Ολοι έχουν να διηγηθούν ιστορίες από τον Γιάννη Μπουτάρη, αλλά ένα περιστατικό που έζησα μαζί του συμπυκνώνει εύγλωττα τον χαρακτήρα του και τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη. Τον πρωτογνώρισα σ’ ένα «γεύμα με την “Κ”» το 2010, προτού εκλεγεί δήμαρχος. Η συνέντευξη έγινε τολμηρό μανιφέστο του οράματός του για να αναβιώσει η γενέτειρά του τους δεσμούς της με το εβραϊκό και οθωμανικό της παρελθόν, κάτι που είχε βρει πολλούς αντίθετους. Οπως ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, με τον οποίον ήταν ήδη στα μαχαίρια: «Οσο είμαι σε αυτόν τον άμβωνα, δήμο δεν θα δεις», απειλούσε τον τότε υποψήφιο που με τη σειρά του τον ανεβοκατέβαζε «Μουτζαχεντίν». Και όμως, για το καλό της πόλης, ένα χρόνο μετά την ανάληψη του θώκου, ο Μπουτάρης αποφάσισε να τα βρουν και να δώσουν μια κοινή συνέντευξη πάλι στην εφημερίδα μας. Εφτασα με το ταξί έξω από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και όταν πήγα να πληρώσω διαπίστωσα ότι –προτού επιβιβαστώ– μου είχαν κλέψει το πορτοφόλι.
Τον πήρα πανικόβλητη τηλέφωνο, είχε φτάσει πριν από εμένα στο κτίριο και κατέβηκε τρία τρία τα σκαλιά για να πληρώσει τον οδηγό: «Πρέπει τώρα να σε έχουμε στα όπα-όπα μέχρι να φύγεις, να μη σου μείνει κακή ανάμνηση από τη Θεσσαλονίκη γιατί θα το πάρω προσωπικά, τι διάολο δήμαρχος είμαι;», μου είπε γελώντας. Το κλίμα στη συζήτηση ήταν αμήχανα συμφιλιωτικό και κάποια στιγμή ο Μπουτάρης παρακάλεσε τον Ανθιμο να καπνίσουμε. «Απαγορεύεται εδώ μέσα, αλλά για εσάς τους δύο θα κάνω μια εξαίρεση», του απάντησε εκείνος. Βρεθήκαμε σε ένα μικρό μπαλκονάκι: «Ενας είναι ο τρόπος να πάει μπροστά αυτός ο σκουριασμένος τροχός που λέγεται Θεσσαλονίκη: να ξέρεις να συγκρούεσαι και να διαχωρίζεις τη θέση σου, αλλά να ξέρεις και να συνεργάζεσαι. Διαφορετικά, κάνεις τον τζάμπα μάγκα για να διαιωνίζεται η κατάσταση και να κερδίζεις δημοσιότητα. Πολιτικό ον είμαι, όχι επαγγελματίας πολιτικός, η λύση με ενδιαφέρει όχι η ψήφος», μου είπε.
Εκτοτε τον ξανασυνάντησα πολλές φορές αργότερα σε κοινωνικές εκδηλώσεις και άλλες συνεντεύξεις. Η τελευταία ήταν το 2022 σε μια ωραία περιήγηση στο κτήμα στη Νάουσα με αφορμή τα βραβεία του «Γαστρονόμου» στην Αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη. Πάντα επιβεβαιωνόταν εκείνη η πρώτη εντύπωση: άνθρωπος που είχε το κουράγιο να πει τη γνώμη του, αλλά να μη χρησιμοποιήσει το αξίωμα, την προβολή ή τη θέση του ως πολυβολείο εμπάθειας για να βάλλει κατά όσων ήταν στην αντίθετη πλευρά. Το έκανε για να τείνει χείρα συνεργασίας. Επειδή όλη η δημαρχιακή του διαδρομή στηρίχθηκε στη συνειδητοποίηση πως η πόλη δεν μπορεί να αλλάξει από έναν φωτισμένο άνθρωπο με το επιτελείο του, προσπαθούσε να φτιάξει ευρύτερες συμμαχίες χωρίς όμως να φοβάται το πολιτικό κόστος και βέβαια επιδιώκοντας να αγγίξει τα κακώς κείμενα, ιδίως αν αυτά αφορούσαν όλους εμάς. «Αν ο Ελληνας ήταν οίνος, τι γεύση θα είχε;», τον είχα ρωτήσει κάποτε. «Θα ήταν μια γκάμα χύμα κρασιών. Μια ποικιλία που αν την επεξεργαστούμε κατάλληλα θα μας δώσει ένα υπέροχο Σαββατιανό, αν όμως κάποιος την αφήσει όπως είναι, θα βγει μια φτηνή ρετσίνα που δεν θα πίνεται. Η καλή βάση υπάρχει. Ομως ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνει στο σπίτι, αυτά που μαθαίνει στο σχολείο, η συμπεριφορά του στον δημόσιο χώρο, τον κατατάσσουν στη χειρότερη κατηγορία. Ο Ελληνας θεωρεί ότι πρέπει να επιβάλλεται με τον εγωισμό του ως οδηγός, συμπολίτης, συνάδελφος επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος αποτελεσματικός τρόπος. Αν πίστευε ότι θα υπήρχε δικαιοσύνη και τιμωρία, δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτήν την αποκτήνωση που ζούμε σήμερα».