Είχε κάτι μάτια γεμάτα εξυπνάδα και συναίσθημα. Eνα βροντερό γέλιο που έκανε το δωμάτιο να σείεται. Η καρδιά της δεν ήταν βαθιά κρυμμένη, έβγαινε εύκολα στον αφρό. Θυγατέρα του Παύλου Καλλιγά και της Ειρήνης Μπενάκη, ήταν το «απόσταγμα» του ελληνικού αστικού κόσμου με το σπάνιο χάρισμα της ταπεινότητας. Η Αιμιλία Γερουλάνου δεν είναι πια κοντά μας, αλλά στο πέρασμά της από τη ζωή ήταν φως για όλους μας.
Εδωσε στη χώρα ό,τι καλύτερο είχε, πέραν της περιουσίας της: τον σεβασμό και την αφοσίωση στη διατήρηση του έργου του παππού της, Αντώνη Μπενάκη, τη χαμηλόφωνη και καίρια αφοσίωσή της στο Μουσείο Μπενάκη, τη στωικότητα να στηρίζει τους πάντες στα πιο δύσκολα. Από τον Αγγελο Δεληβορριά έως τον σύζυγό της Μαρίνο Γερουλάνο, τα παιδιά της, τη Δέσποινα, την Ειρήνη, τον Παύλο, τη Μαρίνα, τους φίλους, τους γνωστούς και τους αγνώστους. Μια φορά μόνον τη θυμάμαι εξοργισμένη, όταν το Μπενάκη κατηγορήθηκε ότι πήρε οικονομική ενίσχυση διότι ο γιος της βρέθηκε σε υπουργικό θώκο: «Το Μουσείο Μπενάκη δεν είναι το μουσείο της μητέρας του υπουργού», είπε σε σπάνια δημόσια τοποθέτησή της. Και τους αποστόμωσε όλους με την αξιοπρέπειά της.
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε για την «Κ» το 2012, μου έλεγε για τον παππού της, τον Τρελαντώνη της Δέλτα: «Μέσα μου όταν μεγάλωνα ήταν δύσκολο να συγκεράσω τις δύο εικόνες, εκείνη του εφευρετικού τρελόπαιδου που έκανε συνεχώς σκανταλιές και του παππού που περνούσε όλες του τις ώρες μέσα στο μουσείο. Ασχολείτο αποκλειστικά με αυτό και δεν λογάριαζε τίποτε άλλο. Εχασα τον πατέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία και μεγάλωσα με τη μητέρα μου, η οποία ασχολιόταν και εκείνη με το μουσείο.
Ποτέ όμως δεν μου δημιούργησε την αίσθηση ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνω μέρος αυτού του πράγματος, είτε το ήθελα είτε όχι. Αντιθέτως, αυτή η διάθεση μου δημιουργήθηκε από τους εξαίρετους καθηγητές ιστορίας και τέχνης που είχαμε στο Κολλέγιο Αθηνών. Χάρις στη φωτισμένη τους διδασκαλία, αποφάσισα και εγώ να σπουδάσω αρχαιολογία. Οταν τελείωσα τις σπουδές μου, πήγα και εργάστηκα στο πλευρό του Μανόλη Χατζηδάκη που ήταν τότε διευθυντής και στο Βυζαντινό Μουσείο και στο Μουσείο Μπενάκη. Οταν ήρθε η δικτατορία, απολύθηκα από το Βυζαντινό και έτσι βρέθηκα να εργάζομαι στο Μπενάκη το 1969».
Η μεγαλύτερη συνεισφορά της ήταν η μεταμόρφωση του Μουσείου Μπενάκη με πολλούς τρόπους: «Ηταν μια ιδιωτική συλλογή που εκτίθετο στην οδό Κουμπάρη, σε έναν εκθεσιακό χώρο που ήταν ο μισός από τον σημερινό. Το προσωπικό ήταν ελάχιστο αλλά όλοι είχαν διάθεση για δουλειά. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ιδρύσουμε μαζί με τον Χατζηδάκη το φωτογραφικό αρχείο. Το δεύτερο ήταν να φτιάξουμε το πρώτο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που υπήρχε στη χώρα. Ξέρετε, τότε η επίσκεψη ενός σχολείου στο μουσείο είχε άλλο χαρακτήρα. Οι δάσκαλοι κυνηγούσαν τα παιδιά να μην κάνουν φασαρία, μοίραζαν και κανένα χαστούκι, τα μάθαιναν να φοβούνται τα αντικείμενα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι τα μουσεία είναι χώροι ακατάλληλοι για τους ανηλίκους. Για να σχεδιάσουμε αυτό το πιλοτικό εγχείρημα συνεργαστήκαμε με το Σώμα Ελληνικού Οδηγισμού. Πήγε τόσο καλά, που όλα τα μουσεία άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν πολιτική, πάντα με τη βοήθεια των Οδηγών».
Από το 1974 στο τιμόνι του Μπενάκη βρέθηκε ο Αγγελος Δεληβορριάς, στον οποίο πίστεψε με όλες τις δυνάμεις της. «Αυτό που μας σώζει εδώ μέσα είναι η αισιοδοξία της», μονολογούσε εκείνος στις σκοτεινές ημέρες της οικονομικής κρίσης. Το 2005 έγινε πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής, έχοντας περάσει από όλα τα διοικητικά πόστα. Ηταν μια καταπληκτική γυναίκα, στην οποία η Ελλάδα οφείλει πολλά. Η κηδεία της θα γίνει το Σάββατο στις 12.00 στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.