Βαρκελώνη, Αύγουστος 1960. Η 26χρονη Νάνα Μούσχουρη εκπροσωπεί την Ελλάδα μαζί με τον Αλέκο Πάντα σε ένα φεστιβάλ μεσογειακού τραγουδιού και κερδίζουν το πρώτο βραβείο. Στον απόηχο του θριάμβου, στο πάρτι που ακολουθεί, το «κορίτσι από την Αθήνα» καλείται στο τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή συστήνεται ως «Κουίνσι». Δηλώνει εγκάρδια πως θαύμασε την ερμηνεία της και της προτείνει να συνεργαστούν. Χρόνια αργότερα, η μεγάλη μας ντίβα θα έγραφε στα απομνημονεύματά της: «Αυτός ο υπέρτατος τρομπετίστας, o αγαπημένος του Ντιουκ Ελινγκτον, του Ρέι Τσαρλς, της Σάρα Βον… Θα μπορούσε πραγματικά να ήταν αυτός;».
Και πράγματι, ήταν ο μέγιστος Κούινσι Τζόουνς, συνομήλικός της τότε, αλλά ήδη φορτωμένος με περγαμηνές και με ένα χρυσό μέλλον να απλώνεται μπροστά του. Δύο χρόνια αργότερα, θα έκανε την παραγωγή του άκρως ευπώλητου –παγκοσμίως– δίσκου «Nana Mouskouri in New York – The Girl From Greece Sings», όπου η Μούσχουρη ερμηνεύει κλασικά τραγούδια του τζαζ ανθολογίου με εκπληκτική άνεση και αφοπλιστική δύναμη.
Αυτή, όμως, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο μεγάλος Αμερικανός μουσικός, παραγωγός και ενορχηστρωτής θα επιστράτευε τη φοβερή μουσική του διορατικότητα και το αλάνθαστο εμπορικό του κριτήριο για να ανιχνεύσει το ατόφιο ταλέντο και να γράψει με αυτό Ιστορία. Το είχε κάνει και το 1954, διευθύνοντας την μπάντα με την οποία συνέπραξαν δύο ουρανοκατέβατα νέα ταλέντα της τζαζ, η τραγουδίστρια Ελεν Μέριλ και ο τρομπετίστας Κλίφορντ Μπράουν. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του ’60, βρέθηκε ως ενορχηστρωτής πίσω από μερικές από τις πιο εμβληματικές επιτυχίες της εποχής, από το «Mad About the Boy» της Ντάινα Ουάσιγκτον, το «Fly Me To The Moon» με τον Φρανκ Σινάτρα και τα μεγάλα χιτ της Αγγλίδας Λέσλι Γκορ (ανάμεσά τους το «You Don’t Own me» και τo «Ιt’s my Party») έως τη μνημειώδη σύνθεσή του «Soul Bossa Nova» του 1962, η οποία, λέγεται, του πήρε μόνο 20 λεπτά να συνθέσει.
Η τριβή του με το πάνθεον της μουσικής είχε αρχίσει από τα 18 του, όταν το 1951 άρχισε να παίζει τρομπέτα με τη διάσημη μπάντα του Λάιονελ Χάμπτον. Μετακόμισε στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και σπούδασε κλασική σύνθεση με τη Nάντια Μπουλανζέ, δασκάλα μερικών από τους πιο διάσημους συνθέτες και ερμηνευτές του 20ού αιώνα.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους Αφροαμερικανούς-στελέχη μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας και έγινε αντιπρόεδρος της Mercury Records το 1964 σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Οι περγαμηνές του είναι χρυσές και απλώνονται σε έκταση επτά δεκαετιών – ανάμεσά τους βρίσκεται και το «Τhriller» του Μάικλ Τζάκσον (1982), ο δίσκος με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών.
Συνθέτης, ενορχηστρωτής, μαέστρος, μουσικός, παραγωγός, εφευρέτης μουσικών υβριδίων, στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας, ιδρυτής περιοδικού και επιχειρηματίας, o Κουίνσι Τζόουνς ήταν ένας παγκόσμιος ιμπρεσάριος, ένας οικουμενικός τιτάνας της μουσικής. Εφυγε χθες στα 91 του, αλλά φαντάζει αθάνατος. Ο αμύθητος θησαυρός που άφησε πίσω του νικάει τον χρόνο.