Στο «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» ήταν, στο πλάι του Τζιν Γουάιλντερ, η ανεκδιήγητη και θελκτική Ινγκα με την ξεκαρδιστική γερμανική προφορά. Στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» ήταν η ανήσυχη σύζυγος του «κυνηγού εξωγήινων» Ρίτσαρντ Ντρέιφους και στο «Τούτσι» η νευρωτική φίλη του Ντάστιν Χόφμαν, σε ένα ρόλο που παραλίγο να της δώσει το Οσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου. Η Τέρι Γκαρ, μία από τις πιο «ιδιοσυγκρασιακές» και επιδραστικές κωμικούς του Χόλιγουντ, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη στα 80 της χρόνια. Τα τελευταία 35 χρόνια –από το 1999– είχε διαγνωστεί με σκλήρυνση κατά πλάκας.
Γεννημένη στις 11 Δεκεμβρίου 1944 στην Καλιφόρνια, η Γκαρ μεγάλωσε μέσα στον κόσμο της σόου μπίζνες. Ο πατέρας της ήταν ηθοποιός και κωμικός, ενώ η μητέρα της, πριν αφοσιωθεί στην ανατροφή της ίδιας και των δύο μεγαλύτερων αδελφών της, είχε δουλέψει ως μοντέλο και χορεύτρια. Ως παιδί, ταξίδευε και μετακόμιζε συχνά, ακολουθώντας τη δουλειά του πατέρα της σε όλη τη χώρα. Τον έχασε όταν ήταν 11 ετών.
Στην εφηβεία της ανακάλυψε το πάθος της για τον χορό και άρχισε μαθήματα μπαλέτου. Οι πρώτες της εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη ήταν ως χορεύτρια σε έξι ταινίες του Ελβις Πρίσλεϊ, ανάμεσά τους και το «Viva Las Vegas» του 1964. Αφού πέρασε δύο χρόνια στο κολέγιο, άφησε το Λος Αντζελες και μετοίκησε στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε υποκριτική σε δύο σχολές υψηλού κύρους, το Αctors Studio και το Ινστιτούτο Lee Strasberg.
Το 1968 ήταν η χρονιά που άρχισε να μπαίνει στο φως της δημοσιότητας, όταν έλαβε τον πρώτο της ρόλο στη σουρεαλιστική ταινία «Head», με πρωταγωνιστές τα μέλη του ροκ συγκροτήματος Monkees. Τον ρόλο τής είχε προτείνει ο συμμαθητής της σε μαθήματα υποκριτικής Τζακ Νίκολσον, ο οποίος ήταν σεναριογράφος και συμπαραγωγός. Και ενώ η ταινία απέτυχε να κάνει εμπορική επιτυχία και πήρε αρνητικές κριτικές, η Γκαρ παρέμεινε περιζήτητη, συμμετέχοντας σε δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές όπως το κωμικό σόου των Σόνι και Σερ («The Sonny and Cher Comedy Hour») και η αστυνομική σειρά «McCloud». Την ίδια χρονιά, είχε μία ακόμη σημαντική εμφάνιση στην τηλεόραση, παίζοντας σε ένα επεισόδιο του «Star Trek».
Η πρώτη μεγάλη στιγμή της στον κινηματογράφο ήρθε το 1974, όταν έπαιξε σε ταινίες δύο μεγάλων σκηνοθετών, το «Conversation» του Φράνσις Φορντ Κόπολα και το «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» του Μελ Μπρουκς. Ηταν η πρώτη φορά που έλαμψε το μεγάλο της άστρο, που δεν έχανε τίποτε από τη δύναμή του ακόμη και σε δεύτερους ρόλους δίπλα σε ιερά τέρατα όπως ο Τζιν Γουάιλντερ. Η θεότρελη, απολαυστική ταινία του Μπρουκς, γεμάτη εμβληματικές ατάκες και στιγμές, γέμιζε τόσο πολύ από την παρουσία της, η οποία, τελικά, κατέληγε να γίνεται πρωταγωνιστική. Το ίδιο κατάφερε να κάνει και τέσσερα χρόνια αργότερα, στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου, παρά τον συνοδευτικό ρόλο της στο πλάι ενός ακόμη σπουδαίου ονόματος όπως ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους, έπειθε πως η ταινία στηριζόταν εξίσου και στη δική της ερμηνεία.
Ηταν όμως στο «Τούτσι» του 1982, που η καριέρα της απογειώθηκε. Απολύτως νευρωτική και αφοπλιστικά αυτοσαρκαστική, καθιέρωσε δίπλα στον Χόφμαν τη χαρακτηριστική κινηματογραφική της περσόνα, η οποία εν πολλοίς χτιζόταν από τα εκφραστικά μάτια της, που, όπως έγραψαν οι New York Times, «μπορούσαν να φαίνονται ταυτόχρονα πονεμένα, μπερδεμένα, συμπαθητικά, ευάλωτα, ιντριγκαρισμένα και αποφασισμένα, είτε μιλούσε για μια νέα μεγάλη ανακάλυψη είτε προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά της». Αξίζει να αναφέρουμε πως σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, εκείνη, ο Ντάστιν Χόφμαν και ο Μπιλ Μάρεϊ στήνουν ένα σκηνικό που φέρνει έντονα στον νου τα «Φιλαράκια» που δεν θα εμφανίζονταν στην τηλεόραση παρά 12 χρόνια αργότερα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στη σειρά αυτή έπαιξε (σε τρία, μάλιστα, επεισόδια) τον ρόλο της μητέρας της «Φοίβης», που υποδυόταν η Λίζα Κούντροου, η οποία είχε ομολογήσει πως η Γκαρ αποτελούσε μια «τεράστια επιρροή» για την καριέρα της.
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Mr. Mom» (1983) δίπλα στον Μάικλ Κίτον, το «After Hours» (1985) του Μάρτιν Σκορσέζε, στο πλάι του Γκρίφιν Νταν, καθώς και σε μία ακόμη ταινία που συμπρωταγωνίστησε με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους, το «Let It Ride» του 1989. Την ίδια εποχή, είχε συχνή παρουσία και στις εκπομπές του Ντέιβιντ Λέτερμαν (κάνοντας συνολικά… 39 εμφανίσεις), ενώ η επιτυχημένη τηλεοπτική χημεία τους είχε προκαλέσει φήμες πως θα γίνονταν ζευγάρι – συγκεκριμένα, μάλιστα, πως ο Λέτερμαν της είχε κάνει πρόταση γάμου.
Κατά τη δεκαετία του 1990 έπαιξε στα «Mom and Dad Save the World» (1992), «Dumb and Dumber» (1994), στο «Prêt-à-Porter» (1994) του Ρόμπερτ Ολτμαν και στο «Michael» (1996). Οταν στα τέλη της δεκαετίας η ασθένειά της διαγνώστηκε, η παρουσία της στην οθόνη άρχισε ολοένα να λιγοστεύει.
Το 2002 εμφανίστηκε στο τηλεοπτικό σόου του Λάρι Κινγκ, θέλοντας να μοιραστεί με τους τηλεθεατές τον αγώνα της κατά της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Ηταν η απαρχή μιας πολύχρονης καμπάνιας ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με την ασθένεια, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε τον ρόλο επίσημου πρεσβευτή της Εταιρείας Σκλήρυνσης κατά Πλάκας (Multiple Sclerosis Society). Οι αγώνες της αυτοί περιγράφηκαν στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Speedbumps: Flooring It Through Hollywood», που κυκλοφόρησε το 2006.
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης περιπέτειας υγείας της, το σαρκαστικό χιούμορ της δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Οπως είχε πει στο CNN το 2008, κάνοντας τζόγκινγκ στη Νέα Υόρκη στα τέλη του ’90, ένιωθε έναν φρικτό πόνο στο μπράτσο της, σαν μαχαιριά. «Σκέφτηκα», είχε συμπληρώσει, «εφόσον βρίσκομαι στο Σέντραλ Παρκ, ποιος ξέρει, μπορεί να είναι όντως μαχαιριά». Μία από τις πιο διάσημες δηλώσεις της ήταν και η εξής: «Εχω σκλήρυνση κατά πλάκας, έχω όμως και άλλα πράγματα».
Ο κοφτερός σαρκασμός της εμφανίζεται ατόφιος και σε μια δήλωσή της που ανασύρουμε από κείμενό της στο New York Times Magazine το 2006, σε άρθρο με τίτλο «Πώς να είσαι αστείος»: «Ρίσκαρα να παίξω στο “Φρανκενστάιν Τζούνιορ”, καθότι αφού είδα το “The Producers”, πίστεψα ότι ο Μελ Μπρουκς θα μπορούσε να είναι αστείος. (…) Συμφώνησα να κάνω το “Τούτσι” με τον Ντάστιν Χόφμαν, παρόλο που δεν είχε κάνει τίποτε άλλο εκτός από τον “Πρωτάρη”, τον “Καουμπόη του μεσονυχτίου” και το “Κράμερ εναντίον Κράμερ”».
Στο ίδιο άρθρο, ο σκηνοθέτης Πολ Φιγκ, που μόλις είχε συνεργαστεί μαζί της στην ταινία του «Unaccompanied Minors», είχε γράψει: «Οι σκηνοθέτες δουλεύουν με ζωντανούς θρύλους όπως η Τέρι Γκαρ, επειδή αυτοί δεν μας κάνουν να μοιάζουμε με τους ατάλαντους ηλίθιους οι οποίοι είμαστε».