Αν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχατε λόγους να βρεθείτε στη Νέα Υόρκη τότε θα αντικρίζατε, ως γνωστόν, μια πόλη εκθαμβωτική, γεμάτη ενέργεια και ερεθίσματα, μια πόλη που από τη θορυβώδη Τάιμς Σκουέρ μέχρι το χαλαρό Λόουερ Ιστ Σάιντ «ποτέ δεν κοιμάται». Θα αντιλαμβανόσασταν επίσης ότι το προεκλογικό κλίμα εκείνων των ημερών ήταν μάλλον επιφανειακά ήπιο, καθώς εκτός από τα αστεία φιγουρίνια του Ντόναλντ Τραμπ ή τα αθώα καπελάκια της Κάμαλα Χάρις στα τουριστικά είδη, συναντούσε κανείς και οργισμένους Νεοϋορκέζους που περνούσαν κάτω από τον Trump Tower στην 5η Λεωφόρο, υψώνοντας το μεσαίο δάχτυλο, ή αυτόκλητους κήρυκες που καλούσαν τον κόσμο να προσευχηθεί για τα παιδιά του.
Συνέβαινε όμως και κάτι ακόμη στο «Μεγάλο Μήλο» την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου. Ισως το υποψιάστηκαν οι επιβάτες της πτήσης ΕΚ209, όταν πολλοί νεαροί και νεαρές επιβιβάστηκαν κουβαλώντας θήκες σε σχήμα βιολοντσέλου ή τούμπας. Το έμαθαν επίσης οι υπάλληλοι στον έλεγχο διαβατηρίων στο Νιου Τζέρσεϊ, όταν στην ερώτηση «τι περιέχουν οι αποσκευές σας;», πήραν απαντήσεις όπως «ένα βιολί» ή «μια τρομπέτα». Και λογικά το είχαν σημειώσει στην ατζέντα τους όσοι Νεοϋορκέζοι γνώριζαν ακριβώς τι δουλειά θα είχαν στο Μανχάταν 95 μουσικοί, που σε παρέες ή σαν ομάδα φωτογραφίζονταν στο Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ, στο Σέντραλ Παρκ και το Ground Zero, μαγεύονταν από την πόλη, κρατούσαν με το ένα χέρι την μπάρα του μετρό και με το άλλο έκαναν τους δακτυλισμούς μιας μουσικής σύνθεσης ή αναρωτιούνταν αν θα μπορούν να εξασκηθούν στο ξενοδοχείο τους. Το εισιτήριο του Carnegie Hall το έγραφε καθαρά: το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου είχε το ντεμπούτο της στον εμβληματικό συναυλιακό χώρο η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων (ΕΛΣΟΝ), με μαέστρο τον ιδρυτή και καλλιτεχνικό διευθυντή της, Διονύση Γραμμένο.
Ομογενείς από παντού!
Ντυμένοι στα φθινοπωρινά τους, οι θεατές στη γεμάτη πλατεία και τα θεωρεία του Stern Auditorium είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι από νωρίς. «Τι κάνεις αγόρι μου, καλά είσαι; Nice to see you!», έλεγε μια κυρία σε έναν νεαρό, ενώ μια άλλη Ελληνοαμερικανή εξηγούσε ότι είχε έρθει με τις ανιψιές της, τον γιο της και τη νύφη της. Παίρνοντας τον λόγο ο Νικ Αλέξος, μέλος της επιτροπής του οργανισμού Hellenic Initiative (εκ των υποστηρικτών της συναυλίας, μαζί με την Aletheia Advisory Partners κ.ά.) σημείωνε ότι στο κοινό βρίσκονταν μεταξύ άλλων ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος και η πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη Ιφιγένεια Καναρά, ενώ ανέφερε συνοπτικά και το πρόγραμμα της βραδιάς: θα ακουγόταν το έργο «Rewind» της Βρετανίδας συνθέτριας Αννα Κλάιν (που βρισκόταν επίσης στο κοινό), μια επιλογή από τους «Ελληνικούς χορούς» του Νίκου Σκαλκώτα (που είχαν κάνει την αμερικανική τους πρεμιέρα στο Carnegie Hall 70 χρόνια πριν, με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Δημήτρη Μητρόπουλο), καθώς και τους «Συμφωνικούς χορούς» από το West Side Story του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. «Ομως, το πραγματικό αριστούργημα», έλεγε, «είναι η ίδια η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων».
Δεν είχε άδικο. Στο «Rewind», έργο πολύπλευρο παρά τη μικρή του διάρκεια, ένιωθε κανείς ότι οι ιδιαιτερότητές του έχουν γίνει απολύτως κατανοητές από την ΕΛΣΟΝ και αποδίδονται στο έπακρο. Στους «Ελληνικούς χορούς», με τις επίσης πολλές απαιτήσεις, οι μουσικοί, ζεσταμένοι πλέον, έπαιζαν τόσο με το πάθος της νιότης όσο και με τη σοβαρότητα του επαγγελματία, άλλοτε κοιτάζοντας τον μαέστρο στα μάτια και άλλοτε αφήνοντας το σώμα τους στους κυματισμούς της μουσικής. Στους ζωηρούς, γεμάτους με διαφορετικά ηχοχρώματα «Συμφωνικούς χορούς» του Μπέρνσταϊν, η ορχήστρα το απολάμβανε, χωρίς να χάνει την ευαισθησία της στα πιο λυρικά μέρη. «Εφταιγε» βέβαια και ο Διονύσης Γραμμένος, που διηύθυνε με πάθος και με πλήρη έλεγχο των λεπτομερειών εντός και εκτός παρτιτούρας, αλλά και με εμπιστοσύνη στα μέλη της ΕΛΣΟΝ. Το τέλος τον βρήκε να σηκώνει με νεύματα επιβράβευσης κάθε μουσικό, ενώ το κοινό επευφημούσε και χειροκροτούσε όρθιο, με όσο ενθουσιασμό χρειαζόταν, ώστε η ορχήστρα να επιστρέψει για τρία τελικά ανκόρ. Το πρώτο ήταν το «Candide» του Μπέρνσταϊν. Το δεύτερο, το «Danzόn No. 2», του Αρτούρο Μάρκες. Και στο τρίτο, την «Ομορφη πόλη» του Θεοδωράκη, που αποδόθηκε χορωδιακά, κάποιοι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
Ο Διονύσης Γραμμένος διηύθυνε με πάθος τους νεαρούς μουσικούς, οι οποίοι χειροκροτήθηκαν θερμά από το κοινό και επέστρεψαν στη σκηνή για τρία ανκόρ.
«Με εξέπληξαν! Ενιωσα το πάθος τους. Είναι πολύ σπάνιο να γίνονται τρία ανκόρ», σχολίαζε μετά το πέρας της συναυλίας ο Ρίτσαρντ Ζανγκ από το Σαν Φρανσίσκο, που επισκέπτεται το Carnegie Hall όποτε μπορεί, ανεξαρτήτως συναυλίας. «Με προσκάλεσαν οι συγγενείς μου, που έχουν ελληνικές ρίζες και ενώ δεν ήξερα τι θα ακούσω, είμαι κατευχαριστημένη – η ορχήστρα είναι θαυμάσια και οι μουσικοί τόσο ταλαντούχοι», σχολίαζε η Ελίζαμπεθ Μπιούλερ. Και η Βιολέτα Καψάλη-Μπιούλερ, που είχε ταξιδέψει από το Ιλινόι, θυμόταν, με αφορμή τους «Ελληνικούς χορούς» του Σκαλκώτα, τους παραδοσιακούς χορούς που διδασκόταν στο ελληνικό σχολείο του Αγίου Γεωργίου στο Σικάγο. «Τα βήματα πήγαιναν κάπως έτσι: ένα, δύο και τρία και τέσσερα», έλεγε. «Μαθαίναμε τόσο ωραία πράγματα σε εκείνο το σχολείο. Και αυτοί οι νέοι μάς έδειξαν πόσα έχουμε κατορθώσει ως Ελληνες, πώς μέσα από τις δυσκολίες δημιουργούμε κάτι όμορφο».
Η ΕΛΣΟΝ ερμήνευσε έργα Σκαλκώτα, Μπέρνσταϊν, Κλάιν και έκλεισε με την «Ομορφη πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη, που έφερε δάκρυα στα μάτια των θεατών.
Το ευχαριστήθηκαν και οι μουσικοί; «Το Carnegie Hall ήταν σαν άπιαστο όνειρο», μας έλεγε στο ταξίδι της επιστροφής ο βιολιστής Σταύρος Σαμαράς, ενώ ο φαγκοτίστας Ανδρέας Ανθόπουλος ομολογούσε αστειευόμενος ότι «ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσω ότι ξαφνικά ήμαστε εκεί και παίζαμε, με κοινό από κάτω». Ο βιολιστής Χάρης Χαβέλος έκανε λόγο για «συναρπαστική», «αξέχαστη» εμπειρία, ειδικά με δεδομένο ότι «στο ίδιο μέρος έχουν παίξει ονόματα όπως ο Τσαϊκόφσκι ή ο Μάλερ», ενώ η ομότεχνή του Στεφανία Χασάπη εξηγούσε ότι η ακουστική της αίθουσας «ήταν φοβερή, σαν να παίζουμε μουσική δωματίου, μπορούσα να ακούω κάθε όργανο ξεχωριστά». Βιολιστής και εκείνος, ο Θάνος Κουιμτζόγλου χαρακτήριζε τον ήχο του Carnegie Hall ιδιαίτερα «κολακευτικό», ενώ μιλώντας για την ίδια τη Νέα Υόρκη έκανε λόγο για μια πόλη «απίστευτη». Και ο τσελίστας Χρήστος Χατζηναθαναήλ αναφέρθηκε στο «χρέος» της ορχήστρας «να αναδείξει τον ελληνισμό σε μέρη που, με όρους κλασικής μουσικής, δεν φτάνει συχνά».
«Μυθικός χώρος»
Και ο αρχιμουσικός; «Θα έλεγα πως απολαμβάνει πρωτίστως την ιστορία του χώρου, τον μύθο του Carnegie Hall. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει κανείς μπαίνοντας στη σουίτα –στο καμαρίνι– του μαέστρου είναι οι φωτογραφίες όλων των μεγάλων που πέρασαν από εκεί, από τον Στοκόφσκι έως τον Ζελ. Είναι επίσης ιδιαίτερο το συναίσθημα του να διευθύνεις τη μουσική του Μπέρνσταϊν επάνω στο ίδιο ακριβώς πόντιουμ που διηύθυνε κι εκείνος. Και είναι μεγάλη στιγμή το να νιώθεις ότι δημιουργείς μέσα στον χώρο που καθόρισε τη μουσική ιστορία της Αμερικής, και όχι μόνο, τα τελευταία περίπου 130 χρόνια», λέει στην «Κ» ο Διονύσης Γραμμένος.
Τι περιλαμβάνει η συνέχεια της ΕΛΣΟΝ; «Μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι αυτά που θα επακολουθήσουν θα σας εκπλήξουν», καταλήγει ο μαέστρος. «Είναι οι καλύτεροι Ελληνες νέοι μουσικοί και ναι, έχω εμπιστοσύνη στο ταλέντο και στις ικανότητές τους. Ολοι τους βρίσκονται εκεί για έναν και μόνο λόγο: για να ξεπεράσουν τα καλλιτεχνικά τους όρια, για να ανακαλύψουν νέα έργα και για να βάλουν ακόμη πιο ψηλά τον πήχυ στην κάθε τους εμφάνιση».