Αν, ο μη γένοιτο, η πατρίδα μας βρισκόταν σε κίνδυνο (στέναζε ας πούμε κάτω από την μπότα ενός δικτάτορα ή μιας ξένης δύναμης κατοχής), τότε όλη η Ελλάδα θα «ακουμπούσε στο φέρετρο» του Θανάση Βαλτινού. Ευτυχώς, τέτοιοι λόγοι δεν συντρέχουν. Την περασμένη εβδομάδα ο Θανάσης Βαλτινός κηδεύτηκε εν μέσω γενικής αδιαφορίας της πολιτείας –κυβέρνησης και αντιπολίτευσης–, των νεότερων συναδέλφων του συγγραφέων, των Ελλήνων διανοουμένων και του αναγνωστικού κοινού. Λίγοι τον αποχαιρετίσαμε στην τελευταία του κατοικία, λίγοι ήμασταν εκεί για να αποτίσουμε τον εξόδιο σεβασμό σε μια μορφή των γραμμάτων στην οποία αρμόζει ο τίτλος εθνικός ποιητής.
Γιατί εθνικός ποιητής ο Βαλτινός; Διότι ο συγγραφέας από το Καστρί Κυνουρίας καθιέρωσε ένα νέο βλέμμα και επέβαλε έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο. Διότι η λογοτεχνία του εγκατέλειψε την αφηγηματική πεπατημένη και εγκαινίασε καινούργιους τρόπους εξιστόρησης. Διότι απλωμένα σε φάσμα εξήντα χρόνων, τα πεζά του δημιούργησαν ένα επικών διαστάσεων έργο γύρω από τις δυνατότητες της γλώσσας. Διότι το θάρρος του να κινείται κόντρα στο ρεύμα τού επέτρεψε να ανανεώσει δραστικά τον μύθο της ελληνικής εθνικής ζωής. Διότι με τα δωρικά, σφριγηλά, στιβαρά κείμενά του και με την έμφαση στις ριζικές αφηγηματολογικές ανατροπές, επηρέασε αποφασιστικά και τους συγκαιρινούς του και τους νεότερους συγγραφείς των δεκαετιών του ’80, του ’90 και του ’00. «Κάθοδος των εννιά» (1963) και «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» (1972), έργα που προσέφυγαν στον ανεξάντλητο γλωσσικό πλούτο των λαϊκών παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών, καθώς και στη ζώσα γλώσσα των Ευαγγελίων. «Τρία ελληνικά μονόπρακτα» (1978) και «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (1989), έργα που εισήγαγαν στην ελληνική λογοτεχνία την καινοφανή τεχνική του «αρχείου τεκμηρίων», αποτυπώνοντας τη νέα κοσμοθεωρητική συνθήκη πως τίποτα δεν μας παραδίδεται αδιαμεσολάβητα, πως η πραγματικότητα δεν αναπαρίσταται ευθέως, πως κάθε απεικόνιση αποτελεί συμβατική κατασκευή. «Ορθοκωστά» (1994) και «Ανάπλους» (2012), αμφισβήτηση της παντοδύναμης αριστερής εξιστόρησης πως για τη βία που ασκήθηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου ευθύνεται μόνον η μερίδα όσων συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του εθνικού στρατού. Και ταυτόχρονα τίποτα που να έχει σχέση με τα ιδεολογήματα του εθνοκεντρισμού και της ελληνικότητας, καθώς αυτό που μυθολόγησε ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε η επαχθής ζωή αγωνιστικών αλλά βίαιων ατόμων που εμπλέκονται σε εμπόλεμες (όχι μόνον αμυντικές) περιπέτειες και που στην ειρηνική ζωή τους είτε αναγκάζονται να ξενιτευτούν είτε να συγκροτήσουν μικροαστικές κοινότητες ηττημένων κακορίζικων ανθρώπων. Παράλληλα, όμως, ανέδειξε και μια θετική ποιότητα: τα ξεριζωμένα, γονατισμένα του άτομα, διαθέτουν φωνή και με ύψιστη ενάργεια, ήθος και αξιοπρέπεια αναλαμβάνουν να αφηγηθούν τις περιπέτειές τους.
Τόσο στο επίπεδο της θεματικής όσο και στο επίπεδο της σύνθεσης, όλες οι στοχεύσεις του Βαλτινού υπήρξαν αρχετυπικές, επιδίωξαν να συλλάβουν το πρωταρχικό, να υποδείξουν το υπερατομικό και να αναδείξουν το υπεριστορικά οικουμενικό. Στο έργο του εμφανίζονται τουλάχιστον 350 μυθοπλαστικές περσόνες. Πρωταγωνιστής ωστόσο στα κείμενά του δεν είναι ένα ρεαλιστικό εγώ, αλλά ο λόγος, η γλωσσική εκφορά και η συντακτική σύνθεση, προς τις οποίες ο πεζογράφος κατηύθυνε επίμονα την προσοχή του αναγνώστη. Στόχος του ήταν η σύνθεση μιας κοινής, ενός λεκτικού αποθέματος, ενός ρηματικού θησαυρού, ενός γλωσσικού ταμείου από το οποίο οι άνθρωποι δανείζονται τον λόγο τους για να εκθέσουν τα πάθη τους. Η δημιουργία ενός τέτοιου ταμείου και η έμφαση στον διυποκειμενικό και διιστορικό ορίζοντα, τοποθετούν την πεζογραφία του Βαλτινού στην επικράτεια του κλασικού και τον δημιουργό της στους μεγάλους των νεοελληνικών γραμμάτων.