Αξίζει να παρακολουθεί κανείς τη δουλειά της Νίνας Παπακωνσταντίνου γιατί τα έργα της έχουν μια χαμηλόφωνη μυστική δύναμη. Μου αρέσει να πλησιάζω τις επιφάνειές τους και να βλέπω πώς μόνο με χαρτί, μολύβι, καρμπόν καταφέρνει να σκαρώνει ολόκληρο αφήγημα σε μια εποχή που η γραφή με το χέρι επισκιάζεται ολότελα από τα πλήκτρα του υπολογιστή. Εχοντας σπουδάσει φιλολογία και τέχνη, η εικαστικός κατάφερε να σμίξει τους κόσμους της λογοτεχνίας και της εικαστικής δημιουργίας, φτιάχνοντας έναν ολότελα δικό της τρόπο να διαμορφώνει «τοπία λέξεων» ή «εικόνες κειμένων». Στόχος είναι τα γράμματα και οι φράσεις να απολέσουν το νόημά τους και να μεταμορφωθούν σε αχνή σιλουέτα. Στην αναδρομική της έκθεση «Phantoms», σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Χριστόφορου Μαρίνου, που φιλοξενήθηκε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων στην πλατεία Αυδή πριν από δύο χρόνια, φαινόταν όλη της η πορεία στο να μετατρέπει κειμενικά περιβάλλοντα σε έργα τέχνης.
Πριν από λίγες ημέρες εγκαινιάστηκε στην γκαλερί Citronne της Αθήνας η καινούργια της ατομική έκθεση «Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου». Ο τίτλος δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε ευφυολόγημα, αλλά παραπέμπει στο ποίημα της Σύλβιας Πλαθ «Mad Girl’s Love Song». Θέλει να θυμίσει στους θεατές πως η Παπακωνσταντίνου διαλέγει αυτήν τη φορά να εμπνευστεί από γυναίκες πεζογράφους και ποιήτριες. Και πάλι, όπως και στις παλαιότερές της δουλειές κάνει μια χειρωνακτική μετάπλαση κειμένων, για να «φτιάξει μέσα στο μυαλό της» και να αποδώσει μια οπτική αίσθηση της γραφής, αλλά και μια νέα ανάγνωση, έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε. Ιδιαίτερη σημασία έχει πάντα το πώς επιλέγει να πλέξει μεταξύ τους διαφορετικά αποσπάσματα κειμένων, εκεί βρίσκεται όλη της η προσπάθεια να τα ξαναπροσεγγίσει.
Οι λογοτέχνιδες που της πυροδότησαν τη φαντασία προέρχονται από διαφορετικές χώρες, γράφουν σε διαφορετικές γλώσσες, σε διαφορετικές εποχές. Κοινό στοιχείο ανάμεσά τους είναι το πάθος, στην κυριολεκτική και στην ψυχολογική του έννοια. Αυτό το σχεδόν ανεξέλεγκτο συναίσθημα και, ταυτοχρόνως, πάθημα, δηλαδή πληγή και τραύμα, διέπει τα αποσπάσματα από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, την Αννα Αχμάτοβα, την Κική Δημουλά, τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, τη Σύλβια Πλαθ, τη Μαρία Πολυδούρη, την Αν Σέξτον. Τα σπαράγματα αυτά η Παπακωνσταντίνου τα «επεξεργάζεται»: μεταγράφει και περιγράφει το κείμενο, με μια ιδιόχειρη διαδικασία. Κάθε παράγραφος αντιγράφεται· στη συνέχεια αποδομείται, διαχωρίζεται. Υστερα, συσχετίζεται με κάποια άλλη, σαν νήματα που φτιάχνουν ένα εργόχειρο. Σταδιακά προκύπτουν και σχήματα από την αποδόμηση, όπως ο σταυρός και τα χρώματα, όπως το κόκκινο του πάθους. Η Παπακωνσταντίνου χρησιμοποιεί ανάγλυφα χαρτιά ελαιογραφίας, ρυζόχαρτα και γιαπωνέζικα χειροποίητα χαρτιά, και μπλε, μαύρο και κόκκινο αρχειακό μαρκαδόρο.
Η έκθεση αναπτύσσεται αφηγηματικά με δύο σειρές επιτοίχια έργα, ένα τετράπτυχο σχέδιο και ένα βιβλιοδετημένο έργο, το οποίο αντλεί από τις ημερολογιακές σημειώσεις της Βιρτζίνια Γουλφ όταν έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ», ενώ κλείνει ως περιγραφή-αφήγηση, αποκαλύπτοντας στον θεατή ένα τμήμα του «εργαστηρίου», δηλαδή της διαδικασίας επεξεργασίας του υλικού της.
H έκθεση που παρουσιάζεται στην Citronne (Πατριάρχου Ιωακείμ 19, Κολωνάκι) θα διαρκέσει μέχρι και τις 7 Δεκεμβρίου.