Ορατή σαν αόρατη, στη ζωή, στη γραφή, στο μυθιστόρημα η αγαπημένη Ελληνίδα συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη υπογράφει το τελευταίο της βιβλίο, κλείνοντας τυπικά την τριλογία της «Το πάθος χιλιάδες φορές», «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος (με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερεβους)».
Η Ζατέλη, που είναι μια ειδική κατηγορία στη γραφή, συστήνει αενάως έναν κόσμο μετατρέποντας και εμπλουτίζοντας τη φαντασία σε πραγματικότητα και την πραγματικότητα σε φαντασία, σε βαθμό όπου όλα γίνονται ένα.
Τα όρια δυσδιάκριτα, αλλά τελικά ποιος μπορεί να ορίσει τι σημαίνει ζωή και πόσα τα επίπεδά της. Εκείνη πιστή και αφοσιωμένη στο σύμπαν της που ποτίζεται από πολλές και μία ιστορίες, μας παραδίδει το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Ορατή σαν αόρατη», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη και μιλάει γι’ αυτό στην «Κ».
Αλλωστε, όπως η ίδια σημειώνει: «Δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις αυτήν την ιστορία». «Για να τη γράψω πρέπει κάποιος να πεθάνει πρώτα».
– Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι να δώσετε εσείς εξηγήσεις για το σύμπαν σας. Προσπαθήσατε να βρίσκεστε σε αυτό το βιβλίο πανταχού παρούσα και απούσα την ίδια στιγμή. Τι σημαίνει ορατή σαν αόρατη;
– Το εκτιμώ που αναγνωρίζετε τη δυσκολία τέτοιων εξηγήσεων. Το ίδιο το έργο, η όλη διαδικασία της τέλεσής του, είναι και μια εξήγηση. Τα περαιτέρω, αν αξίζει τον κόπο, ας τα ψάξουν μετά οι άλλοι, ας εικάσουν. Για μένα τίποτα μυθιστορηματικότερο, εν πολλοίς και αινιγματικότερο, απ’ αυτό που βιώνω επί χρόνια στήνοντας ένα μυθιστόρημα. Κάτι κάποτε προσλάβαμε, που μοιάζει να μας διαφεύγει κι ωστόσο μας διακατέχει, και μέσα απ’ αυτό διαμορφώνουμε τις ζωές μας και φτιάχνουμε την τέχνη μας. Τι σημαίνει ορατή σαν αόρατη; Φοβάμαι πως, όταν με ρωτούν, δεν ξέρω να πω τι σημαίνει. Το αφήνω στη διαίσθηση του αναγνώστη, στο ψυχανέμισμα που αποκομίζει. Αν δεν αποκομίσει τίποτε, ή εγώ δεν έκανα καλά τη δουλειά μου ή αυτός μπήκε σε λάθος σπίτι. Θα τα κρίνει όλα ο καιρός.
– Και αυτό το βιβλίο σας είναι γεμάτο από έναν κόσμο υπερρεαλιστικό και την ίδια ώρα τόσο ρεαλιστικό μιας φύσης που πια μας έχει εγκαταλείψει. Ανθρωπομορφικός και παράδοξος. Η γενέτειρά σας, η παιδική σας φαντασία είναι αυτή στην οποία επιστρέφετε;
Αισθάνομαι πως με τον χρόνο γινόμαστε καλύτερα αυτό που είμαστε, βρίσκουμε αυτό που φέρουμε ως προδιάθεση, το επανεφευρίσκουμε στην ανάγκη.
– Η γενέτειρα, η παιδική φαντασία και όλα τα συμπαρομαρτούντα έπαιξαν ασφαλώς έναν σημαντικό και καθοριστικό ρόλο, και σίγουρα αντλώ από κει υλικό, μεταπλάθοντάς το βέβαια. Το γράψιμο είναι μια ζωντανή διαδικασία, μια διαρκής συνομιλία, υπερβαίνει το βίωμα, το μεταμορφώνει, γίνεται η περαιτέρω μοίρα του. Αισθάνομαι πως με τον χρόνο γινόμαστε καλύτερα αυτό που είμαστε, βρίσκουμε αυτό που φέρουμε ως προδιάθεση, το επανεφευρίσκουμε στην ανάγκη.
– Κυρία Ζατέλη, τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται; Τα πιο σημαντικά αυτά που δεν λέμε; Και στη ζωή και στη λογοτεχνία;
– Συχνά επανέρχεται στον νου μου μια φράση, που ειλικρινά δεν θυμάμαι αν τη διάβασα ή την άκουσα, πού και πότε: Πόσοι και πόσοι δάσκαλοι χάθηκαν στο άρρητο. Αυτό το άρρητο, το σίγουρα πολύ σημαντικό, θεμελιώδες, δεν είναι απαραιτήτως κάποιο θανάσιμο μυστικό που το φυλάμε ζηλότυπα. Είναι, θα έλεγα, το φύσει άρρητο. Ενδέχεται να το καρπώνεται ο άνθρωπος την ύστατη στιγμή της ζωής του. Κι άντε να βρει καιρό ή τρόπο να το εκφράσει. Είναι κάτι που με θέλγει ιδιαίτερα ως αίσθηση, ως μυστική υπενθύμιση αν θέλετε, κι επιθυμώ με τη γραφή να προσεγγίσω τις παρυφές του. Καμιά φορά μου έρχεται να το ονομάσω «η παλιά ψυχή», άλλοτε «ο παλιός πόνος». Μιλάμε πάντα για το φύσει άρρητο, συγγνώμη αν παρασύρθηκα.
– Η γραφή και η δυσκολία της διαδικασίας πριν από τη γραφή. Μας δίνετε ένα πέρασμα στον κήπο σας, στην «κουζίνα του συγγραφέα». Σας δυσκόλεψε αυτό το βιβλίο; Πήρε καιρό για εσάς;
– Μου αρέσει να λέω πως ξεκινάμε να γράφουμε σαν τα πουλιά που κελαηδούν στα δέντρα και καταλήγουμε σαν τα θεριά που γλείφουν τις πληγές τους. Ας μην πάρουμε τοις μετρητοίς ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά και μόνο ως εικόνα υπαινίσσεται πολλά. Ναι, μου παίρνει καιρό να γράψω ένα βιβλίο, μου τρώει τα σπλάχνα. Να φανταστείτε, όταν τολμώ να πω παραέξω πως το τελειώνω, μου λένε «δηλαδή σε κάνα δυο μήνες;», ενώ εγώ εννοώ τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη. Αλλά μπροστά στα πέντε κι έξι που προηγήθηκαν… Αυτό ειδικά το βιβλίο μού πήρε τον διπλάσιο σχεδόν καιρό, κι ας είναι αισθητά μικρότερο σε αριθμό σελίδων από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά μου. Ηθελα όμως να κλείσει αβίαστα και όχι «από κεκτημένη» ο κύκλος αυτής της τριλογίας, που την ξεκίνησα το 1995 και πέρασε από σαράντα κύματα.
Τα πράγματα όταν τ’ αποχαιρετάς φορούν τα γιορτινά τους
– Νιώθετε ανάλαφρη σήμερα; Ή πάντα μέσα σας γεννιέται κάτι καινούργιο;
– Νιώθω αρκετά λυτρωμένη, όπως κι ορφανεμένη κάτι ώρες. Τόσα χρόνια με αυτά τα πρόσωπα, τα φαντάσματα, να ξημεροβραδιάζομαι μαζί τους, να με κυκλώνουν, να τα κυκλώνω. Και ξαφνικά σαν να μην έχω πού να επιστρέψω, σαν να μου πήραν το εργόχειρο. Μα έτσι γίνεται κάθε φορά, έχω μάθει πια να το… ξαναπαθαίνω. Μέσα μου όλο και κάτι αναμοχλεύεται, αλλά δεν βιάζομαι. Αφήνω τις σκιές στην ομίχλη να κάνουν τον κύκλο τους, να πουν τα δικά τους. Μέρος της δουλειάς είναι κι αυτό, τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι.
– Μέσα στο βιβλίο παρελαύνει η ζωή σας και οι ζωές των άλλων με έναν αμιγώς λογοτεχνικό, παραβολικό, συμβολικό τρόπο. Είστε έτοιμη με αυτό το βιβλίο να τους πενθήσετε; Να τους αποχαιρετίσετε;
– Τα πράγματα όταν τ’ αποχαιρετάς φορούν τα γιορτινά τους. Ακόμη και τα πιο μελαγχολικά ντύνονται γιορτινά. Θυμάμαι πόσες αγωνίες, πόσες δοκιμασίες περνούσα κάθε τόσο προκειμένου να φέρω μια σκηνή, μια κατάσταση όσο κοντύτερα γίνεται σ’ αυτό που είχα στο κεφάλι μου. Και φτάνω τώρα, αποχαιρετώντας τα κατά έναν τρόπο, να τα νοσταλγώ, σχεδόν να τα ζηλεύω που συνέβησαν έτσι. Εν πάση περιπτώσει, και ο παιδεμός και η αγαλλίαση του να γράφω έχουν ίσο μερτικό μέσα μου, στην πραγματικότητα δεν τα διαχωρίζω, συγχωνεύονται. Αλλωστε, όσο ακόμα ζω, συνεχίζω να τα φέρω όλα μαζί μου, πεπραγμένα και δυνάμει επικείμενα. Είναι, όπως σας είπα και πριν, η συνομιλία που δεν τελειώνει, το βλέμμα που ολοένα βαθαίνει, δικό τους και δικό μου.
– Η δική σας η ζωή είχε μια πραγματικότητα μακράν καλύτερη και από την πιο ζωηρή φαντασία;
– Για να είμαι ειλικρινής, ούτε κι εδώ τα πολυξεχωρίζω. Συμπορεύονταν το κατά δύναμιν η μία με την άλλη, η ορατή με την αόρατη ας πούμε.
– Πώς νιώθετε σήμερα που η λογοτεχνία έχει κυριευτεί από την αυτοαναφορικότητα χωρίς τη βοήθεια του συμβολισμού;
– Μοιάζει να καθρεφτίζει μια γενικότερη ψυχική ένδεια, την αδυναμία του ατόμου να αγγίξει ένα συλλογικότερο υπόβαθρο. Από την άλλη, δεν είμαι θεωρητικός ή κριτικός της λογοτεχνίας για να κρίνω, να συγκρίνω και τα σχετικά. Σε αυτό που κάνω, προτιμώ το παιχνίδι με το εγώ, με το εσύ και με την άβυσσο.
– Διαβάζοντάς σας, νιώθω ότι δεν είστε ποτέ μόνη τελικά. Μέσα σας, ισχύει αυτή η αίσθηση;
– Μάλλον ναι παρά όχι. Κάποιος είπε πως ο χαρακτήρας μας διαμορφώνεται τα μοναχικά Σαββατοκύριακα. Αν αληθεύει, διαμορφώθηκα αρκετά, δημιουργήθηκα για να δημιουργήσω και πέντε πράγματα. Ελπίζω όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα.
– Ποιο ήταν το πιο δύσκολο «φονικό» που κάνατε για να γίνετε η συγγραφέας αυτών των βιβλίων;
– Το ότι τα έγραψα. Το «φονικό» βεβαίως καλό είναι να το εννοήσουμε μέσα σε εισαγωγικά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Κυρίως από όσους δεν έτυχε να διαβάσουν τα δύο προηγούμενα της τριλογίας. Οσο κι αν έχει την αυτονομία του αυτό το τρίτο, κάπου ακούμπησε, από κάπου πήγασε.