόρη του. Κι εκείνη φέρνει και μια φίλη της μαζί. Μέγας έρως που δεν εκπληρώθηκε και δεν ομολογήθηκε ποτέ, πουθενά και σε κανέναν. Μαθαίνω πριν μερικά χρόνια ότι το κορίτσι εκείνο, γυναίκα πια, είναι σύζυγος ενός ανθρώπου που κινείται σε έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών μου. Κανόνισα να φάμε σε ένα σπίτι και να την προσκαλέσουν, με κάποιο πρόσχημα άσχετο. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Και ήρθε. Και δεν απογοητεύτηκα. Περίμενα ίσως ότι ο χρόνος θα είχε βαρύνει από πάνω της. Συνομήλική μου άλλωστε. Αλλά είχε φροντίσει τον εαυτό της· κοκέτα, πολύ προσεγμένη, από φυσικού της. Δεν ήξερε καν ποιος είμαι. Ηταν αξιοπρεπέστατη. Ηταν με τον ένα της γιο μάλιστα. Δεν έλεγε ανοησίες. Τόσα χρόνια μετά, ήταν συγκινητικό για μένα όλο αυτό. Και δεν έμαθε ποτέ της πόσο την είχα ερωτευτεί. Αυτά κρατιούνται μέσα σου. Ετσι μένουν αλησμόνητα. Θα μπορούσε να είναι μια βαθύτατη απογοήτευση βέβαια αλλά η ποιητική ανάμνηση που είχα δεν γκρεμίστηκε. Αυτοί οι έρωτες σε ζούνε· σε ακολουθούν».
«Από μικρός έστηνα αυτί. Τραγούδια δημοτικά, μοιρολόγια, παραμύθια, εκκλησιαστικοί ύμνοι, καθημερινές αφηγήσεις των ανδρών απ’ τους πολέμους στα καφενεία. Είναι τα σχολεία μου».
Μια ερωτική απογοήτευση τον ώθησε να γράψει το εμβληματικό διήγημα «Η κάθοδος των εννιά», το 1959: η τραχιά αφήγηση της απελπισίας εννέα ανταρτών που προσπαθούν να φτάσουν στη θάλασσα μα αποδεκατίζονται στην πορεία. «Η ειρωνεία είναι ότι η “Κάθοδος” ήταν συνέπεια τρομακτικής ερωτικής απογοήτευσης. Δεν μου πήγαινε όμως να γράψω ένα ρομάντσο και κατέληξα σε αυτό το πολεμικό αφήγημα γύρω από την ανδρική απελπισία και αξιοπρέπεια. Παρότι, επαναλαμβάνω, προέκυψε από βαριά ερωτική απογοήτευση. Κόντεψα να σκοτωθώ τότε. Ηταν μια βαθιά απελπισία για όλη μου τη ζωή τότε. Ολο αυτό βγήκε στην “Κάθοδο”».
«Με γοήτευαν και με γοητεύουν ακόμα η Αγία Γραφή. Ο απόκρυφος ερωτισμός που έχει η Παλαιά Διαθήκη. Σε πολλά σημεία θα έλεγες ότι είναι ένα ποιητικότατο πορνογράφημα».
Η «Κάθοδος» είχε δημοσιευθεί στις «Εποχές» αρχικά, μετά ο πρώτος «Κορδοπάτης» στον «Ταχυδρόμο», σε συνέχειες. «Διευθυντής ήταν ο Γ. Π. Σαββίδης. Μου μιλούσε πάντοτε στον πληθυντικό. Μετά από 2-3 χρόνια το είδα δημοσιευμένο στις “Εποχές”. Είναι μια κάπως φαιδρή ιστορία. Ετοιμαζόμουν να μπαρκάρω ως δόκιμος. Δεν ήθελα να πιάσω κανονική δουλειά, με ωράριο κτλ. Τα αδέλφια μου είχαν όλα σπουδάσει και δούλευαν και οι γονείς μου δυσφορούσαν χωρίς να με κυνηγάνε. Ημουν ένα πρόβλημα γι’ αυτούς αλλά και για μένα διότι δεν είχα τίποτα. Επρεπε με κάτι να ζήσω. Εχω περάσει άγριες φτώχειες όχι μόνο τότε αλλά και μετά, σε υπερώριμη ηλικία. Αλλά εν πάση περιπτώσει».
Η λογοτεχνία
Ως συγγραφέας είχε τη στόχευσή του. «Η δική μου πρόθεση δεν είναι να κάνω πρωτοπορία, να ανοίξω δρόμους», μου είχε πει. «Είναι να δώσω μία φρεσκάδα, μια καινούργια δύναμη στα ήδη πεπατημένα μονοπάτια μου. Δεν με ενδιαφέρει μια ακύμαντη γραμμή, η λογοτεχνία δεν είναι ανακατασκευή αλλά προσπαθείς να αναπαρθενέψεις τη γλώσσα, να δώσεις σε αυτά τα σταθερά ερωτήματα, στις σταθερές ανάγκες, μια απάντηση καινούργια που σε ικανοποιεί. Αισθητικά. Γι’ αυτό και καθυστερώ να εκδώσω».
Το λογοτεχνικό σύμπαν του Βαλτινού πατάει πάνω στον άξονα που θέλει τη μυθοπλασία να ξεφεύγει από τα στεγανά της. Από τον πρώτο «Κορδοπάτη» και την «Κάθοδο» έως το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», τα «Τρία Ελληνικά Μονόπρακτα», τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60», τον δεύτερο «Κορδοπάτη», την «Ορθοκωστά», τον ψευδοδοκιμιακό «Βαρλάμη» ή την ψευδή συνέντευξη του έντονα αυτοβιογραφικού «Ανάπλου», βλέπουμε πως όταν κάτι που έχουμε ζήσει αρχίζουμε να το αφηγούμαστε μονάχοι μας, μέσα στον ιδιωτικό μας χώρο και χρόνο, σε διαρκή μυστική συνομιλία με τον εαυτό μας, το μετατρέπουμε σε μιαν άλλη συνθήκη ζωής.
Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο «καμουφλαρισμένη πραγματικότητα ή ιστορίες της φαντασίας» είναι περίπου αδιάφορο στον Βαλτινό, είτε πρόκειται για τα παιδικά και νεανικά χρόνια είτε για το σφαγείο του Εμφυλίου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας είτε για τη μετανάστευση είτε, τέλος, για τις μνήμες μιας ανώνυμης γυναίκας. Το ζητούμενο πάντοτε είναι να υπάρχει μέσα στον τρόπο του εκάστοτε κειμένου η αισθητική πρόθεση. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο τυπικό δείγμα αυτής της έξοχα ανεπτυγμένης και εξελιγμένης αισθητικής πρόθεσης, που γίνεται και αποτέλεσμα, από το έργο του Βαλτινού. Εκεί βλέπουμε πώς το μυθιστόρημα ερωτοτροπεί με το δοκίμιο ή με την ημερολογιακή γραφή, με τον δημοσιογραφικό λόγο, με δομές και σχήματα που μπορεί να απαντούν σε επιστημονικά εγχειρίδια ή και φυλλάδια που παραπέμπουν σε οδηγίες χρήσεως ή ακόμα και σε αγγελίες. Ακόμα και στη συλλογή δοκιμίων και άρθρων «Κρασί και νύμφες. Μικρά κείμενα επί παντός», όπως στη διήγησή του για τη φιλία του με τον Καββαδία: «Μια εποχή ήμαστε γείτονες, μέναμε στη Δεινοκράτους. Βλεπόμαστε σχεδόν κάθε βράδυ. Τρώγαμε μαζί με τον Τσίρκα στην κυρα-Ζωή, στον “Μαύρο Γάτο” και αλλού. Το 1972-1974. Είχα τότε στο σπίτι μου μια αφίσα από μια έκθεση ζωγραφικής του Δεκουλάκου. Δεν ζει πια. Απεικόνιζε τον γυμνό κορμό μιας γυναίκας. Ενας όλμος. Ολμος: το από αυχένος έως ισχίων σύμπαν. Ποιητικότατος ορισμός. Την αφίσα την είχα απλωμένη σε μια κασέλα. Ο Καββαδίας μόλις την είδε προσκύνησε ευλαβικά και τη φίλησε σαν να ήταν εικόνισμα. Στα στήθη και στον αφαλό. Οπως κάνουν στην εκκλησία».
Ο χρόνος
Σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, 23 χρόνια πριν, τον είχα ρωτήσει πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την τριβή του χρόνου, τη φθορά και την απώλεια, το ότι η ζωή είναι μια διαρκής θητεία στην απουσία τελικώς. «Νιώθει πάντα στέρεος ο Θανάσης Βαλτινός;» ήταν το τελικό ερώτημα. Ιδού μέρος της καταληκτικής απάντησής του: «Υπάρχει μια κλίμακα αξιών. Ουσιαστικά πρόκειται για πείσμα. Είναι μια αρετή που έχει βαθιές ρίζες, κληρονομημένες. […] Η άρνηση της μοιρολατρικής υποταγής. Πρόκειται για υπερηφάνεια εντέλει. Οι δοκιμασίες που μπορεί να περάσει κανείς είναι στην ουσία μια αντιπαράθεση με τον εαυτό του. Το να θέλει να τις αποφύγει συνιστά απαξίωση, αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό. Με την έννοια αυτή βεβαίως κάθε δικό μου κείμενο αντανακλά ένα κομμάτι του ψυχισμού μου. Οσο για τη στερεότητα που μπορεί να νιώθω… ναι, ίσως. Μια άσκηση στην αβεβαιότητα».
Δυσκολεύομαι να δεχθώ ότι ο Θανάσης Βαλτινός δεν υπάρχει πια. Καθώς τον αποχαιρετώ μέσα μου, συνειδητοποιώ πως αποχαιρετώ μια πατρική φιγούρα. Ηταν εξάλλου ίδια ακριβώς γενιά με τον πατέρα μου. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Βαλτινός υπήρξε πατρικός για πολλούς Ελληνες και Ελληνίδες που προσπαθούν να βρουν τη φωνή τους μέσω της γραφής. Δάσκαλος, με άλλα λόγια. Και θυμάμαι εκείνο το απόσπασμα από το διήγημά του «Εθισμός στη νικοτίνη» όπου αναφέρεται στον πατέρα του αλλά, νομίζω, ταιριάζει γάντι και στον γιο, τον Θανάση Βαλτινό: «Αναρωτιέμαι τώρα τι όνειρο κυνήγαγε. Δεν ήταν ανελέητος μονάχα με τον εαυτό του, αλλά και με μας. […] Ηταν ένας ονειροπόλος – οριστικά».
Τα βιβλία του Θανάση Βαλτινού κυκλοφορούν από τις εκδόσεις της Εστίας.