Δεν φοράει πια το σαξόφωνο με τον οποίο κέρδισε τζαζ και εναλλακτικό κοινό με τους The Comet Is Coming και τους Sons of Kemet. Από όταν άφησε στην άκρη τα διάφορα και πάντα ενδιαφέροντα σχήματά του, ο Σαμπάκα Χάτσινγκς αφοσιώθηκε στα φλάουτα. Πολλά από αυτά ήταν παραταγμένα επάνω σε ένα τραπέζι στο αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών, στη συναυλία της Πέμπτης 31 Οκτωβρίου, δίπλα σε δύο άρπες, ένα πιάνο και συνθεσάιζερ. Κάποια άλλα, πιθανόν πιο πολύτιμα, τα έφερε στη σκηνή ο ίδιος ο Σαμπάκα, σε ένα υφασμάτινο τσαντάκι, λες και ετοιμαζόταν για έναν αγώνα τένις.
Το «game» είναι φιλικό. Η ψηλόλιγνη, σχεδόν ισχνή φιγούρα του Βρετανού μουσικού με το αφρικανικό κούφι στο κεφάλι στρέφεται απευθείας στα πνευστά και κηρύσσει την έναρξη με μια ήπια ισορροπία δυτικού ambient και world χροιάς, σχεδόν απευθείας βγαλμένη από τις «Possible Musics» του Τζον Χάσελ και του Μπράιαν Ινο. Θα αφήσει τα φλάουτά του μόνο σε κάνα δυο στιγμές για να στολίσει τον ήχο με δύο σετ από κουδουνάκια.
Είναι εμφανές από την αρχή πως στη βραδιά θα πρωταγωνιστήσει το πνεύμα των δύο σόλο δουλειών του, «Afrikan Culture» (2022) και του φετινού «Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace», χωρίς τα φωνητικά guest που κάνουν το δεύτερο πιο «προσβάσιμο». Παρότι αδιαφιλονίκητος αρχηγός του κουιντέτου, ο Σαμπάκα δεν «καπέλωσε» στιγμή την μπάντα του. Η Μίριαμ Αντέφρις και η Αλίνα Μπζεζίνσκα τον ακολουθούσαν αγόγγυστα στις άρπες, η Χινάκο Ομόρι και ο Ελιοτ Γκάλβιν έπαιρναν με τη σειρά τους τη σκυτάλη στα πλήκτρα και στο πιάνο, σε ένα δίωρο σετ που στο πρώτο μισό του δεν ξεσπούσε στιγμή, αλλά καλούσε τους θεατές να βυθιστούν με προσοχή σε αυτό.
Ανάμεσα στα πολλά φλάουτα που άλλαξε (με ένα ελαφρύ «comic relief» κάθε φορά που άλλαζε μαζί θέση και στα μικρόφωνα), ο «σαμάνος» της σύγχρονης βρετανικής τζαζ επέλεξε να μιλήσει πολύ μόνον όταν πήρε στα χέρια του ένα διπλό φλάουτο, που όπως εξήγησε, λίγα γνωρίζουμε για το πώς αυτό χρησιμοποιήθηκε στα βάθη των χρόνων και των ηπείρων. Γι’ αυτό και ο ίδιος προτιμά πλέον ένα τέτοιο όργανο-καμβά από την «κυριαρχία» του σαξοφώνου, απαντώντας και έτσι για τις επιλογές του.
Η κορύφωση που ψάχναμε ήρθε με τα αιχμηρά και άναρχα forte του κουιντέτου, με τον αρχηγό του να μεταμορφώνει για λίγο το τιμώμενο όργανο της βραδιάς σε σαξόφωνο – είχε προηγηθεί ένα μίνιμαλ σόλο του Σαμπάκα, που είχε εισπράξει το πρώτο δυνατό χειροκρότημα της βραδιάς. Προς το τέλος, ο μουσικός αφέθηκε στο αγαπημένο του φλάουτο σακουχάτσι, εκεί που πλέον ανήκει.
O «βασιλιάς Σαμπάκα», όπως τον αποκαλούσαν οι παλιοί συμπαίκτες του, άλλαξε βασίλειο, χωρίς πάντως να προδώσει αυτό που τον έχρισε. Επέλεξε έναν «μουσικό επεκτατισμό» με ευγενή άμιλλα και μια πνευματικότητα που στοχεύει πολύ πιο μακριά από μια πρόσκαιρη αποθέωση περιφερειακών της «σύγχρονης πειραγμένης τζαζ» κοινών. Τα «ζορίζει» άθελά του και αυτά άλλοτε αντιδρούν (υπήρχε μια σχετικά έντονη κινητικότητα σήκω-κάτσε στην αίθουσα) και άλλοτε –συνήθως– χειροκροτούν θερμά γιατί πίσω από κάθε spiritual ρεμβασμό ή πνευστό «μονόλογο» μπορούν με βεβαιότητα να συναισθανθούν την αλήθεια του.