«Ημουν 11 ετών και έμοιαζα 13. Ενα μεσημέρι ο πατέρας μου ήθελε να ψάξει το καλάμι του ψαρέματος που βρισκόταν σε ένα μικρό καλυβάκι όπου φυλούσαμε τα εργαλεία του κήπου. Τον συνόδευσα… ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να εξερευνούν το σώμα μου μ’ έναν τρόπο εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Ντροπή, Ευχαρίστηση, Αγχος και Φόβος μου έσφιξαν τα σωθικά».
Οσοι περνούν το κατώφλι του ΜOMus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, είναι αδύνατον να μη σταθούν στο καταγγελτικό αυτοβιογραφικό απόσπασμα που συνοδεύει δύο εμβληματικά έργα της μόνιμης συλλογής, την «Εύα» και τον «Αδάμ». Οι μεγάλες φιγούρες με τα υπερδιογκωμένα σώματα, σύμβολα της γυναικείας ανεξαρτησίας και μιας νέας μητριαρχίας, φέρουν την υπογραφή της Νίκι ντε Σεν Φαλ (1930-2022), της εκκεντρικής Γαλλίδας καλλιτέχνιδας στην οποία ρίχνει φέτος τους προβολείς του το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με ταινίες και κείμενα που συνοδεύουν τον «Α/Κατάλογο» της διοργάνωσης.
Το Spotlight που διοργανώνει –μαζί με τα έργα στο MOMus– μας καλεί να αποκωδικοποιήσουμε το πολιτικό και φεμινιστικό υπόβαθρο της τολμηρής και ασυμβίβαστης δημιουργού ξαναδιαβάζοντας το πολυσχιδές έργο της που άφησε πίσω της με γλυπτά, εγκαταστάσεις, αρχιτεκτονικές κατασκευές, ζωγραφιές, εκδόσεις, περφόρμανς και κινηματογραφικά έργα – μια λιγότερο γνωστή πτυχή της παραγωγικής πενηντάχρονης καλλιτεχνικής της διαδρομής.
Είκοσι δύο χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό της (2002) αλλά τα φανταχτερά χρώματα στο παραμυθένιο εικονογραφικό της σύμπαν διατηρούν ώς τις μέρες μας την ανεπιτήδευτη δύναμη μιας θυμωμένης γυναίκας και μιας εκρηκτικής δημιουργού, μιας αγωνίστριας της ζωής που πάλευε με τους δαίμονές της, τα στεγανά και τα στερεότυπα μέσα στον ανδροκρατούμενο καλλιτεχνικό κόσμο του περασμένου αιώνα.
Το φαντασμαγορικό φεμινιστικό παραμύθι «Ενα όνειρο πιο μεγάλο απ’ τη νύχτα» (1976), η δεύτερη ταινία της φιλμογραφίας της και η πρώτη που σκηνοθέτησε μόνη της και η ταινία «Niki» (2024), της ηθοποιού Σελίν Σαλέτ που κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, αποκρυπτογραφούν τα σπήλαια της φαντασίας της στο κινηματογραφικό μέσο με το οποίο ασχολήθηκε τη δεκαετία του ’60 και του ’70 και σποραδικά έως το ’90 με σύντομα βίντεο ή μεγάλου μήκους ταινίες.
«Στον εικαστικό της κόσμο, συνυπάρχουν το όνειρο και ο εφιάλτης, η απόγνωση και η ελπίδα, η αδυναμία και η δύναμη», επισημαίνει η Θούλη Μισιρλόγλου του ΜΟΜus.
Στην ταινία η Ντε Σεν Φαλ σκηνοθετεί την κόρη της (Λόρα Ντουκ Κοντομινάς), μεταμορφώνοντας τη νεαρή πριγκίπισσα Καμέλια σε ενήλικη που καλείται να περιπλανηθεί σε ένα εξωπραγματικό και παραμυθένιο κόσμο γεμάτο ξωτικά και ανθρωπόμορφα δαιμόνια. Την αποκατεστημένη κόπια που θα δούμε στη Θεσσαλονίκη (6/11, αίθουσα Παύλος Ζάννας, 16.00) επιμελήθηκε η ανιψιά της, Αριέλ ντε Σεν Φαλ, η οποία θα παραστεί στο φεστιβάλ. Θα μιλήσει γι’ αυτήν «τη γενναία γυναίκα, η οποία αμφισβήτησε με το έργο της την πατριαρχία και ενέπνευσε γενιές γυναικών», όπως ανέφερε στην «Κ» ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης, «ανοίγοντας ταυτόχρονα νέους δρόμους στην τέχνη».
Στην πραγματικότητα η Ντε Σεν Φαλ ξόρκιζε τα σκοτάδια της μέσα από την τέχνη της. Στα άδυτα του μυαλού της επιχειρεί να εισέλθει η «Niki», της Σαλέτ η οποία ακολουθεί, όπως λέει, «τη μεταμόρφωση ενός νεαρού μοντέλου σε μια καλλιτέχνιδα που κόβει τα μαλλιά της με μαχαίρι και πυροβολεί τους καμβάδες της με όπλο για να δημιουργήσει τέχνη». Η ταινία που θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη (9/11, αιθ. Παύλος Ζάννας, 22.00) εντυπωσίασε στις Κάννες, αναφέρει ο κ. Ανδρεαδάκης, καθώς αναδεικνύει «την εκρηκτική, πολύπλευρη και βασανισμένη προσωπικότητα» της Ντε Σεν Φαλ (την υποδύεται η Σαρλότ Λε Μπον) που μετέτρεψε τον σκοτεινό ψυχικό της κόσμο σε τέχνη, μια τέχνη απελευθερωτική και λυτρωτική.
«Ημουν μια θυμωμένη γυναίκα», έλεγε η ίδια. «Ενστερνίστηκα την τέχνη ως λύτρωση και ως μια αναγκαιότητα. Δεν είχα άλλον τρόπο να αντιδράσω στη διεφθαρμένη συμπεριφορά που υπέστην από τον στενό οικογενειακό μου κύκλο. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω σαν τρελή στα 22 μου. Εκεί ανακάλυψα τον σκοτεινό κόσμο της τρέλας και τη θεραπεία της, εκεί έμαθα να μεταφράζω σε ζωγραφική τα συναισθήματά μου, τους φόβους, τη βία, την ελπίδα και τη χαρά». Η ζωή της παρά την τραυματική εμπειρία, έμοιαζε παραμύθι. Γεννημένη στη Γαλλία, μεγαλωμένη στην Αμερική, μοντέλο για περιοδικά («Vogue» και «Elle»), σύντροφος του Ζαν Τινγκελί με ισχυρό δεσμό στη ζωή και την τέχνη, χάραξε μια εικαστική πορεία που ξεχώρισε τη δεκαετία του ’60, μολονότι αυτοδίδακτη, ως η μόνη γυναικεία φωνή μέσα στην ομάδα των Νέων Ρεαλιστών της Γαλλίας. «Ολο της το έργο είναι το ναρκοπέδιο της πατριαρχίας. Το βλέπει κανείς ανάγλυφα τόσο στα εικαστικά της έργα όσο και στην ταινία της όπου η φαινομενική παιδικότητα και η χαρά των χρωμάτων κρύβουν ένα κομμάτι βίας και ριζοσπαστισμού. Στον εικαστικό της κόσμο, συνυπάρχουν το όνειρο και ο εφιάλτης, η απόγνωση και η ελπίδα, η αδυναμία και η δύναμη», επισημαίνει η διευθύντρια του Mουσείου Σύγχρονης Τέχνης του ΜΟΜus Θούλη Μισιρλόγλου. «Πέρα από την κακοποίηση, το καλλιτεχνικό της έργο δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την κοινωνική και πολιτική κατάστασης της εποχής. Τη στάση της διέτρεχε η σκληρή κριτική στους θεσμούς (οικογένεια, εκκλησία, κράτος) στην ανισότητα των φύλων, στον ρατσισμό, στις κοινωνικές αδικίες, στην περιβαλλοντική καταστροφή.
Τα τέσσερα έργα της μόνιμης συλλογής στην έκθεση «Από δω και πέρα. Ιστορίες για ένα επόμενο αύριο» στη ροτόντα του MOMus, είναι αντιπροσωπευτικά της εικαστικής της γκάμας. Ο «Χρυσός Βωμός», δωρεά της ίδιας καλλιτέχνιδας, είναι μία από τις κατασκευές – τα παρεκκλήσια που καλούσε τον κόσμο να τα πυροβολήσουν με χρώμα και μετά τα κατέστρεφε (shooting paintings). Οι «Γονείς», μια μεταξοτυπία δωρεά του Γιώργου Κητή, αναδεικνύουν το ζωγραφικό της σύμπαν ενώ η «Εύα» πλάι στον «Αδάμ» που είχε την τύχη να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη χάρη στη δωρεά του Αλέξανδρου Ιόλα με τον οποίο διατηρούσε δυνατή φιλία, προέρχεται από τη δημοφιλή σειρά «Nanas».
Με τις γυναικείες υπερμεγέθεις φιγούρες πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε διάφορα μουσεία και ως υπαίθριες κατασκευές σε πολλές πόλεις του κόσμου, η Ντε Σεν Φαλ συμβόλιζε δημοσίως «τη θηλυκότητα, τη γυναικεία ανεξαρτησία και το όραμα για την κυριαρχία μιας μητριαρχικής κοινωνίας», εξηγεί η κ. Μισιρλόγλου. «Σήμερα, σε μια εποχή κατά την οποία η κακοποίηση και η αγριότητα έρχονται συνεχώς στην επικαιρότητα, το έργο της επίκαιρο όσο ποτέ μας δείχνει τον δρόμο ενός διαρκούς αγώνα».