Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου, η 26χρονη Αφροαμερικανίδα Μπριόνα Τέιλορ ξύπνησε από τους ήχους του πολιορκητικού κριού της αστυνομίας του Λούισβιλ, στο Κεντάκι, καθώς αυτή έσπαγε –δίχως προειδοποίηση– την πόρτα του διαμερίσματός της. Επειτα από σύντομη και χαοτική λεκτική αντιπαράθεση, οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ κατά της νεαρής νοσοκόμας πετυχαίνοντάς την τουλάχιστον οκτώ φορές στο στήθος. Η Μπριόνα Τέιλορ είχε ήδη αφήσει την τελευταία της πνοή προτού μάθει την αιτία: η αστυνομία δρούσε με ένταλμα «απροειδοποίητης έρευνας», έπειτα από την ταυτοποίηση δύο ανδρών για διακίνηση ναρκωτικών, πιστεύοντας πως το σπίτι της Τέιλορ χρησιμοποιούνταν για το παράνομο εμπόριο. Εντέλει, στο διαμέρισμά της δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος ναρκωτικής ουσίας.
Μεταξύ της τραγικής νύχτας της 13ης Μαρτίου και της πρόσφατης σοκαριστικής δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ υπάρχουν αρκετές ομοιότητες: η δυσανάλογη χρήση βίας, ο υποβόσκων ρατσισμός, ο θάνατος ενός άοπλου Αφροαμερικανού πολίτη στα χέρια της αμερικανικής αστυνομίας.
Υπάρχει ωστόσο και μια ειδοποιός διαφορά: κανένα βίντεο δεν κατέγραψε τη δολοφονία της Τέιλορ. Για αρκετές εβδομάδες, ο θάνατός της παρέμεινε άγνωστος, επισκιασμένος τόσο από το αφήγημα των αστυνομικών όσο και από την πανδημία του κορωνοϊού. Ελάχιστοι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τον άδικο θάνατό της. Χρειάστηκαν πάνω από δύο μήνες και δεκάδες μαρτυρίες γειτόνων για να ξεκινήσει τελικά το FBI, στις 21 Μαΐου, μια έρευνα για τα τραγικά συμβάντα εκείνης της νύχτας. Και πέρα από την ανακοίνωση της πρόωρης συνταξιοδότησης του αρχηγού του τμήματος της αστυνομίας του Λούισβιλ, Στιβ Κόνραντ, κανένας αστυνομικός δεν έχει διωχθεί ή απομακρυνθεί από το σώμα για πειθαρχικό παράπτωμα.
Από ένα σημείο και μετά, «η αναπαραγωγή αυτών των βίντεο δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό κοινωνικής δικαιοσύνης. Πρόκειται απλώς για εκμετάλλευση», λέει στην «Κ» η καθηγήτρια δημοσιογραφίας Αλίσα Ρίτσαρντσον.
Είναι σχεδόν αδύνατο να αποτιμηθεί ο γιγάντιος αντίκτυπος των smartphones και της άμεσα προσβάσιμης βιντεοσκόπησης στην καταγραφή των ρατσιστικών περιστατικών αστυνομικής βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τον αιματηρό θάνατο του Φιλάντο Καστίλ, τον οποίο δημοσίευσε σε πραγματικό χρόνο στο Facebook Live η σύντροφός του, μέχρι το άγριο ξυλοκόπημα του Νάνια Κέιν από αστυνομικό του Σακραμέντο, επειδή δεν διέσχισε τον δρόμο από διάβαση πεζών –το οποίο δημοσιεύθηκε εκατοντάδες χιλιάδες φορές στο Τwitter εντός μερικών λεπτών–, τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεταμορφώσει τις μαρτυρίες των θυμάτων σε γεγονός αδιαμφισβήτητο, πανταχού παρόν και αέναα προσβάσιμο.
Αν ο πνιγμός του Τζορτζ Φλόιντ από το γόνατο του αστυνομικού δεν είχε καταγραφεί από την κάμερα μιας έφηβης περαστικής, είναι αμφίβολο εάν ο θάνατός του θα σήμαινε κάτι περισσότερο πέρα από ένα ακόμη όνομα στη μακρά λίστα των Αφροαμερικανών που δολοφονήθηκαν από την αστυνομία – η οποία μόλις φέτος μετράει 31 επιβεβαιωμένα θύματα, και πιθανώς αρκετά παραπάνω. Η δύναμη της συγκλονιστικής εικόνας ήταν αρκετή για να κάνει να σωπάσουν ακόμη και οι πιο επίμονοι αρνητές του συστημικού ρατσισμού.
Θα περίμενε κάποιος πως τα, προσβάσιμα πλέον, σοκαριστικά πλάνα της βίας ίσως είναι αρκετά για να επιφέρουν την αλλαγή στις πρακτικές και στη νοοτροπία της αστυνομικής δύναμης των ΗΠΑ που απαιτούν οι Αφροαμερικανοί ακτιβιστές εδώ και δεκαετίες. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, είναι πιο απογοητευτική. Eνα ρεπορτάζ των New York Times, που δημοσιεύθηκε το 2018, συγκέντρωσε συνολικά 34 βίντεο σε διάστημα μόλις τριών χρόνων που απεικονίζουν δυσανάλογη αστυνομική βία εις βάρος άοπλων Αφροαμερικανών πολιτών. Κάθε ένα από αυτά προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και νέο κύμα διαμαρτυριών – ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων που ξεχωρίζει το δημοσίευμα, οι αστυνομικοί που ενεπλάκησαν δεν υπέστησαν καμία κύρωση.
Προειδοποίηση
REUTERS / LAWRENCE BRYANT
Ακόμη και όταν η καταγραφή της βίας και η διάδοσή της μέσω των παραδοσιακών και σύγχρονων μέσων επικοινωνίας οδηγεί σε κάποια αλλαγή, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έρχεται με κάποιο βαρύ τίμημα. Αρκετοί προειδοποιούν πως η συνεχής έκθεση στη βία κινδυνεύει να προκαλέσει έντονο ψυχολογικό τραύμα στα μέλη της κοινότητας των Αφροαμερικανών. «Το βίντεο της δολοφονίας του Φλόιντ επηρεάζει βαθύτατα την κοινότητά μας και έχουμε την υποχρέωση να το δούμε, να το κατανοήσουμε, να το σχολιάσουμε», μας λέει χαρακτηριστικά η Μόνικα Γουίλιαμς, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, η οποία μελετά τα ψυχικά τραύματα που σχετίζονται με τον ρατσισμό. «Ωστόσο, κάθε φορά που το βλέπω, η ψυχή μου μουδιάζει», συμπληρώνει. Η 27χρονη Σίντνεϊ Ράλτον από τη Μινεσότα συμφωνεί. «Κάθε φορά που βλέπω το βίντεο, βλέπω παράλληλα τον εαυτό μου και αυτούς που αγαπώ στη θέση του θύματος. Αυτή η ταύτιση γίνεται μια μορφή βίας από μόνη της – και ακόμη περισσότερο, όταν δεν ακολουθείται από κάποια μορφή δικαιοσύνης», δηλώνει στην «Κ».
Ισως ακόμη πιο τραυματική είναι η ευκολία καθώς και η ταχύτητα με την οποία οι σοκαριστικοί αυτοί θάνατοι μπορούν να προβληθούν στο Διαδίκτυο, να αναμεταδίδονται αιώνια και να ξεπηδούν συνεχώς και απροειδοποίητα στο timeline των χρηστών, οι οποίοι μπορεί ακόμη και να έχουν ψυχικά τραύματα από τη φρίκη της εικόνας.
Στο νέο της βιβλίο, «Bearing Witness While Black» («Οντας Μάρτυρας και Μαύρος»), η καθηγήτρια δημοσιογραφίας Αλίσα Ρίτσαρντσον ισχυρίζεται πως τα σύγχρονα πλάνα των θανάτων των Αφροαμερικανών από την αστυνομία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την ίδια ευαισθησία και προσοχή με την οποία αντιμετωπίζονται οι φρικιαστικές φωτογραφίες των δημόσιων λιντσαρισμάτων των αρχών του 20ού αιώνα.
«Στην αρχή, τα βίντεο των θανάτων εξυπηρετούν τον σκοπό της ενημέρωσης και της προσέλκυσης της κοινωνικής οργής. Μετά από ένα σημείο, κατ’ εμέ, το να αναμεταδίδονται συνεχώς τα τραγικά πλάνα στην τηλεόραση, σε βίντεο αυτόματης αναπαραγωγής σε ιστότοπους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν εξυπηρετεί πλέον κάποιο σκοπό κοινωνικής δικαιοσύνης. Πρόκειται απλώς για εκμετάλλευση», σημειώνει στην «Κ» η Αφροαμερικανή καθηγήτρια, καλώντας τους Αμερικανούς να σταματήσουν να βλέπουν και να κοινοποιούν πλάνα μαύρων συμπολιτών τους που πεθαίνουν άδοξα με τέτοια ευκολία.
Πράγματι, από τις αρχές του αιώνα μέχρι και σήμερα, η βία κατά των Αφροαμερικανών έχει απαθανατιστεί εκατοντάδες φορές από τα μέσα της κάθε εποχής. Το 1955, οι φωτογραφίες της σορού του Εμετ Τιλ –του 14χρονου αγοριού που ξυλοκοπήθηκε, πυροβολήθηκε και αφέθηκε σε ένα ποτάμι έπειτα από τις κατηγορίες μιας λευκής γυναίκας πως της «σφύριξε πρόστυχα»– εμφανίστηκαν στα πρωτοσέλιδα των αμερικανικών εφημερίδων και στιγμάτισαν μια ολόκληρη γενιά. Μόλις επτά χρόνια μετά, οι Αμερικανοί τηλεθεατές παρακολούθησαν σοκαρισμένοι τις εικόνες απελευθέρωσης μαινόμενων γερμανικών ποιμενικών σκύλων κατά νεαρών Αφροαμερικανών διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για τα πολιτικά τους δικαιώματα. Οι εικόνες μάλιστα οδήγησαν τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Φ. Κένεντι, να κάνει λόγο για «εθνική κρίση».
Στο νέο της βιβλίο, «Bearing Witness While Black» («Οντας Μάρτυρας και Μαύρος»), η Αλίσα Ρίτσαρντσον ισχυρίζεται πως τα πλάνα των θανάτων Αφροαμερικανών από την αστυνομία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευαισθησία και προσοχή.
Η ανησυχία
Κάθε τέτοια καταγραφή έχει καταφέρει να ευαισθητοποιήσει προσωρινά την αμερικανική κοινωνία για τις φυλετικές προκαταλήψεις που εξακολουθεί να διακατέχει, ωστόσο μερικοί ανησυχούν πως, όσο διογκώνεται η λίστα της αποτύπωσης της βίας, τόσο κινδυνεύει αυτή να κανονικοποιηθεί.
Η διαδικτυακή μνήμη είναι, άλλωστε, πιο εφήμερη από ποτέ. Μια αναδρομή στο καλοκαίρι του 2014, αρκεί για να κατανοήσει κανείς τον φαύλο κύκλο του φαινομένου. Τον Ιούλιο εκείνο, ο 43χρονος Ερικ Γκάρνερ προσεγγίστηκε από αστυνομικούς επειδή πουλούσε αφορολόγητα τσιγάρα σε δρόμο του Στάτεν Αϊλαντ. Ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες και ήρθε σε λεκτική αντιπαράθεση με τους αστυνομικούς. Οταν αντιστάθηκε στη σύλληψη, ο αστυνομικός Ντάνιελ Πανταλέο τον άρπαξε από τον λαιμό και στη συνέχεια έσπρωξε το πρόσωπό του προς το πεζοδρόμιο. Πεσμένος στο έδαφος, ο Γκάρνερ ψέλλισε με δυσκολία τη φράση «δεν μπορώ να αναπνεύσω» έντεκα φορές προτού πέσει λιπόθυμος. Αφησε την τελευταία του πνοή μία ώρα αργότερα, στο νοσοκομείο του Πανεπιστημίου του Ρίτσμοντ.
Η δολοφονία του Γκάρνερ καταγράφηκε από το κινητό του σοκαρισμένου παρισταμένου Ράμσεϊ Ορτα, δημοσιεύθηκε στη συνέχεια από τη New York Daily News και κοινοποιήθηκε πάνω από δέκα χιλιάδες φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό δεν ήταν, όμως, αρκετό για να αποφευχθεί η επανάληψη της τραγικής ιστορίας, με ανατριχιαστικές ομοιότητες, μόλις έξι χρόνια μετά.