Σερζ Γκενσμπούρ: ένας πολύ ασεβής άγγελος

Σερζ Γκενσμπούρ: ένας πολύ ασεβής άγγελος

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη Γαλλία, την ημέρα που πέθανε ο Σερζ Γκενσμπούρ, το 1991, συνέβη κάτι ανάλογο με ό,τι συνέβη στην Αγγλία και στις ΗΠΑ όταν πέθανε η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Τα μίντια έβριθαν από εγκωμιαστικά σχόλια, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες και έξω από το σπίτι του τραγουδιστή είχαν σχηματιστεί οδοφράγματα για να συγκρατήσουν το πλήθος. Ο πρόεδρος Μιτεράν εκφώνησε μια ομιλία όπου θρηνούσε την απώλεια «του Μποντλέρ και του Απολινέρ των καιρών μας». Στις άλλες χώρες ο κόσμος παρακολουθούσε έκπληκτος, καθώς για τους περισσότερους ο Γκενσμπούρ ήταν ένα οικείο, αλλά κάπως ομιχλώδες πρόσωπο. Μερικές λεπτομέρειες από την ταραχώδη ζωή του, όπως οι σεξουαλικές του σχέσεις, οι καταχρήσεις του στο αλκοόλ και η ισόβια αφοσίωσή του στα τσιγάρα Ζιτάν, ήταν γνωστές, αλλά ο όγκος της δουλειάς του ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος. Σίγουρα οι περισσότεροι τον θυμούνται για το προκλητικό ντουέτο του με την Τζέιν Μπίρκιν το 1969, το «Je Τ’ aime-moi non plus».

Σκανδαλώδης επιτυχία

Την εποχή που πρωτοακούστηκε το τραγούδι αυτό είχε σκανδαλώδη επιτυχία. Οι προκλητικοί οργασμικοί του ήχοι το έκαναν το μοναδικό διεθνούς διαμετρήματος χιτ του Γκενσμπούρ, μέσα σε μια καριέρα που κάλυπτε τρεις δεκαετίες, 25 άλμπουμ, πολυάριθμα σάουντρακ και εκατοντάδες τραγούδια που έγραψε για άλλους. Αφού προηγουμένως το «Je Τ’ aime» απαγορεύθηκε από το BBC, έγινε το πρώτο σινγκλ σε ξένη γλώσσα που ανέβηκε στην πρώτη θέση στο βρετανικό τοπτέν. Το Βατικανό το θεώρησε αισχρό και ο επικεφαλής του ιταλικού τμήματος της Phonogram κατέληξε στη φυλακή. Στις ΗΠΑ πήρε μόνο την 69η θέση.

Προωθημένο από τη δύναμή του να προκαλεί, το «Je Τ’ aime» έδωσε στον Γκενσμπούρ μια γεύση από την ανεκτίμητη δύναμη της αρνητικής δημοσιότητας, την οποία θα εξερευνούσε πλήρως στο μέλλον. Είχε όμως και ένα άλλο προτέρημα: δεν χρειαζόταν να είναι κανείς Γάλλος για να το καταλάβει. Ενώ το παιχνίδι με τις λέξεις στα περισσότερα έργα του Σερζ Γκενσμπούρ ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να συλλάβουν οι μη γαλλόφωνοι, το «Je Τ’ aime», με στίχους που είχαν σαφέστατα σχέση με τη σεξουαλική πράξη, δεν χρειαζόταν διερμηνέα. Ο τραγουδιστής μιλούσε τη διεθνή γλώσσα του σεξ.

Μοναδικά πολύπλευρος

Είναι γεγονός ότι στις αγγλόφωνες χώρες, με την αλαζονική γλωσσική τους «αυτάρκεια», η γλώσσα λειτούργησε ανασταλτικά όσον αφορά τα τραγούδια του Γκενσμπούρ. Αλλωστε στις χώρες αυτές δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο. Πολλοί τον παραλλήλισαν με τον Μπομπ Ντίλαν, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Φρανκ Σινάτρα ή τον Τομ Γουέιτς, αλλά κανένας από αυτούς τους παραλληλισμούς δεν ήταν πολύ πειστικός. Τα πράγματα περιεπλάκησαν ακόμη περισσότερο από την πολύπλευρη καλλιτεχνική δραστηριότητα του Γκενσμπούρ. Υπήρξε ηθοποιός, σκηνοθέτης, τραγουδιστής, συνθέτης και μυθιστοριογράφος. Στη μουσική του δανείζεται στοιχεία από τη ροκ, την τζαζ, το παραδοσιακό γαλλικό chanson, την κλασική μουσική, τη ρέγγε, την ντίσκο και τη ραπ.

Στη βιογραφία αυτή, που είναι η δεύτερη για τον Γκενσμπούρ σε αγγλική γλώσσα, η Σιλβί Σίμονς κατόρθωσε να αναφερθεί σε όλες τις πλευρές της δημιουργίας του χωρίς να χάνει το βασικό της σημείο αναφοράς. Τον παρακολουθεί από τα νεανικά του χρόνια, όταν φορούσε το κίτρινο αστέρι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τη μύησή του στη μουσική, όταν έγινε πιανίστας σε μπαρ, και το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο που έκλεισε στα 30 του χρόνια. Στέκεται επίσης στις περίεργες αποχρώσεις των στίχων του -«νοητικές ασκήσεις σε γαλλικές εκφράσεις με τριπλή σημασία, ρυθμική χρήση ονοματοποιημέων λέξεων»- αλλά περιλαμβάνει στο βιβλίο της και συνεντεύξεις με τις ερωτικές συντρόφους του.

Μια ζωή αντιφάσεις

Η συγγραφέας όμως είναι πιο εύστοχη όταν διερευνά τις φαινομενικά ατελείωτες αντιφάσεις του Γκενσμπούρ. Τότε ο καλλιτέχνης αναδύεται σαν μια τεράστια παραδοξότητα: ένας ροκ ποιητής που τη μια μέρα μπορεί να έγραφε ένα τραγούδι περί Τσάτερτον και την άλλη να ξεκινούσε ένα μυθιστόρημα με θέμα τη σκατολογία. Ενας πολύ ντροπαλός άνθρωπος που τρεφόταν από τη δημοσιότητα. Ενας ατημέλητος μπεκρής, που δεν σταματούσε να δημιουργεί.

Οσο γερνούσε, τόσο περισσότερο του άρεσε να παίζει τον ρόλο του «τρομερού παιδιού». Αναστάτωσε τη γαλλική Δεξιά όταν έκανε μια μουσική διασκευή της «Μασσαλιώτιδας» σε ρυθμούς ρέγγε. Ταυτόχρονα όμως εξόργισε τους σοσιαλιστές όταν έκαψε ένα χαρτονόμισμα 500 φράγκων στην τηλεόραση και έκανε έξαλλους τους πάντες όταν εμφανίστηκε στο βίντεο για το τραγούδι του «Lemon Incest» στο κρεβάτι με την 13άχρονη κόρη του Σαρλότ. Οσο όμως κι αν ήταν προσβλητικές οι υπερβάσεις του, ο Γκενσμπούρ δεν έπαυσε να είναι ένας εθνικός θησαυρός για τη Γαλλία, υπό τις ευλογίες μάλιστα του προέδρου της. Για τη γεμάτη ανακολουθίες ζωή ενός ανθρώπου, αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη παραδοξότητα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT