ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Για τους Εβραίους της Σαλονίκης
Επιμέλεια – εισαγωγή: Αχιλλέας Φωτάκης,
εκδ. Καπόν, 2021, σελ. 123
Ο Ηλίας Πετρόπουλος φύλαγε την ευαισθησία πίσω από το αυστηρό συνοφρύωμα, το δηκτικό του ύφος. Αμέτρητες ψηφίδες της ελληνικής Ιστορίας και παράδοσης θα είχαν χαθεί οριστικά χωρίς εκείνον. Ο Πετρόπουλος καταδύθηκε ορμητικός στον «σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας», έσμιξε με τους «ανθρώπους του υπογείου» –πόρνες, ομοφυλόφιλους, μάγκες, ρεμπέτηδες, φυλακόβιους και χασικλήδες– προκειμένου να βιώσει και τελικά να διασώσει κάτι από τον κόσμο τους. Το πολυσχιδές λαογραφικό του έργο είναι ένας επίμονος αγώνας ενάντια στη λήθη, έχοντας ως αφετηρία βιωμένες μνήμες και παραστάσεις.
Ως έκφανση αυτού του αγώνα κόντρα στη λησμονιά πρέπει να κατανοήσουμε τη μεταθανάτια συναγωγή κειμένων του Πετρόπουλου «Για τους Εβραίους της Σαλονίκης» (Καπόν, 2021, επιμέλεια – εισαγωγή: Αχιλλέας Φωτάκης). Αναφερόμενος στο μακάβριο και επονείδιστο τραγούδι, με το οποίο οι χριστιανοί Ελληνες χλεύαζαν τους Εβραίους που φορτώνονταν στα τρένα για το Αουσβιτς, ο Πετρόπουλος σημειώνει: «Οι Σαλονικιοί έχουν, βέβαια, ξεχάσει αυτό το τραγούδι. Θα τους αναγκάσω να το ξαναθυμηθούν». Πράγματι, οι «ανεπιθύμητοι», απόντες πια, Εβραίοι συμπολίτες μας εμφανίζονται ουκ ολίγες φορές στις σελίδες του Πετρόπουλου, όπως καταγράφει λεπτομερώς η κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου. Ο Πετρόπουλος δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει τις μελέτες του για τους Ελληνες Εβραίους, η παρούσα ανθολόγηση κειμένων του όμως υπενθυμίζει καίρια την ανάγκη αναστοχασμού για τον βίαιο ξεριζωμό τους από την ιστορική μας μνήμη.
Περίπου 45.000 Θεσσαλονικείς Εβραίοι δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από την ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα της πόλης επιβίωσε μόλις ένα 4%. Και αν η ευθύνη για τη φυσική εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης βαρύνει τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και τους Ελληνες συνεργάτες τους, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τη μεθοδευμένη απάλειψη κάθε πειστηρίου της μακραίωνης παρουσίας των Εβραίων στην πόλη. Με πλήθος παραδειγμάτων ο Πετρόπουλος τεκμηριώνει τον βίαιο ακρωτηριασμό της μνήμης της πόλης: από την αρπαγή των εβραϊκών περιουσιών, την ανίερη σκύλευση του εβραϊκού κοιμητηρίου, την τυμβωρυχία που πραγματοποίησαν διάφοροι «κυνηγοί κρανίων», τη λεηλασία εκατοντάδων χιλιάδων τάφων που κατέληξαν να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό – μαρμάρινες ταφόπλακες βρίσκουμε μέχρι σήμερα στην πίσω αυλή του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχη καταστροφή δεν συναντούμε σε κανένα άλλο εβραϊκό κοιμητήρι της κατεχόμενης Ευρώπης. Για τον Πετρόπουλο οι ευθύνες της ελληνικής πλειοψηφίας είναι προφανείς: «Πίσω από τη σχετική διαταγή της Γερμανικής Στρατιωτικής διοίκησης… για την καταστροφή του εβραίικου νεκροταφείου, είναι μισοκρυμμένες οι ελληνικές αρχές». Και αλλού: «Η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου υπήρξε ένα παλιό όνειρο των ελλήνων».
«Η κρατική μας πολιτική έναντι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο 1912-1943, συνοψίζεται στο σύνθημα: λιώστε τους για να ξεκουμπιστούν!».
Στο κείμενο «Το βαρέλι με τα βελόνια» ο Πετρόπουλος συνδέει τις δεκάδες εκδηλώσεις λαϊκού αντισημιτισμού, τα ποικίλα ρατσιστικά στερεότυπα ή έθιμα, τη δράση φασιστικών οργανώσεων –με τραγικό αποκορύφωμα το πογκρόμ του Κάμπελ– με τον θεσμικά εκπορευόμενο αντισημιτισμό των αρχών του 20ού αιώνα: «Η κρατική μας πολιτική έναντι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο 1912-1943, συνοψίζεται στο σύνθημα: λιώστε τους για να ξεκουμπιστούν!». Η Θεσσαλονίκη, μια πολυκοινοτική «εβραιούπολη», που είχε μόλις ενταχθεί στον εθνικό κορμό, έπρεπε να γίνει εκ νέου μια πόλη αμιγώς ελληνική: «Το ελληνικό κράτος, συστηματικότατα, ξύρισε από το πρόσωπο της γης σχεδόν όλα τα μη ελληνικά και μη χριστιανικά μνημεία».
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τοποθετήσουμε και τη μεταπολεμική αποσιώπηση του πολυεθνικού παρελθόντος της πόλης, που στηλιτεύει ο Πετρόπουλος σχετικά με τους εορτασμούς για τα 2.300 χρόνια από την ίδρυσή της. Οι αναφορές της επίσημης ιστοριογραφίας στους Σαλονικιούς Εβραίους είναι από ισχνές έως ανύπαρκτες. Ελάχιστοι δρόμοι και κτίρια διατήρησαν τις εβραϊκές ονομασίες τους. Και χρειάστηκε να περάσουν 72 χρόνια μέχρι το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που χτίστηκε στην έκταση του κατεστραμμένου εβραϊκού κοιμητηρίου, να ανεγείρει σχετικό μνημείο το 2014.
Οι πρόσφατες εργασίες του Ναρ, της Αμπατζοπούλου, του Πίερον, της Μπενβενίστε, της Μόλχο, του Μαργαρίτη, του Σιμπή, της Λάμψα και άλλων, έχουν πλέον φωτίσει επαρκώς την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων. Ο Πετρόπουλος όμως ανήκει στον μικρό κύκλο Ελλήνων συγγραφέων –ανάμεσά τους ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου, η Ζωή Καρέλη– που σε μια εποχή σιωπηρής συνενοχής πάσχισαν με κείμενα σαν αυτά που ανθολογούνται να διαφυλάξουν ζωντανή τη μνήμη των προγραμματισμένων στον χαμό συμπολιτών (βλ. και Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Οι προγραμματισμένοι στο χαμό, Ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης», Εκδόσεις Διαγωνίου, 1990).
Παράπονο
Από κείμενο σε κείμενο ο θυμός του Πετρόπουλου σταδιακά υποχωρεί, το βλέμμα του μαλακώνει. Απομένει το παράπονο: «Γράφω αυτό το κείμενο με βαθιά μελαγχολία και πικρές τύψεις». Τα κείμενα «Μπαίνω στο 151» και «Αχ Αλλέγκρα» είναι αναμφισβήτητα τα κορυφαία της ανθολογίας. Η ανεπιτήδευτη προφορικότητα της γραφής παύει να επιχειρηματολογεί, εστιάζοντας στη βιωμένη μνήμη που εξακολουθεί να στοιχειώνει τον συγγραφέα. Δεκαεξάχρονος σεργιανίζει στην εβραϊκή γειτονιά 151 αναζητώντας σε άδειους δρόμους τους φίλους που φορτώθηκαν στα τρένα: «Ενιωθα να με πνίγουν μαύρα προαισθήματα. Δεν αντάμωσα ψυχή μες στο 151. Τα μόνα ζωντανά που είδα ήσανε οι γάτες του συνοικισμού. Εψαχναν να βρουν τα αφεντικά τους…».
Στην «Αλλέγκρα» ο Πετρόπουλος μας χαρίζει μια λογοτεχνική στιγμή που δικαιούμαστε να συνμετρήσουμε μαζί με την απαράμιλλη «Τζιοκόντα» του Κοκάντζη ή τη συγκινητική «Εσθήρ» του Εγγονόπουλου: «Η Αλλέγκρα ήταν κοκκινομάλλα με πράσινα μάτια. Πρέπει να ήταν είκοσι έξι ή είκοσι εφτά χρονώ. Δεν ήταν παντρεμένη. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή… Το 1944 σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Στη διάρκεια των δύσκολων αυτών χρόνων ξέχασα την Αλλέγκρα. Την ξαναθυμήθηκα μετά τον πόλεμο. Δεν κατάφερα να μάθω σε ποιο Αουσβιτς, σε ποιο Μπούχενβαλντ, η πολυαγαπημένη μου Αλλέγκρα παρέδωσε την ψυχή της».
Tα κείμενα του βιβλίου ανακινούν τη συζήτηση για ζητήματα μέχρι πρόσφατα παραγκωνισμένα από την επίσημη Ιστορία. Μα πρωτίστως για αυτή τη «μνήμη της καρδιάς» γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
* Ο κ. Θοδωρής Τσομίδης διδάσκει ανθρώπινα δικαιώματαστο Πανεπιστήμιο του Λάιντεντης Ολλανδίας. Εχει μεταφράσει βιβλία από τα γερμανικά και τα αγγλικά. Τελευταία από αυτά το «Δέος για τη ζωή» του Αλβέρτου Σβάιτσερ (Πατάκης, 2021) και το «Ενας καλλιτέχνης της πείνας» του Φραντς Kάφκα (Gutenberg, 2022).