«Surfin’ USA», μια παύση στην Ιστορία

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παραλία Βένις, Καλιφόρνια, 1970. Τρεις ψιλόλιγνες μορφές εφήβων γλιστρούν κάτω από τον συρμάτινο φράχτη και φτάνουν στον προβλήτα, μέσα στην ψύχρα του ξημερώματος. Τα μακριά μαλλιά τους, ξανθά από φυσικού, έχουν ξασπρίσει από τον ήλιο – ασορτί με τις χιλιοσημαδεμένες σανίδες του σερφ που κουβαλούν στον ώμο. Πέντε-έξι μεγαλύτεροι άνδρες, ντυμένοι με τις ολόσωμες στολές τους, βρίσκονται ήδη στο νερό και περιμένουν με τη σειρά τα κύματα. Κάθε φουσκονεριά μεταφέρει και έναν τους στην κορυφή της, καθώς σκάει ανάμεσα στους μεγάλους στύλους του προβλήτα, με εκείνον να περνά επιδέξια ανάμεσά τους. Ενας δεν καταφέρνει να πάρει σωστά τη στροφή και χτυπά με ταχύτητα κατευθείαν στον ξύλινο κορμό.

Ο πιο ανυπόμονος από τους νεαρούς πάει αμέσως να πάρει τη θέση του, όμως ο άλλος τον κοιτάει άγρια καθώς σκουπίζει λίγο αίμα από το τραύμα του, μια γρατσουνιά είναι μόνο. «Εσύ που βιάζεσαι, πήγαινε να φυλάς το πάρκινγκ. Να θυμάσαι, μόνο ντόπιοι επιτρέπονται». Ο μικρός κάνει μεταβολή απογοητευμένος. Σε λίγο οι φίλοι του βρίσκονται κι αυτοί στο νερό, με την κοιλιά στη σανίδα, έτοιμοι να καβαλήσουν το κύμα. Από την άκρη του κόλπου εμφανίζονται γελώντας δύο ξένοι με σανίδες του κουτιού στον ώμο· η ομάδα αμέσως συσπειρώνεται, όλοι μαζί σχηματίζουν τείχος μπροστά στον προβλήτα. «Εδώ σερφάρουν μόνο ντόπιοι, άντε πίσω στη μαμά σας», είναι το ξεκάθαρο μήνυμα, ωστόσο οι άλλοι δεν τα παρατάνε εύκολα, έχουν βουτήξει ήδη και ετοιμάζονται να κάνουν τον κύκλο. Ξαφνικά, από τον προβλήτα ψηλά ακούγεται η φωνή του τσιλιαδόρου: «Παλικάρια, μια Καμάρο μπλε του ’67 δική σας είναι;». Οι άλλοι κοιτούν με τρόμο καθώς το καρμπιρατέρ του αμαξιού προσγειώνεται με γδούπο στα αφρισμένα νερά. Οπως όπως το ανασύρουν και σπεύδουν να υποχωρήσουν, ενώ ο νεαρός κατεβαίνει από το πόστο του με ύφος νικητή.

Τριάντα χρόνια αργότερα και σχεδόν τρεις χιλιάδες μίλια μακριά, στο Μανχάταν, ο συγγραφέας Τόμας Πίντσον διάβαζε την ιστορία των τριών νεαρών και χαμογελούσε· την είχε δει να εμφανίζεται σε ταινίες, την είχε ακούσει σε τραγούδια, διάολε, την είχε παρακολουθήσει ο ίδιος να εκτυλίσσεται ένα σωρό φορές στον προβλήτα της Βένις, εκεί όπου γεννήθηκε η κουλτούρα του σερφ τη δεκαετία του 1960. Από ένα κομψό στερεοφωνικό στην άλλη άκρη του γραφείου, έπαιζε σε βινύλιο το «Wipe Out» των Surfaris, με τον ήχο να μιμείται τα κύματα που σκάνε.

Μπροστά του, σε ένα από τις δεκάδες φύλλα χαρτί, είχε τους στίχους από το «Surfin’ USA» των Beach Boys, αν και τους ήξερε απέξω. «Τους βλέπεις να φορούν βερμούδες/ και σανδάλια χουαράτσες/ με ξανθά μαλλιά σαν θάμνο/ surfin’ USA» κ.τ.λ. «Ετσι πρέπει να είναι και ο Ντοκ Σπορτέλο, ένας ντετέκτιβ με παρουσιαστικό χίπη σέρφερ, που γυρνάει την πόλη καβαλώντας τα κύματα της ασφάλτου και αποφεύγοντας τους… καρχαρίες», σκέφτηκε ο Πίντσον και πήρε να κρατάει σημειώσεις. Την εποχή τη γνώριζε καλά, αφού την είχε ζήσει από κοντά, κάτω από τον καλιφορνέζικο ήλιο με την μουσική, τα «χόρτα» που έφταναν από κάθε γωνιά του κόσμου, το LSD, τα σπιντάκια, τους σέρφερ, τους καμένους, τα κορίτσια με τα κοντά σορτς, τα αυτοκίνητα στέισον με τα ξύλινα πλαϊνά, τις σαγιονάρες, τα ατελείωτα ψυχεδελικά πάρτι και το βρωμερό νέφος της πόλης που ανακατευόταν με τη γλυκιά ομίχλη του ωκεανού πάνω από την παραλία.

Ολο αυτό ήταν ένα μοναδικό κάδρο, σαν μια παύση διαρκείας στην Ιστορία, σε έναν τόπο ευλογημένο από κάποιον πιωμένο θεό που αποφάσισε πως, για λίγο, μια φυλή ανθρώπων μπορεί να ζήσει πιο κοντά στην ευδαιμονία. Και μετά ήρθαν οι βόμβες του Βιετνάμ, ο Μάνσον, ο φόνος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τα πάντα πήγαν κατά διαόλου…

Ο παλιός σταντ-μαν μπήκε στο ράντζο, στη μέση του πουθενά, με μια περίεργη αίσθηση στο στομάχι. Από κάτι ξύλινα ερείπια τριγύρω, καμιά δεκαριά ελαφριά ντυμένα και κάπως βρώμικα κορίτσια, τον κοιτούσαν με περιέργεια ανάμεικτη με εχθρότητα. «Τι έγιναν οι παλιοί, φιλικοί χίπηδες;» αναρωτήθηκε από μέσα του, αλλά η απάντηση κρυβόταν στο τελευταίο, μεγαλύτερο σπίτι του οικισμού και ήταν μάλλον θλιβερή. Στην έξοδο τον περίμενε το αυτοκίνητό του, με ένα στιλέτο καρφωμένο στην μπροστά αριστερή ρόδα και έναν ημίγυμνο τύπο να γελάει παραδίπλα. Κατά βάθος το ήξερε πως θα χρειαζόταν να ανοίξει δρόμο με τις γροθιές του για να φύγει από κει πέρα.

Ο 70χρονος συγγραφέας είδε σαν όραμα τη σκηνή από το λημέρι του Τσαρλς Μάνσον, καθώς στα αυτιά του ηχούσε νανουριστικά το «Loophole» των The Royal Coachmen. «Ετσι θα στηθεί και η παγίδα στον Ντοκ», αποφάσισε κρατώντας μερικές ακόμα σημειώσεις. Σηκώνεται και αλλάζει τον δίσκο· με την οργιαστική εισαγωγή από τη «Misirlou» του Ντικ Ντέιλ να πλημμυρίζει το δωμάτιο, ξεκινά αποφασιστικά να γράφει.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μυθοπλασία, εμπνευσμένη από την ταινία «The Lords of Dogtown» της Κάθριν Χάρντγουικ, το ντοκιμαντέρ «Z-Boys» του Στέισι Περάλτα, το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» του Κουέντιν Ταραντίνο, το μυθιστόρημα «Εμφυτο Ελάττωμα» του Τόμας Πίντσον, καθώς και το σύνολο της σερφ ροκ μουσικής των δεκαετιών του 1960 και του 1970.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT