Οποιος δεν την ξέρει καλά, θα έλεγε ότι ο καθολικός θαυμασμός που δέχτηκε η Αγγελική Κοτταρίδη για το συνολικό της έργο και όχι μόνον για το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ στις Αιγές ήταν κάτι σαν δικαίωση. Αναγνώριση της πολυετούς, κοπιώδους εργασίας της, του πάθους, της αφοσίωσης, αυτού του είδους δημιουργικής τρέλας που τη διακατέχει και μοιάζει να της δίνει ακατάβλητη ικμάδα. Ομως, όσοι τη γνωρίζουμε καλά (βάζω μέσα και την αφεντιά μου) είμαστε σίγουροι ότι θα έκανε όλα αυτά ακόμα και αν το σύμπαν ή ο Θεός ο ίδιος ήταν εναντίον της, ακόμα και αν ξεσηκωνόταν η πόλη ή ολόκληρη η χώρα για να την εμποδίσει.
Δεν ήταν λίγες οι κατά μέτωπον συγκρούσεις που είχε σε όλη την καριέρα της για να προασπίσει αυτό που η ίδια θεωρούσε πρέπον να γίνει ώστε να διαφυλαχθεί η ιστορία. Δεν ξεχνώ τι συνέβη όταν προτάθηκε να γίνει ολόκληρη η Βέροια αρχαιολογικός χώρος για να διασωθεί το πλουσιότατο απόθεμά της σε μνημεία: αρχαία κατάλοιπα, 47 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, τέσσερις συνοικίες που κηρύχθηκαν ιστορικοί τόποι επειδή διατηρούν ποικιλία αρχιτεκτονικών μορφών και μεμονωμένα διατηρητέα κτίρια. Ονομάστηκε από την τοπική κοινωνία persona non grata. Δεν την πείραξε διόλου. Διότι είναι ένας άνθρωπος τόσο φωτισμένος, με τόσο βαθιά γνώση και όραμα για όλα αυτά που σχεδιάζει και υλοποιεί, που τέτοια εμπόδια δεν την αναχαιτίζουν. Μία από τις σπουδαιότερες μάχες που έδωσε και κέρδισε –λίγοι το θυμούνται σήμερα– ήταν να εμποδίσει τη δημιουργία μιας μονάδας επεξεργασίας απορριμμάτων στο γειτονικό παρθένο τοπίο των Αιγών. Ποιος την είχε δει και δεν είχε φοβηθεί τότε.
Κόντρα σε κάθε μικροπολιτικό συμφέρον, σε κάθε διαχείριση που κοιτάζει αστιγματικά το μέλλον, η Κοτταρίδη ύψωσε το ανάστημά της διότι είναι πεπεισμένη ότι έχει χρέος να περάσει το παρελθόν και το φυσικό του περιβάλλον στις επόμενες γενιές. Οσο γίνεται πιο ακέραιο, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Είχα το προνόμιο της προσωπικής ξενάγησης στον αρχαιολογικό χώρο του Ανακτόρου και στο Μουσείο πριν από μερικές εβδομάδες. Οπως στεκόμασταν πλάι σε έναν κίονα, έβαλε το χέρι της στη φαγωμένη από τον καιρό πέτρα: «Φαντάζεσαι ότι εδώ μπορεί να έχει ακουμπήσει ο Αλέξανδρος; Ξέρεις τι δύναμη παίρνω από τις σκέψεις αυτές και πόσο ξεκάθαρο μου κάνουν το χρέος μου απέναντι σε αυτόν τον τόπο, απέναντι στην ιστορία μας;». Μου έδειξε κομμάτι κομμάτι, πώς ξαναστήθηκε ο Παρθενώνας της Μακεδονίας, πόση μελέτη, προσπάθεια, υπολογισμούς, εργατοώρες χρειάστηκαν για να γίνει σωστά. Εφυγα από τη Βέροια με το αίσθημα της απέραντης τύχης για τη δουλειά που κάνω και το προνόμιο να γνωρίζω ανθρώπους σαν και εκείνη.