To 65o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης άνοιξε με χολιγουντιανή λάμψη και τη «Μaria» του Πάμπλο Λαρέιν και έκλεισε με το ντοκιμαντέρ «The End» του Τζόσουα Οπενχάιμερ, αλλά και με την είδηση του θανάτου του πρώην δημάρχου και προέδρου του, Γιάννη Μπουτάρη. Τρεις συντάκτες της «Κ» που βρέθηκαν μέσα και έξω από τις αίθουσες του φεστιβάλ κάνουν την αποτίμησή τους.
Αμεσότητα και ειλικρίνεια
Της Μαρίας Κατσουνάκη
Η απονομή των βραβείων στην Αποθήκη Γ΄ προχθές το μεσημέρι έκλεισε με ένα ποτήρι κρασί «Κυρ-Γιάννη». Δεν υπήρξε στιγμή την Κυριακή, τελευταία ημέρα του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που να μη γίνει μνεία στη χαρισματική προσωπικότητα του Γιάννη Μπουτάρη. Από τον «πρόλογο», όταν δακρυσμένος και πολύ συγκινημένος τον αποχαιρέτισε ο διευθυντής του φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης, θυμίζοντας ότι «είχαν την τύχη και την ευλογία να τον ζήσουν, να τον έχουν μαζί τους ως πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του φεστιβάλ», έως τον «επίλογο», το βράδυ στην αίθουσα του Ολύμπιον. Στην οθόνη μια φωτογραφία του Μπουτάρη, καθισμένου στους αμπελώνες του, μας κοιτάζει κατάματα. Το αγαπημένο του τραγούδι «My way» με τη φωνή του Πολ Ανκα αναμειγνύεται με το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Η αύρα του απόντος και όχι η σκιά του σφράγισε τη λήξη. Το φεστιβάλ τον αγάπησε όσο κι εκείνος τον θεσμό και την πόλη του.
Φέτος, η ειλικρίνεια, η αμεσότητα και η οικονομία χαρακτήριζαν τις περισσότερες ταινίες. Ηταν μια αίσθηση πως τα θέματα, είτε αφορούν τις σχέσεις (οικογενειακές, προσωπικές, κοινωνικές), είτε προβλήματα (μετανάστευση, περιβάλλον), είτε τα ανθρώπινα πάθη (πύκνωσαν οι φόνοι), είναι εξαιρετικά κρίσιμα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, για φλυαρία ή καλλωπισμό. Ρεαλιστική ήταν η καταγραφή ακόμη και στη φαντασιακή διαφυγή, στο όνειρο ή στην παραίσθηση. Η σκηνοθετική ματιά είναι στιβαρή, αφτιασίδωτη, δυναμική. Οι πόλεμοι, στη Γάζα και στην Ουκρανία δεν αφήνουν τον κόσμο ανεπηρέαστο, ούτε γύρω μας ούτε μέσα μας. Η γη μοιάζει όλο και πιο άγνωστη. Οι (βραβευμένοι) πρωταγωνιστές στο «To a land unknown» του Μάχντι Φλάιφελ, που είναι δύο ξαδέλφια από την Παλαιστίνη εγκλωβισμένα στην Αθήνα, στην αβεβαιότητα και στην εξαθλίωση, ενισχύουν την πραγματικότητα ενός κόσμου ο οποίος μοιάζει να μην τους συμπεριλαμβάνει. Μέλη –και αυτοί– ενός περιθωρίου που ολοένα μεγαλώνει και δεν κρύβεται.
Το Χόλιγουντ και η ελληνική «σοδειά»
Του Αιμίλιου Χαρμπή
Αλλο ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έφτασε στο τέλος του, όμως εμείς ξεκινάμε από την… αρχή. Λίγο οι υψηλοί καλεσμένοι που μας «υποσχέθηκαν» οι διοργανωτές για το πρώτο Σαββατοκύριακο, λίγο η ελληνικού ενδιαφέροντος έναρξη με τη βιογραφία της Μαρίας Κάλλας, οι περισσότεροι συνάδελφοι του κινηματογραφικού ρεπορτάζ βρεθήκαμε νωρίς στη Θεσσαλονίκη. Και ανταμειφθήκαμε· άλλωστε, δεν έχει κανείς την ευκαιρία κάθε μέρα να δει από κοντά και να απευθύνει ερωτήσεις σε σταρ του βεληνεκούς του Ρέιφ Φάινς, της Ζιλιέτ Μπινός ή του Ματ Ντίλον. Και οι τρεις βρέθηκαν στην πόλη μέσα σε ένα διήμερο, βραβεύθηκαν με τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο και μας παρουσίασαν τις καινούργιες δουλείες τους: Φάινς και Μπινός την ομηρική «Επιστροφή», όπου υποδύονται τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη, ενώ ο Ντίλον την ταινία «Την έλεγαν Μαρία», όπου εκείνος ερμηνεύει τον Μάρλον Μπράντο. Στις αντίστοιχες στιγμές τους μπροστά από το μικρόφωνο, συγκινηθήκαμε με την ταπεινότητα και την ευγνωμοσύνη που απέπνεε η όλη παρουσία του Φάινς, πληροφορηθήκαμε τη στενή σχέση της Μπινός με την ορθοδοξία και εκτιμήσαμε την ειλικρινή στάση του Ντίλον πάνω σε θέματα που… τρομάζουν άλλους σύγχρονους αστέρες.
Θετική εντύπωση μας έκανε επίσης η φετινή σοδειά των Ελλήνων δημιουργών. Παραδοσιακά στη Θεσσαλονίκη θα παρακολουθήσει κανείς ελληνικές ταινίες που οριακά «δεν βλέπονται», ωστόσο, φέτος αυτές ήταν ελάχιστες. Αντιθέτως, φιλμ, όπως το σφιχτοδεμένο «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου, το τρυφερό «Κιούκα, πριν το τέλος του καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη, η εύστοχη «Ριβιέρα» του Ορφέα Περετζή και άλλες αποδεικνύουν ότι η εγχώρια παραγωγή στέκεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Επιπλέον, τα νέα μέλη της –όλοι οι παραπάνω παρουσίασαν την πρώτη τους ταινία– εκτός από φρέσκιες ιδέες, μοιάζει να διαθέτουν και την κινηματογραφική γλώσσα για να τις μεταφέρουν στην οθόνη.
Υπερτουρισμός και νέα μοναξιά
Του Σάκη Ιωαννίδη
Αν και ο καλός καιρός συνήθως λειτουργεί αποτρεπτικά για να κλειστεί κάποιος σε μια σκοτεινή αίθουσα προβολής, κάτι τέτοιο δεν συνέβη φέτος στη Θεσσαλονίκη. Οι αίθουσες ήταν γεμάτες και πολλές προβολές έγιναν γρήγορα sold out, όπως η ταινία «Σε πτώση» της Λάουρα Καρέιρα, που είδαμε σε ένα γεμάτο Ολύμπιον και αφηγείται μια στιγμή από τη μοναχική ζωή της Ορόρα. Η Ζοάνα Σάντος υποδύεται μια αποθηκάριο, μια «picker» από την Πορτογαλία στις αχανείς αποθήκες μιας εταιρείας ηλεκτρονικού εμπορίου στη Σκωτία. Καθημερινά ξεδιαλέγει δεκάδες αντικείμενα, από βιβλία μέχρι παιχνίδια και δονητές, που θα σταλούν σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ο πενιχρός της μισθός τής αρκεί για να μένει σε ένα δωμάτιο με κοινή κουζίνα και μπάνιο, ενώ μέχρι το τέλος του μήνα πηγαίνει στο πόστο της σχεδόν νηστική. Συντροφιά της είναι το κινητό της τηλέφωνο και ξεσπάει σε λυγμούς όταν κάποιος τη ρωτάει τι κάνει με τους φίλους της στον ελεύθερο χρόνο της. Η μοναξιά, η αλλοτρίωση και οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας είναι τα θέματα που θίγει η ταινία –που θυμίζει ντοκιμαντέρ– και η εκφραστικότητα της Σάντος κρατάει τον θεατή σε αγωνία μέχρι το τέλος της «πτώσης».
Σε αντίθεση με το κλειστό περιβάλλον της αποθήκης, ο «Μοϊκανός» του Φρεντερίκ Φαρούτσι εκτυλίσσεται στην ειδυλλιακή Κορσική και περιγράφει τον αγώνα ενός επίμονου βοσκού που αρνείται να πουλήσει το παραθαλάσσιο μαντρί του σε εργολάβους για την ανέγερση πολυτελών ξενοδοχείων. Το σχήμα Δαυίδ εναντίον Γολιάθ μετατρέπεται σε θρίλερ όταν ο βοσκός σκοτώνει τον τοπικό μαφιόζο, που προσπαθεί να εξαγοράσει το κτήμα του, και ξεκινάει μια απίστευτη περιπέτεια καταδίωξης ανάμεσα σε πισίνες, πλαζ και τα βουνά της Κορσικής, ενώ στα σόσιαλ μίντια δημιουργείται ένα κίνημα υπέρ του τελευταίου των Μοϊκανών βοσκού και κατά του υπερτουρισμού.