Κάθε φορά που αποφασίζουμε να επιλέξουμε μερικούς τίτλους από την τρέχουσα εκδοτική παραγωγή, ενόψει θέρους και της στερεοτυπικής ιδέας ότι «το καλοκαίρι διαβάζουμε» (πρόταση που προκαλεί μια κάποια θλίψη κατά τα άλλα), απομένουμε με ένα αίσθημα κενού και στενοχώριας. Γιατί; Για τα βιβλία που δεν χώρεσαν, που δεν προλάβαμε να δούμε επαρκώς, που δεν μπορέσαμε να συμπεριλάβουμε. Αλλά, δυστυχώς, η στενότητα του χώρου σε μια εφημερίδα είναι αμείλικτη. Οπως επίσης η πίεση του ελάχιστου χρόνου. Η ανάγνωση απαιτεί τους δικούς της χρόνους. Πάνω απ’ όλα συγκέντρωση σε μια εποχή ακραίας διάσπασης.
Το έχουμε πει πολλές φορές: παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν πολύτιμο έργο σε χαλεπούς καιρούς. Μας υπενθυμίζουν το «αλλιώς» που τόσο έχουμε ανάγκη τουλάχιστον όλοι όσοι βρίσκουμε σε ένα βιβλίο μια δική μας πατρίδα. Η νέα οικονομική –ενεργειακή επί της ουσίας– κρίση έχει χτυπήσει και τον χώρο του βιβλίου, όπως μαθαίνουμε. Εντάξει, υπήρχε ένας υπερπληθωρισμός τίτλων και μια διαρκής ανακύκλωση εκδόσεων προτού καν προλάβουν να «ταξιδέψουν» οι προηγούμενες εκδόσεις ως τους αναγνώστες – που δεν είναι πολλοί. Η πανδημία, οι διαδοχικές καραντίνες, είχαν ένα απρόσμενα θετικό αντίκτυπο για κάποιους εκδότες (και βιβλιοπώλες): κλεισμένος σπίτι του ο κόσμος αναζήτησε βιβλία μέσω ηλεκτρονικών παραγγελιών. Τα έσοδα αυξήθηκαν έστω και προσωρινά.
Τώρα δεν ισχύει το ίδιο. Από το πρώτο που «κόβουν» οι εξωφρενικοί λογαριασμοί φυσικού αερίου, ηλεκτρικού και καυσίμων είναι από το βιβλίο. Ο δε χειμώνας που έρχεται αναμένεται δύσκολος από αυτή τη σκοπιά. Σε πείσμα των καιρών, όμως, το βιβλίο στην Ελλάδα ανθεί. Από μια πλειάδα εξαιρετικών τίτλων επιλέξαμε ορισμένους γνωρίζοντας πως αδικήσαμε άλλους. Εδώ είμαστε, ωστόσο, θα επανέλθουμε, ακόμη και σε παλαιότερες εκδόσεις. Το βιβλίο δεν παλιώνει ποτέ. Καλή ανάγνωση λοιπόν.
Το μυθιστόρημα «Εμμονή» της Βρετανίδας Αντόνια Σούζαν Μπάιατ (γενν. το 1936) θα μπορούσε να διδάσκεται σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Γιατί; Διότι εδώ έχουμε μια εξαιρετικά απαιτητική, περίπλοκη αφηγηματική σύνθεση, με πολλαπλές διασυνδέσεις με εποχές, αφηγηματικά είδη, λογοτεχνικές τάσεις, ύφη και ανθρωπολογικές ροπές, η οποία όμως δείχνει αδιανόητα απλή, άμεση, προσιτή στον αναγνώστη.
Η άγνωστη επιστολή Βικτωριανού ποιητή, για το έργο και το αρχείο του οποίου μαίνεται ένας ιδιότυπος πόλεμος, προς μιαν άγνωστη πυροδοτεί σειρά από γεγονότα, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ένας νεαρός μελετητής και μια πρώιμη φεμινίστρια. Ουσιαστικά, διερευνούν έναν απόκρυφο έρωτα ο οποίος διατρέχει τον χρόνο άλλοτε ως τραύμα και άλλοτε ως πηγή έμπνευσης και νέων ερωτημάτων τόσο ως προς τα ανθρώπινα πάθη, όσο και ως προς τον μυστηριακό χαρακτήρα της γραφής. Θα αδικούσαμε ένα τέτοιο βιβλίο αν το χαρακτηρίζαμε «θερινό ανάγνωσμα». Είναι παντός καιρού και ανοιχτό προς όλες και όλους. Διότι είναι ένα συγγραφικό επίτευγμα.
Η «Εμμονή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε έξοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Οι γυναικείες φιγούρες του Μίλο Μανάρα στοιχειώνουν τα όνειρα πολλών. Οι γυναικείες φιγούρες του μέσα σε αφηγήσεις εξαίσιες, από το «Κουμπί της» και το «Αρωμα του Αόρατου» έως τους «Βοργίες» και τον «Καραβάτζιο» του. Στην «Αυτοπροσωπογραφία» (εκδ. ΚΨΜ, μτφρ.: Χρήστος Σιάφκος), ο λάτρης του Μανάρα κρυφοκοιτάζει πίσω από τις μυθικές γυναίκες και τις συναρπαστικές ιστορίες του, ταξιδεύει στην τρέλα της δεκαετίας του ’70, στη μεγάλη αναγέννηση των κόμικς και στη διαμόρφωση ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Η έκδοση είναι φροντισμένη και, βέβαια, εικονογραφημένη. Αν γυρεύετε θερινά αναγνώσματα, εδώ είστε. Αλλά είναι και κάτι περισσότερο από αυτό.
Δεν διαβάζω με ενθουσιασμό τη Σάλλυ Ρούνεϋ. Είναι λίγο σαν οι ήρωές της να είναι δέσμιοι ενός αφασικού «τώρα». Ωστόσο, η δεξιοτεχνία της στο να ζωντανεύει τους χαρακτήρες αυτούς και τα περιβάλλοντά τους είναι απαράμιλλη.
Το «Ομορφε κόσμε, πού είσαι» (εκδ. Πατάκη, μτφρ.: Στέλλα Κάσδαγλη) δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο ως προς το συλλογικό αίσθημα που κατατρέχει πολύ κόσμο: οι νεαροί ήρωές της γυρεύουν εναγωνίως να πειστούν ότι ο κόσμος γύρω τους δεν είναι τόσο σκατένιος.
Η απουσία εισαγωγικών στους διαλόγους, ο τρόπος που εντάσσονται στην αφηγηματική ροή, προσδίδουν στις περιπέτειες της Ρούνεϋ μιαν απρόσμενη εσωτερικότητα: δεν περιγράφει διαλόγους, τους πραγματώνει.
Οι ιστορίες με τους Εβραίους που τουφεκίστηκαν από τους Γερμανούς μαζικά μπροστά σε τάφρους αλλά επέζησαν δεν είναι λίγες ούτε ανεξήγητες (οι μαζικές αυτές εκτελέσεις γίνονταν πρόχειρα). Ο ήρωας του «Ο αθάνατος Μπάρτφους» (εκδ. Αγρα, μτφρ.: Μάγκυ Κοέν) του Ααρον Απελφελντ φαίνεται πως είναι τέτοια περίπτωση. Επέζησε και από στρατόπεδο, εξ ου και «αθάνατος». Αλλά, όπως γράφει στο επίμετρο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο Μπάρτφους μιλάει μόνο για τα πριν και τα μετά του Ολοκαυτώματος, «ποτέ για το ίδιο». Αυτό ακριβώς κάνει και ο –επίσης επιζών– Απελφελντ: το στοιχειό είναι διαρκώς μπροστά σου κι ας μην υπάρχει ίχνος συρματοπλέγματος στο εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα.
Ξεφόρτωμα από τα πληθωρικά μυθιστορήματα; Το αντίδοτο θα μπορούσε να είναι τα αφηγήματα του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Ο «Γενικός αρχειοθέτης» είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1989 από τις εκδ. Κείμενα. Εδώ συστήνεται εκ νέου από την Κίχλη: η ελλειπτική του γραφή, το χιούμορ του, ο προσωπικός τόνος και μια απατηλή ελαφρότητα τον καθιστούν μοναδικό στο είδος του. Ειδικά το τελευταίο στοιχείο, το ανάλαφρο που όμως σηκώνει πολλά βάρη της ύπαρξης, αποτελεί σπάνια και ακριβή κατάκτηση ενός πεζογράφου αθόρυβου μα τόσο δραστικού.
Οι Ελληνες ταξίδεψαν πολύ, το ξέρουμε αυτό. Εκείνο που τελευταία μαθαίνουμε είναι τις λεπτομέρειες για τη συμμετοχή τους στις εξερευνήσεις των Πορτογάλων και των Ισπανών κατά την Αναγέννηση και μετά. Ο ιστορικός Ιωάννης Κ. Χασιώτης επικεντρώνεται στην «ισπανική» εμπειρία στο εξαιρετικό «Ο Οδυσσέας στις θάλασσες του Νότου. Η ελληνική παρουσία στις υπερπόντιες κτήσεις της Ισπανίας (16ος-17ος αι.)» (εκδ. University Studio Press). Αναλυτική μελέτη και έρευνα της ελληνικής παρουσίας, όχι μόνον εν πλω, στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, αλλά και στον ρόλο που έπαιξε στις ισπανικές κτήσεις της εποχής. Προσπαθώ να αντισταθώ στον εξωτισμό του όλου αφηγήματος, αλλά είναι αδύνατον. Συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Μετρώντας ανάποδα, οι Κρις Ουάλας και Μιτς Βάις στο «Χιροσίμα 1945. Η αντίστροφη μέτρηση. Oι 116 μέρες που άλλαξαν τον κόσμο» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ.: Ανδρέας Παππάς) παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια αληθινή δίνη της Ιστορίας. Γνωρίζουμε τι συνέβη στην Ιαπωνία τον Αύγουστο του 1945, αλλά αίφνης η αγωνία κορυφώνεται σα να μη μάθαμε ποτέ τι έγινε. Οσοι αναζητάτε εμβριθείς προβληματισμούς πάνω στην ηθική πτυχή της ρίψης της βόμβας θα απογοητευτείτε. Οι συγγραφείς μάλλον το αποφεύγουν ή απλώς ξεμπερδεύουν εύκολα μαζί του. Από την άλλη, όμως, θα βρεθείτε βαθιά μέσα στην τελική στροφή του «σχεδίου Μανχάταν» με έναν τρόπο που μόνο τόσο χαρισματικοί αφηγητές μπορούν να καταφέρουν.
Μπορούσε να κάνει λάθος ο Αϊνστάιν; Φυσικά, ως γνωστόν, μόνον οι νεκροί δεν κάνουν ποτέ κανένα λάθος. Στο «Μεγαλύτερο λάθος του Αϊνστάιν» (εκδ. Τραυλός, μτφρ.: Κωνσταντίνα Γεωργούλια), ο Αμερικανός Ντέιβιντ Μποντάνις αφηγείται το χρονικό ενός άγονου πείσματος που οδήγησε τη μεγαλύτερη ιδιοφυΐα όλων των εποχών στην περιθωριοποίησή του. Λίγο πριν πεθάνει, ο Αϊνστάιν λατρευόταν από τον απλό κόσμο, στη φυσική κοινότητα του Πρίνστον όμως φαίνεται ότι είχε πέσει σε μια κάποια απαξία. Η φράση-κλειδί εδώ είναι «ο Θεός δεν παίζει ζάρια» και η αντίθεση του Αϊνστάιν στα ανατρεπτικά δεδομένα της κβαντοφυσικής. Μη σας απωθούν οι όροι: πρόκειται για μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία.
Από την εποχή του Ζαν-Κλοντ Ιζό (μας τον σύστησαν οι εκδόσεις Πόλις), η Μασσαλία καταλαμβάνει ειδική θέση στο αστυνομικό μυθιστόρημα που όμως δεν είναι μόνον αστυνομικό. Στο «Μασσαλία εμπιστευτικό» (εκδ. Οκτάνα, μτφρ.: Λίνα Σιπητάνου), ο Φρανσουά Τομαζό μάς μεταφέρει αριστοτεχνικά στον υπόκοσμο του μυθικού μεσογειακού λιμανιού την παραμονή του ισπανικού εμφυλίου. Σημείο εκκίνησης, ο φόνος Κορσικανού αστυνομικού. Δεν γνωρίζω καθόλου τον Τομαζό, αλλά πάντως συνδυάζει θαυμάσια το εκρηκτικό ιστορικό υπόβαθρο με τις μικροϊστορίες ανθρώπων που δεν αντέχουν δίχως ένταση στη ζωή τους.
Η αφήγηση του Βίκτορ Σερζ (1890-1947) στο «Από τον Λένιν στον Στάλιν» (εκδ. Θύραθεν, μτφρ.: Αλεξάνδρα Αδαμτζίλογλου) προκαλεί ίλιγγο. Σε αυτή παρακολουθούμε βήμα προς βήμα τη μετάλλαξη μιας επανάστασης, μέσα μάλιστα από το βλέμμα ενός αυτόπτη μάρτυρα: πώς από τον Λένιν το νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς πέρασε στα χέρια του Στάλιν. Διάλογοι, ντοκουμέντα, έγγραφα, αναφορές, τα πάντα συνθέτουν ένα σκηνικό που ακροβατεί κάπου ανάμεσα στον καθαρό πολιτικό αμοραλισμό, στον κυνισμό, στην αρχομανία, μα και στο παράλογο.
Χαρακτηριστική φιγούρα του τηλεοπτικού δελτίου τις παλαιότερες δεκαετίες, ο Πάνος Σόμπολος ταυτίστηκε με το έγκλημα και το αστυνομικό ρεπορτάζ. Στο βιβλίο του «Αμεση δράση, παρακαλώ! Περίεργα ευτράπελα και διδακτικά από το “δελτίο αδικημάτων και συμβάντων”, 1970-2010» (εκδ. Πατάκης), ο Π. Σόμπολος ανατρέχει στο πλούσιο αρχείο του και φωτίζει μια ολόκληρη εποχή. Οσοι περιμένετε να περιηγηθείτε σε έναν σκοτεινό κόσμο, ίσως στενοχωρηθείτε. Ο βετεράνος ρεπόρτερ επέλεξε να εστιάσει στις πιο κωμικές, αν όχι σουρεαλιστικές, υποθέσεις που κάλυψε. Το αποτέλεσμα είναι απρόσμενα διασκεδαστικό, αλλά και ενδεικτικό των αλλαγών που πέρασε μέσα σε σχεδόν μισόν αιώνα η ελληνική κοινωνία.
Οι τραγικές βρετανικές αποστολές του 19ου αιώνα στην Αρκτική γεννούν κάθε τόσο πλήθος ιστοριών, μυθοπλαστικών και μη. Ο κλασικός Λονδρέζος συγγραφέας Γουίλκι Κόλινς (1824-1889), διάσημος για το μυθιστόρημά του «Λευκοντυμένη γυναίκα», έδωσε και αυτός ένα εξαιρετικό δείγμα εμπνευσμένο από αυτή την εμμονή να κατακτηθεί το δαιμονικό Βορειοδυτικό Πέρασμα. Η «Παγωμένη άβυσσος» (εκδ. Ερατώ, μτφρ.: Σπάρτη Γεροδήμου) είναι ένα τέτοιο ακριβώς μυθιστόρημα το οποίο έχει και έναν μοιραίο έρωτα στη μέση – για την ακρίβεια, ένα μοιραίο «τρίο» με δύο άνδρες και μια γυναίκα. Η τελευταία μένει πίσω, οι δύο αντίζηλοι όμως συναντιούνται στους πάγους. Μετρ της πλοκής ο Κόλινς, ισορροπεί εξαίσια ανάμεσα στην ανατομία των ανθρώπινων παθών και στην αυτοκαταστροφική κάποτε μανία για υπέρβαση των ορίων.
Ο Μανώλης Ανδριωτάκης, τακτικός συνεργάτης της «Κ», έχει τα τελευταία χρόνια επιδοθεί σε μεθοδική μελέτη των συνεπειών της τεχνολογίας στην αντίληψή μας για τον εαυτό μας, τις σχέσεις μας, την ίδια την πραγματικότητα. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Τεχνητή νοημοσύνη για όλους» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός με πρόλογο του Κυριάκου Πιερρακάκη, υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης), καταστρώνει έναν οδηγό ως προς τις διαφορετικές πτυχές μιας συζήτησης που διεισδύει στην πολιτική και περνά στη φιλοσοφία. Ενα αλφαβητάρι μέσα από το οποίο εξηγείται κάθε έννοια και όρος και επειδή ο συγγραφέας είναι δυνατός αφηγητής, λησμονείς γρήγορα το «επεξηγηματικό» του πράγματος. Ο Ανδριωτάκης προσθέτει στο τέλος και τις «χρήσιμες πηγές» μέσα από τις οποίες ο υποψιασμένος, περίεργος αναγνώστης μπορεί να εντρυφήσει σε άλλους σχετικούς τίτλους και να εμβαθύνει.
Είναι εκνευριστικό όταν δεν προλαβαίνεις να διαβάσεις και να γράψεις για όλα τα ερεθιστικά βιβλία που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά. Αλλά δυστυχώς, χάνουμε πολλά. Οψιμα ανακάλυψα ένα τέτοιο διαμάντι: το «Metropolis. H ιστορία των πόλεων, της μεγαλύτερης ανακάλυψης του ανθρώπου» (μτφρ.: Βιολέττα Ζεύκη, εκδ. Διόπτρα) του Αγγλου ιστορικού και δημοσιογράφου Μπεν Ουίλσον.
Το βιβλίο είναι βάλσαμο για πολλούς λόγους: ο πρώτος που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στον νου είναι η αγανάκτηση που πολλοί νιώθουμε τα τελευταία χρόνια για τη ζωή στις μεγάλες πόλεις. Ο Ουίλσον ξορκίζει αυτό το πικρόχολο αίσθημα αναδεικνύοντας μέσα από μια αφήγηση πυκνή το ανθρώπινο κατόρθωμα που είναι η έννοια της πόλης.
Το βιβλίο με έκανε να θυμηθώ τις περίφημες «Αόρατες πόλεις» του Καλβίνο και είναι όντως σαν καθρέφτης τους: η πραγματολογικά και ιστοριογραφικά ορθή αφήγηση πόλεων χαμένων στον χρόνο αλλά και μεταμορφωμένων μέσα σε αυτόν, από την οποία όμως δεν απουσιάζει ούτε ο εξωτισμός ούτε και το υπερβατικό στοιχείο που απαντά στην καλβινική μυθοπλασία.
Τη Μαριούπολη την ανακαλύψαμε οι περισσότεροι μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Επειδή όμως η Μαριούπολη –όπως και όλη η Ουκρανία– έχει τρομακτική ιστορία πολύ πριν από τον πόλεμο του Πούτιν, η Νατάσα Βοντίν (γεννημένη το 1945 μέσα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης), στο «Με καταγωγή από τη Μαριούπολη» (εκδ. Gutenberg – Σειρά Aldina), μέσα από την οικογενειακή της μικροϊστορία, μας δίνει μια αριστουργηματική καταγραφή που υπερβαίνει τα όρια της μαρτυρίας και του χρονικού. Γυρισμένο στα ελληνικά από την πάντοτε εξαιρετική Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, το «Με καταγωγή» φωτίζει πρόσωπα που έγιναν σκιές, μια πόλη και μια χώρα που η Ιστορία στάθηκε απέναντί τους ανελέητη. Εδώ η λογοτεχνία αναδύεται ατόφια μέσα από τη γλώσσα, το βλέμμα και το τραύμα της συγγραφέως.
Παράξενη περίπτωση ο Τέτζου Κόουλ. Oχι επειδή είναι Νιγηριανός γεννημένος στην Αμερική και μεγαλωμένος στο Λάγκος, αλλά επειδή η γραφή του δύσκολα κατατάσσεται σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό είδος. Oχι πως έχουν ιδιαίτερη σημασία οι ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις, έχει ενδιαφέρον όμως κάποιος να δει στην «Ανοχύρωτη πόλη» (εκδ. Πλήθος, μτφρ.: Στέφανος Μπατσής) πόσο αρμονικά συνδυάζει τη μυθοπλασία με τον στοχασμό, με το οδοιπορικό και την ψυχογραφία. Ολοφάνερα αυτοβιογραφικός, ο Κόουλ βυθίζεται στο χάος της σύγχρονης μητρόπολης και την ίδια στιγμή στο αμνιακό υγρό της μνήμης μέσα από την ιστορία του Τζούλιους ο οποίος περιπλανιέται σε μια τραυματισμένη Νέα Υόρκη.
Οποιος γοητεύεται από την εκλαϊκευμένη αστρονομία, αξίζει τον κόπο να διαβάσει τα βιβλία της Μάρσα Μπαρτούσακ. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο της, «Η μέρα που ανακαλύψαμε το σύμπαν» (μτφρ.: Θεμιστοκλής Χαλικιάς, εκδ. Ροπή), η μεγάλη κλάση της δεν φαίνεται μόνον από την ικανότητά της με την οποία επικοινωνεί δυσκολοχώνευτες έννοιες και την αφηγηματική της δεινότητα, αλλά και από το πώς προσεγγίζει τους επιστήμονες μέσα από την περίπλοκη ψυχοσύνθεσή τους. Αυτό παίζει τεράστια σημασία εδώ: όταν τη δεκαετία του ’20, έπειτα από αστρονομικές παρατηρήσεις δεκαετιών, και με έμφαση στην περίπτωση του Εντουιν Χαμπλ, ανακαλύψαμε ότι ο γαλαξίας μας δεν είναι ο μοναδικός στο σύμπαν. Η Μπαρτούσακ δεν το διηγείται μονάχα υποδειγματικά αλλά εστιάζει πάνω στον κλονισμό και στο δέος που αυτή η ανακάλυψη επέφερε.
Eνα μικρό κομψοτέχνημα από τη Γερμανία είναι «Η γυναίκα με το βαμμένο χέρι» (εκδ. Αιώρα, μτφρ.: Δέσποινα Κανελλοπούλου) της Κριστίνε Βούνικε (γενν. το 1966). Ισως είναι και η μοναδική φορά που μπορείς να πεις «καλοκαιρινό ανάγνωσμα» δίχως να μειώνεις τη δύναμη του μυθιστορήματος.
Σε νησί του Ινδικού Ωκεανού τον 18ο αιώνα συναντιούνται Γερμανός αστρονόμος με Πέρση κατασκευαστή αστρολάβων. Ο πρώτος, άρρωστος με μαλάρια, πενθεί τους συνεργάτες που έχασε, ο δεύτερος οδεύει για προσκύνημα στη Μέκκα. Το νησί γίνεται κάτι σαν καταφύγιο και εξορία και για τους δύο. Απηχώντας το κλασικό «Δεκαήμερο», η Βούνικε τους τοποθετεί κάτω από τον έναστρο ουρανό λέγοντας ο ένας στον άλλο ιστορίες για να απαλύνουν κάπως τη ροή του χρόνου και τη μοναξιά τους. Πού θα ήμαστε χωρίς ιστορίες;
Η σειρά «Ποταμόπλοια» των εκδόσεων Ποταμός μας έχει συνηθίσει σε μερικά απρόσμενα κείμενα, σύγχρονα ή κάπως παλαιότερα, που συχνά έχουν την αύρα του κλασικού. Θυμίζω εδώ την αριστουργηματική «Συνωμοσία των αγγέλων» του πρόωρα χαμένου Ρώσου Ιγκόρ Σαχνόφσκι. Στον πρόσφατο «Μαγεμένο Απρίλη» (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου) η Αγγλίδα Ελίζαμπεθ φον Αρνιμ (1866-1941) δίνει σάρκα και οστά σε τέσσερις γυναίκες του Μεσοπολέμου οι οποίες παρεκκλίνουν από τη συμβατική, καταπιεστική ζωή τους με έναν τρόπο λυτρωτικό τόσο για εκείνες όσο και για τον αναγνώστη.
MeToo πριν από το MeToo; Μακριά από ταμπέλες. Είναι τόσο δυναμική και χυμώδης η γραφή της Αρνιμ που το βιβλίο υπερβαίνει το θέμα της «γυναικείας χειραφέτησης» και αναδεικνύει την ατομική ελευθερία, το πέταγμα του ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει την αλήθεια του.
Στην αξέχαστη «Αυτοβιογραφία» (εκδ. Εξάντας) ο Τόμας Μπέρνχαρντ διατείνεται πως είναι «καταστροφέας ιστοριών». Ακόμα κι έτσι, αναδύονται μέσα από τον δίχως παραγράφους «πολτό» του νου του όχι μία αλλά πολλές ιστορίες: μισές, στρεβλές έστω, πάντως ιστορίες από αυτές που μοιάζει να πλάθει ο καθένας από εμάς όταν βράζει στο ζουμί του ανήμπορος να βρει γαλήνη.
Στο «Βαδίζοντας» (εκδ. Κριτική, μτφρ.: Μαρία Γκεγκοπούλου) δύο φίλοι κουβεντιάζουν ορμώμενοι από την κρίση τρέλας ενός τρίτου κοινού φίλου. Αυτό είναι όλο. Και όμως είναι τα πάντα.
Είναι άχαρο να γράφεις για σημαντικά βιβλία μέσα σε 100-150 λέξεις. Είναι και άδικο για το βιβλίο. Η μικρή αυτή εισαγωγή αφορά όλες τις παρουσιάσεις εδώ, αφορά όμως πολύ το τελευταίο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» (εκδ. Καστανιώτη). Το βιβλίο χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα μολονότι η συγγραφέας μιλάει για τον βίο των γονέων της προτού γίνουν οι γονείς της. Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστό χαρακτηρισμό για μια τέτοια αφήγηση: παρότι μιλάς για τους πιο δεδομένους ανθρώπους της ζωής σου, και παρά τις έρευνες, μιλάς για ανθρώπους που δεν τους γνωρίζεις, άρα για «χαρακτήρες μυθιστορήματος» τρόπον τινά.
Το δύσκολο στοίχημα, ωστόσο, βρίσκεται αλλού: πώς το μερικό να γίνει καθολικό. Αλλιώς, ποιον ενδιαφέρει ποιοι ήταν οι γονείς μου; Ομως η Ρέα Γαλανάκη έχει τον τρόπο. Ανοίγει διόδους εμπλέκοντας τον αναγνώστη σε μια συναρπαστική περιπέτεια ανθρώπων καθημερινών και την ίδια στιγμή φωτίζοντας μοναδικά την Κρήτη, την Ελλάδα, ακόμα και την Ευρώπη αλλοτινών εποχών. Ακούγεται εύκολο. Δεν είναι.
Ο Μπερνάρντο Ατσάγα (γενν. το 1951) είναι πολύ σημαντικός σύγχρονος συγγραφέας από την Ισπανία. Διόρθωση: από τη Χώρα των Βάσκων. Το «Σπίτια και Τάφοι» (εκδ. Εκκρεμές, μτφρ.: Κώστας Αθανασίου) διαδραματίζεται στο Ουγκάρτε στη φάση του λυκόφωτος της φρανκικής δικτατορίας αλλά και κάμποσες δεκαετίες μετά. Κατά τη διάρκεια μεγάλης απεργίας στα εκεί ορυχεία, αλλαγές και γεγονότα ταράζουν τις ζωές των νεαρών ηρώων, οι οποίοι ακροβατούν μεταξύ των στενών ορίων της κοινότητας και της πολιτισμικής εισβολής του έξω κόσμου. Εδώ μπαίνει το στοιχείο της ατομικής και συλλογικής μνήμης, καθώς ο συγγραφέας διατρέχει μισόν αιώνα ιστορίας μιας κοινότητας με πολλά ζητήματα και με ακόμα περισσότερα φορτία με τραύματα και εκκρεμότητες.
Από την εποχή των εκπληκτικών «Διορθώσεων», ο Τζόναθαν Φράνζεν καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό τοπίο στις ΗΠΑ μολονότι οι επικριτές του του καταλογίζουν «παλιακό» γράψιμο, παρωχημένες φόρμες και έναν πολυκαιρισμένο ρεαλισμό. Προσωπικά, βρίσκω αυτές τις ενστάσεις αβάσιμες. Εδώ ίσως να ισχύει αυτό που έλεγε ο Ρώσος συνθέτης Προκόφιεφ, «υπάρχουν ακόμα σημαντικά πράγματα να ειπωθούν σε ντο μείζονα». Ο Φράνζεν, εκκινώντας από φαινομενικά παραδοσιακά σχήματα αφήγησης, διαθέτει δαιμονική ικανότητα στο να ανασυνθέτει με ασύλληπτη καθαρότητα και βαθύτητα την πολυπλοκότητα του κόσμου.
Τα «Σταυροδρόμια» (εκδ. Ψυχογιός, μτφρ.: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης) είναι ένα τέτοιο μυθιστόρημα: ευφυής ανατομία της αμερικανικής κοινωνίας, του ’70 μεν, ωστόσο οι ψυχισμοί των ανθρώπων του διαπερνούν χρόνο και χώρο και αγγίζουν τον οποιοδήποτε.