Στις 5 Νοεμβρίου πραγματοποιούνται οι πιο κρίσιμες εκλογές των τελευταίων ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την πρώτη προεδρία Τραμπ, η χώρα μοιάζει να ακολουθεί πορεία εκτροχιασμένου τρένου. Λένε πως η Αμερική δεν είναι μία αλλά πολλές. Με τον Τραμπ κερδίζει η «βαθιά» Αμερική την «άλλη» Αμερική. Ή, αλλιώς, το white trash τη δημιουργική, πρωτοπόρο Αμερική των τεχνών, των ιδεών και των επιστημών. Τι μπορεί να κρατήσει κάποιος και τι να πετάξει; Σε επίπεδο τεχνών και γραμμάτων, επιστημών και τεχνολογίας, ποιο είναι το πρώτο που μας έρχεται στον νου όταν ακούμε «Αμερική»; Τις μορφές έκφρασης που στηλιτεύουν τη «βαθιά» Αμερική; Εκείνες που αναδεικνύουν και τα δυο της πρόσωπα; Συντάκτες και συνεργάτες της «Κ» ρωτήθηκαν και έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις.
Ο «χιλμπίλης» δεν μένει πια εδώ
Του ΣΑΚΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Διαβάζοντας το 2018 το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Το τραγούδι του χιλμπίλι» του Τζέιμς Ντ. Βανς (εκδ. ∆ώμα) δεν ήταν δύσκολο να συμπαθήσεις τον συγγραφέα του. Ο 33χρονος τότε Βανς έγραφε για τα «λευκά σκουπίδια» της Αμερικής, τους «χιλμπίληδες» που ζούσαν στη Ζώνη της Σκουριάς, μια περιοχή του Οχάιο στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ που κάποτε ζούσε από τη βαριά βιομηχανία. «Εγώ τους λέω γείτονες, φίλους, συγγενείς μου», έγραφε τότε ο Βανς και σήμερα οι λέξεις του ηχούν διαφορετικά. Προερχόμενος από μια διαλυμένη οικογένεια, περιέγραφε γλαφυρά πώς έγινε πεζοναύτης κι έπειτα σπούδασε στη Νομική του Γέιλ, ξεφεύγοντας από την πεπατημένη των συνομηλίκων του, δηλαδή από μια ζωή στη φτώχεια, στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά. Το βιβλίο βγήκε όταν ο Τραμπ είχε μόλις ένα χρόνο στην προεδρία της Αμερικής και τότε ο Βανς θεωρήθηκε κάτι σαν το αντίπαλον δέος μέσα στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών: νέος, μορφωμένος, με επιρροή στις μάζες που εξηγούσε την επικράτηση του Τραμπ. Τώρα όμως, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος δεν θυμίζει σε τίποτα τον συγγραφέα Βανς. Ο χιλμπίλης του 2024 είναι κάποιος άλλος.
Ο «Παράξενος καρπός»
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Ενα βράδυ του Αυγούστου του 1930, στο Μάριον της Ιντιάνα, ένας αγριεμένος όχλος λιντσάρει δύο Αφροαμερικανούς και κρεμάει τα άψυχα κορμιά τους από ένα δέντρο. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει την αποτρόπαια σκηνή. Η λήψη του κάνει τον γύρο της χώρας.
Το 1936, ένας καθηγητής γυμνασίου στη Νέα Υόρκη, ο Εϊμπελ Μιροπόλ, εμπνέεται από τη συγκλονιστική φωτογραφία και γράφει το θρηνητικό ποίημα «Παράξενος καρπός» («Strange Fruit»). Αργόσυρτο και πένθιμο, ερμηνεύθηκε σπαρακτικά το 1939 από την Μπίλι Χόλιντεϊ στο Café Society της Νέας Υόρκης, μια ερμηνεία που την ίδια χρονιά έγινε δίσκος που πούλησε ένα εκατομμύριο κομμάτια.
Λένε πως ο «Παράξενος καρπός», το πρώτο τραγούδι κοινωνικής διαμαρτυρίας της Αμερικής, ήταν η «Μαύρη Μασσαλιώτιδα». Και όπως φαίνεται, η δύναμή του παραμένει ατόφια: όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, ζήτησε από την τραγουδίστρια Ρεμπέκα Φέργκιουσον να εμφανιστεί στην ορκωμοσία του, και εκείνη δέχτηκε με τον όρο να ερμηνεύσει το «Strange Fruit». Το αίτημά της δεν έγινε δεκτό.
Το κακό δεν είναι κάτι υπερφυσικό
Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
Το «22/11/63» του Στίβεν Κινγκ (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής, εκδ. Bell, 2012) είναι το βιβλίο του «βασιλιά» που αγαπούν περισσότερο από όλα του τα άλλα όσοι απαιτητικοί αναγνώστες λογοτεχνικής πεζογραφίας τον θεωρούν γενικά έναν «λαϊκό» συγγραφέα μπεστ σέλερ μυθιστορημάτων. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ο Κινγκ αναμειγνύει το καθημερινό και το συνηθισμένο με κάτι «άλλο», συχνά υπερφυσικό. Εδώ, μιλάει για τον Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ και τον Τζον Κένεντι, και για τους δρόμους που ακολούθησε η ζωή για να τους φέρει αντιμέτωπους, αλλάζοντας για πάντα το πρόσωπο της Αμερικής. Μακράν το πιο πολιτικό μυθιστόρημα ενός από τους πιο πολιτικοποιημένους Αμερικανούς συγγραφείς –και μεγάλου εχθρού των Τραμπ και Μασκ–, είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο, γιατί τίποτε υπερφυσικό δεν αναμειγνύεται με την πραγματικότητα: ο τρόμος ήταν πάντα δίπλα μας· ο κόσμος κρατάει στις απλωμένες του παλάμες το νήμα της μοίρας, και στην άλλη άκρη το κακό το τυλίγει σε κουβάρι.
Η ακατανόητη Αμερική
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Στην αρχή, οι λεπτομέρειες. Ο γιακάς του Πιτσιότο, ο σκούφος του ΜακΚάι, το μαύρο γάντι ενός θεατή που σχηματίζει γροθιά, το καρό κασκόλ στον λαιμό μιας κοπέλας, μια σταγόνα στον φακό της κάμερας, οι χορδές της κιθάρας. Τυχαία σημάδια που «μας κεντάνε», όπως έλεγε ο Μπαρτ. Μετά, το πλάνο ανοίγει. Πεταμένες εφημερίδες πάνω στην ετοιμόρροπη σκηνή, το μπλε πανό με τα κόκκινα γράμματα «THERE WILL BE 2 WARS», ο κόσμος που χορεύει μπροστά από τον Λευκό Οίκο, διαδηλώνοντας για τον πόλεμο του Κόλπου. 12 Ιανουαρίου 1991. Μια τυχαία μέρα στην ιστορία της Αμερικής. Ενα τυχαίο κοινό που παρακολουθεί τη συναυλία μιας τυχαίας μπάντας. Και ας ονομάζεται Fugazi: «Δεν παίζω μαζί σου/ Δεν παίζω μαζί σου». Κάπως έτσι είναι η Αμερική. Αν εστιάσεις σε μία λεπτομέρεια (ο γιακάς, το σκουφί, η σταγόνα), έχεις την ψευδαίσθηση πως την καταλαβαίνεις. Μα μόλις η εικόνα αποκαλυφθεί και δεις τον λευκό ουρανό να κρέμεται επάνω από την Ουάσιγκτον, διαπιστώνεις πως είναι ακατανόητη.
Τύραννος του κακού είναι ο Καθένας
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα έργα του Φίλιπ Ροθ (1933-2018). Από το μυθιστόρημά του με τίτλο «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» (Πόλις, 2000) έχω προ πολλού ξεχωρίσει έναν αφορισμό που διερμηνεύει συμπλέγματα, επιτεύγματα και πανωλεθρίες των συμπατριωτών του. Κατά λέξη έχει ως εξής: «Ολα όσα γνωρίζουμε προέκυψαν όχι από την τυραννία των τυράννων αλλά από την τυραννία της απληστίας, της άγνοιας, της θηριωδίας και του μίσους του ανθρώπου. Ο τύραννος του κακού είναι ο Καθένας!». Η επινόηση και η εξ αντικειμένου πραγματικότητα συνομιλούν σε εμφανώς ισότιμη βάση. Αρκούν μάλιστα τα ψίχουλα του βίου για να αναχθούν, με την πρόσφορη αξιοποίηση, σε λυσιτελές κείμενο. Ο δε πολυπράγμων Νέιθαν Ζούκερμαν, αυτή η κυρίαρχη περσόνα, του Φίλιπ Ροθ συμβολοποιεί κατά τρόπο υποδειγματικό τον μέσο Αμερικανό, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τις δυνατότητες των παροχών του περιώνυμου «παραδείσου» του, αλλά αγνοεί με προκλητικό τρόπο τις ατομικές του αντοχές.
New York Movie
Της ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΠΑΛΗ
Αν απαντούσα με έναν μόνο καλλιτέχνη ή συγγραφέα στο «τι είναι η Αμερική», θα διάλεγα τον ζωγράφο Εντουαρντ Χόπερ (1882-1967), για λόγους εντιμότητας αφού στο άκουσμα της λέξης «Αμερική», το εσωτερικό μου βιου μάστερ θα πρόβαλλε κατακλυσμιαία εικόνες του Χόπερ, πριν αναλάβει η κρίση μου. Γεννημένος στον απόηχο του αμερικανικού εμφυλίου και φτάνοντας στην ακμή του στον Μεσοπόλεμο, ο Χόπερ συνοψίζει τις μεγάλες αντιφάσεις της Αμερικής, αφήνοντάς τες ανοιχτές σαν αναπάντητα ερωτήματα ή μάλλον σαν στοιχήματα· είναι, μέσα στην απλότητά του, δαιμόνιος. Πόλη/φύση, μοναξιά/αισιοδοξία, άνθρωπος/κατασκευή, άνδρας/γυναίκα, ησυχία/θόρυβος – πλήθος διπόλων δίνεται με τη βοήθεια της βασικής αντίθεσης: φως και σκιά. Παραπέμπει άραγε στην αιώνια πάλη καλού και κακού; Ο Χόπερ εμπιστεύεται τα πράγματα, δηλαδή τα μάτια. Αποδίδει στο βλέμμα μας την καθημερινή, αφτιασίδωτη μυθολογική ικανότητα. Μοιάζει να λέει: Αν πιστέψουμε, και αν συγκεντρωθούμε, τότε θα δούμε τις ιστορίες-πίσω-από-τα πράγματα. Αν έπρεπε να πω έναν μονάχα πίνακα: το «New York Movie».
Τελικά, όλα μπορούν να γίνουν εδώ, κ. Λιούις
Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΙΝΟΥ
Οταν ο Σισιλιάνος εργολάβος κηδειών Αμερίγκο Μπονασέρα πηγαίνει στον Νονό, της ομώνυμης ταινίας, να του ζητήσει μια χάρη, το πρώτο πράγμα που λέει έμπλεος σεβασμού είναι το εξής: «Η Αμερική μού χάρισε την περιουσία μου. Μεγάλωσα την κόρη μου με τον αμερικανικό τρόπο». Θα μπορούσε, άραγε, να το έλεγε σήμερα εμπρός σε έναν οπαδό του Ντόναλντ Τραμπ; Οπως σημειώνει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Το γκρίζο κύμα» (εκδ. Τόπος), ο μεγιστάνας-πολιτικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυπικά φασίστας, αλλά έχει καταφέρει να συνενώσει κάτω από την ομπρέλα του όλα τα ακραία στοιχεία των ΗΠΑ.
Μιλάμε, άραγε, μόνο για σταγονίδια; Στην ταινία «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας», συνειδητοποιούμε ότι το να γίνει ένας νέος ναζιστής, δεν θέλει πολλή προσπάθεια. Αρκεί να ακούσει την ακραία ρητορική του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών. Αν όλα αυτά μπορούν να γίνουν «εδώ», όπως έλεγε στο ονομαστό βιβλίο του Σίνκλερ Λιούις; Μα, έχουν γίνει ήδη μία φορά, γιατί όχι δεύτερη; Ακόμη και ως επικίνδυνη φάρσα.
Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας
Της ΖΩΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ
«Το βλέπεις αυτό;» λέει ο Ντέρεκ Βίνγιαρντ (Εντουαρντ Νόρτον) – κάτω από την άσπρη φανέλα, η σβάστικα στο στήθος του. «Αυτό σημαίνει μη ευπρόσδεκτος».
«Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας»: ασπρόμαυρα πλάνα για το παρελθόν, σκληρά, γεμάτα μίσος, βία, τα βλέμματα δείχνουν την ίριδα της Αμερικής στα χειρότερά της. Ωστόσο, ο Τόνι Κάγιε στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, αποκηρύσσει την τελική κόπια που δεν έχει το δικό του μοντάζ. Το αρχικό μοντάζ θεωρήθηκε καταστροφή. Ακολούθησε το μοντάζ από τον ίδιο τον Νόρτον, αλλά ο Κάγιε απαίτησε το όνομά του να μπει με ψευδώνυμο, η ταινία δεν τον αντιπροσώπευε. Ο ίδιος, σε καθεστώς νευρικής κρίσης, σαμποτάρισε όπως μπορούσε την ταινία, ξοδεύοντας πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια! Ομως, έχει δώσει ένα φιλμ-σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα και ο Νόρτον κέρδισε την υποψηφιότητα για Οσκαρ πρώτου ανδρικού. Ειρωνεία: το Οσκαρ εκείνης της χρονιάς κερδίζει το «Η ζωή είναι ωραία». Η ατάκα του Βίνγιαρντ θα ταίριαζε και στις δύο: «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περάσεις οργισμένος».
Ο ιμπεριαλισμός της Σίλικον Βάλεϊ
Του ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΔΡΙΩΤΑΚΗ
Στη Σίλικον Βάλεϊ οι Αμερικανοί συνδύασαν τον οικονομικό προσανατολισμό της ελεύθερης αγοράς με την κοινωνική κινητικότητα και την αδιαπραγμάτευτη πίστη στην καινοτομία. Το μεγαλύτερο επίτευγμα αυτής της ευφυούς επένδυσης ήταν και παραμένει η επίδραση της τεχνολογίας πάνω στον ανθρώπινο πολιτισμό. Ποιος μπορεί σήμερα να φανταστεί τη ζωή χωρίς Ιντερνετ και χωρίς υπολογιστές; Η «κοιλάδα του πυριτίου» θεμελίωσε τον σύγχρονο πολιτισμό και ενίσχυσε την ηγεμονία των ΗΠΑ στον κόσμο. Πριν από μερικές δεκαετίες ασκούνταν κριτική στον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό του Χόλιγουντ, σήμερα μιλάμε για τον τεχνολογικό ιμπεριαλισμό της Σίλικον Βάλεϊ. Βεβαίως, όπως κάθε αυτοκρατορία, έτσι και αυτή κάποια μέρα θα παρακμάσει. Ως τότε, η υποδομή του πολιτισμού μας θα έχει τη σφραγίδα κολοσσιαίων εταιρειών που αναπτύχθηκαν στη δυτική ακτή των ΗΠΑ, σε αυτή τη γωνιά της γης που έχει τους περισσότερους περίεργους ανθρώπους ανά τετραγωνικό εκατοστό.
Αρνητές του ονείρου, υμνητές της Αμερικής
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΚΝΙΑ
Greatful Dead: Μουσικά, άντλησαν από τα blues και από τη folk, την bluegrass, τις αγγλικές μπαλάντες. Κοντολογίς, από την αμερικανική παράδοση, μαύρη και λευκή. Στο μείγμα πρόσθεσαν μεγάλες δόσεις ψυχοτρόπων ουσιών και πήραν τους δρόμους με οδηγό του λεωφορείου τον Νιλ Κάσιντι, φίλο του Κέρουακ και ήρωα του «Στον δρόμο». Οπως οι Beat, υπήρξαν αρνητές του αμερικανικού ονείρου και, ταυτόχρονα, υμνητές της Αμερικής. Τραγούδησαν την ύπαιθρο και τις πόλεις, την έρημο και τη θάλασσα, τους ήρωες και τους απόκληρους, τραγούδησαν ακόμη και την πλήξη πίσω από την αμερικανική βιτρίνα, όπως την κατέγραψε και ο φωτογραφικός φακός του Ρόμπερτ Φρανκ το 1955-57. Την ακριβέστερη περιγραφή αυτού του μοναδικού αμερικανικού φαινομένου την οφείλουμε στον Μπιλ Γκρέιαμ: «Οι Dead δεν είναι οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουν, είναι απλώς οι μόνοι που το κάνουν».