Είναι μια εικόνα που μου έχει μείνει στη μνήμη και κάθε φορά που την ανακαλώ αισθάνομαι τυχερή: ο Αγγελος Δεληβορριάς να τοποθετεί ένα ένα τα εκθέματα στις προθήκες της Πινακοθήκης Γκίκα, όταν ακόμη φτιαχνόταν το μουσείο της Κριεζώτου. «Είναι το “σπίτι” της γενιάς του ’30 που φιλοδοξεί να τους στεγάσει όλους: ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές, πεζογράφους και συνθέτες», μου εξηγούσε τότε καθώς ξετύλιγε προσεκτικά κάθε αντικείμενο και το έβαζε με μια ιερότητα στη θέση του. Πιστεύω ότι αν ήταν εν ζωή –μας άφησε τέτοια εποχή πριν από έξι χρόνια– σίγουρα θα καμάρωνε για την έκθεση που εγκαινιάστηκε πριν από λίγες ημέρες σε αυτόν τον χώρο, που ταυτίστηκε με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα αλλά ήρθε να αγκαλιάσει έναν ολόκληρο κύκλο οικουμενικών Ελλήνων δημιουργών. Και ο λόγος που ο Δεληβορριάς θα ήταν χαρούμενος είναι πως αυτή τη φορά το αφιέρωμα εστιάζει σε 12 φυσιογνωμίες της ελληνικής μουσικής δημιουργίας, ετερόκλητες αλλά αλληλοσυμπληρωματικές, που μας ξαναγυρίζουν στο παρελθόν με ακούσματα.
Την Τρίτη 23 Απριλίου 2024 η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκοψε την κορδέλα της έκθεσης «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε – Το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς στην Πινακοθήκη Γκίκα» που δανείστηκε τον τίτλο της από μια φράση του Κουμανταρέα. Το εγχείρημα πραγματοποιείται με την ευγενική υποστήριξη του Qualco Group και του Qualco Foundation και το επιμελείται η δραστήρια αρχιτέκτων και μουσειολόγος Ερατώ Κουτσουδάκη, με την επιστημονική συνδρομή του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής». Στόχος είναι να αναδειχθούν 11 συνθέτες μουσικής «ένοικοι» της συλλογής του μουσείου, που μέχρι τώρα είχαν μείνει περισσότερο στη σκιά σε σχέση με τους εικαστικούς, όπως ο Μόραλης και ο Τσαρούχης, ή τους νομπελίστες ποιητές μας. Χάρη στη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, ο Βαμβακάρης, ο Θεοδωράκης, ο Κωνσταντινίδης (Γιαννίδης), ο Μητρόπουλος, ο Ξενάκης, ο Ξένος, ο Παπαϊωάννου, ο Σισιλιάνος, ο Σκαλκώτας, ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις περιμένουν να τους ανακαλύψουμε ξανά και να δούμε πόσο διαχρονικοί είναι. Παράλληλα, στον ισόγειο εκθεσιακό χώρο παρουσιάζεται μέρος του έργου του Σταύρου Ξαρχάκου, με προσωπικά τεκμήρια που αναδεικνύουν στιγμές από τη δημιουργική συμπόρευσή του με τη γενιά που φιλοξενείται στην Πινακοθήκη.
Θα αναρωτηθεί κανείς τι είναι αυτό που συνδέει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη με τον Σκαλκώτα ή τον Παπαϊωάννου με τον Βαμβακάρη. Ακριβώς εκεί βρίσκεται και το ενδιαφέρον της προσέγγισης, καθώς ανακαλύπτει κανείς εμφανείς ή υποδόριους δεσμούς πέρα από τον κοινό παρονομαστή που λέγεται εποχή. Μέσα από την έκθεση αυτή προβάλλει καλειδοσκοπικά η ελληνικότητα στη μουσική που πιάνει ένα ευρύτατο φάσμα, από το λαϊκό τραγούδι μέχρι τις συμφωνικές συνθέσεις. Οπως επισήμανε και η Λίνα Μενδώνη στα εγκαίνια: «Νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τα όρια μεταξύ των ειδών της μουσικής, όπως αναδεικνύονται από το έργο των 12 συνθετών μας, είναι ρευστά και διαρκώς μετακινούμενα». Η έκθεση αξίζει μια επίσκεψη διότι πέραν της μουσικής θα βρει κανείς και τρομερά τεκμήρια που δείχνουν πώς εμπνεύστηκαν οι προσωπικότητες αυτές, πώς αλληλεπέδρασαν η μια στην άλλη, πώς άντλησαν από τις ίδιες πηγές. Είναι αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα που είχα δει τον Δεληβορριά να τακτοποιεί στις προθήκες που «χαρτογράφησαν» τις διαδρομές ανθρώπων χαρισματικών.
Για τις σημερινές γενιές των ανθρώπων που πιστεύουν ότι μουσική είναι να κατεβάσεις ένα τραγούδι στο κινητό, η περιήγηση στην έκθεση είναι μια αποκάλυψη για το πώς οι συνθέτες της γενιάς του ’30 οργάνωσαν ένα άτυπο οικοσύστημα, το οποίο μόνο στο ιστορικό «σαλόνι» της Κριεζώτου θα μπορούσε να παρουσιαστεί. Η έκθεση θα διαρκέσει έως και τις 21 Ιουλίου.