Τον Γιάννη [Ρίτσο] τον γνώρισα το ’38 στην Αθήνα, όταν βρισκόταν σε ένδεια. Ζούσε σε μια ντοστογιεφσκική σοφίτα, στην οδό Β. Ουγκώ, με μοναδική επίπλωση ένα σιδερένιο κρεβάτι κι ένα μπαούλο. Τότε δούλευε ως χορευτής στο Εθνικό Θέατρο.
(…) Ο Ρίτσος έβλεπε όλους τους ανθρώπους σαν εν δυνάμει ποιητές. Οποιον γνώριζε, ό,τι δουλειά κι αν έκανε, μια λέξη του έλεγε: «Γράψε, γράψε, γράψε». Μέρα-νύχτα σκεφτόταν το γράψιμο. Υπάρχουν και γράμματά του που αγανακτεί με τον εαυτό του και το χαρτομάνι που τον περιέβαλλε στους χώρους που ζούσε. Είχε μάλιστα μια λεκάνη και έβαζε τα χειρόγραφα που έσκιζε. Μας έλεγε: «Δεν τα πουλώ. Τα χαρίζω. Βάλτε τ’ όνομά σας». Το ίδιο έκανε και στη Σάμο, στη διάρκεια της δικτατορίας, κι η Φαλίτσα, η γυναίκα του, έκλαιγε που τον έβλεπε να τα καταστρέφει.
(…) Από όταν τον γνώρισα -ήμουν τότε 16 χρόνων- κι όταν κάναμε δυο-τρεις μέρες να ειδωθούμε, αλληλογραφούσαμε μέσα στην Αθήνα. Ξέρω ότι στο σπίτι του πήγαιναν ο Τίτος ο Βανδής, η Ελένη Χαλκούση, η Μαρία Αλκαίου, ο Γιάννης Τσαρούχης (η συζήτησή τους έδειχνε δύο πνεύματα που αστράφτανε) κι άλλοι. Θυμάμαι ότι όλοι του έλεγαν τα προβλήματά τους. Κι εκείνος ήταν κάτι ανάμεσα σε γιατρό, σε εξομολόγο. Ηταν όλα μαζί. Ο Γιάννης μόνο έδινε κι οι άλλοι μόνο παίρνανε. (…) Οσο για τα δικά του προβλήματα, ποτέ δεν τα εξωτερίκευε. Ηταν ένα είδος γιόγκι. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε επίσκεψη στη Νίνα, την αδελφή του, και είχε να της κάνει δώρο ένα βάζο. Σ’ ένα συναπάντημα στο πεζοδρόμιο, κάποιο σπρώξιμο έριξε το βάζο από τα χέρια του. Ο Γιάννης δεν σταμάτησε το βηματισμό του, δεν έκανε αχ, τίποτα. Τα κατάπινε όλα με μια βιβλική ψυχραιμία. Το ίδιο σιωπηρός ήταν και με τα προσωπικά του. Δεν μίλησε ποτέ για τις σχέσεις του με τις γυναίκες που τον περιέβαλλαν. Είχε γίνει βέβαια γνωστός ο σύντομος δεσμός του με τη Μαρία Πολυδούρη, στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν νοσηλεύονταν και οι δύο στο «Σωτηρία». Η Μαρία Πολυδούρη του είχε αφιερώσει μάλιστα και ένα ποίημα: «Τω κυρίω Ιωάννη Ρίτσω». Αργότερα, όταν αρχίσαμε να κάνουμε παρέα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και τη Ρουμπίνη, τον πρώτο του έρωτα, τη γυναίκα με την οποία γνώρισε τον έρωτα, που του έμεινε αφοσιωμένη για πολλά χρόνια.
Από το αφιέρωμα του ενθέτου «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής» (12/11/2000).