Υπάρχουν άνθρωποι που «φεύγουν» απίστευτα, αναπάντεχα. Αρνείσαι να χωνέψεις την αναχώρησή τους. Στο πίσω μέρος του μυαλού θεωρείς πως ζουν και βασιλεύουν, απλώς έχεις να τους δεις καιρό. Η γκαλερίστα Μαρία Δημητριάδη (1960-2017), με το λαμπερό της χαμόγελο, την αριστοκρατική της ομορφιά, τους αρχοντικούς της τρόπους, τη γενναιοδωρία της, τη βαθιά διαίσθηση της δημιουργικότητας, εξέπεμπε ζωντάνια και joie de vivre. Λογικό είναι, λοιπόν, και η έκθεση που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στο Μπενάκη Πειραιώς για τα 40χρονα πεπραγμένα της «Μέδουσας» και της ίδιας να μην είναι ένα καλλιτεχνικό μνημόσυνο αλλά ένας αυθεντικός φόρος τιμής προς την τέχνη. Αλλωστε, η εικόνα της Μαρίας παραμένει έντονη. Μαυρισμένη πάντα –καθώς περνούσε πολύ καιρό στο σπίτι της στην Πάρο–, ντυμένη στα λευκά, με ένα βάζο φρέσκα λουλούδια πλάι της, πάνω στο γραφείο στην Ξενοκράτους, και το σκυλί της στα πόδια της, ξεχώριζε γιατί σου έδινε την αίσθηση ότι είχε κάνει ακριβώς ό,τι ήθελε στη ζωή της.
Iδρυσε την αίθουσα τέχνης στα 19 της χρόνια, το 1979, χωρίς υποστήριξη από την οικογένειά της, συνεργάστηκε με ιερά τέρατα όπως ο Ιόλας ή ο Τakis, διοργάνωσε εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’60, όπως ο Μάριος Πράσινος και ο Κουλεντιανός. Ομως αγκάλιασε και τους συνομηλίκους της καλλιτέχνες, που βρήκαν βήμα έκφρασης. Η Μαριάννα Στραπατσάκη και η Λίνα Μπέμπη, ο Γιώργος Ρόρρης, η Αιμιλία Παπαφιλίππου και πολλοί άλλοι εξέθεσαν εκεί για πρώτη φορά τη δουλειά τους. Οπως έχει επισημάνει και η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η Μαρία Δημητριάδη προσέγγιζε την τέχνη με ανοιχτό μυαλό και ένα είδος αισθητικής «ανεξιθρησκίας», δεν την ενδιέφεραν τόσο τα ρεύματα ή οι τάσεις, αλλά η πειθώ των έργων και του ταλέντου. Ετσι έδειχνε από παραστατική και αφηρημένη ζωγραφική έως πρωτοποριακά και πειραματικά εγχειρήματα, και κυρίως πολλή γλυπτική.
Παράλληλα, συγκροτούσε τη δική της προσωπική συλλογή έργων τέχνης από τους εικαστικούς που εκπροσωπούσε, ως ψυχική και όχι ως οικονομική επένδυση στο έργο τους. Τουτέστιν αγόραζε αλλά δεν πουλούσε τα αποκτήματα αυτά.