Ακόμα μία σημαντική χρονιά για τον χώρο του βιβλίου έφθασε στο τέλος της. Το 2023, η εκδοτική παραγωγή ήταν πλούσια σε μυθιστορήματα, ξένη λογοτεχνία, διηγήματα, νουβέλες και ποιητικές συλλογές γνωστών αλλά και νεότερων συγγραφέων. Από τη σοδειά του περασμένου χρόνου, οι Κυριάκος Αθανασιάδης, Διονύσης Μαρίνος, Αστερόπη Λαζαρίδου, Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Μαρία Ζαβάκου, Χρήστος Αρμάντο Γκέζος και Αντώνης Μυλωνάκης ξεχώρισαν τα αγαπημένα τους αναγνώσματα και τα παρουσιάζουν παρακάτω.
Κυριάκος Αθανασιάδης
Εντγκαρ Αλαν Πόε, «Οι Φόνοι της Οδού Μοργκ και άλλες ιστορίες» (μετάφραση Βιολέττα Ζεύκη, εισαγωγή Πέτρος Μάρκαρης, 280 σελίδες, σειρά Crime moments, Εκδόσεις Διόπτρα).
Αυτό το βιβλίο ξεχωρίζω, για τους εξής λόγους: Ο Πόε είναι αυτός που (ανάμεσα σε άλλα) έφτιαξε το αστυνομικό, και μάλιστα διάφορες εκδοχές του αστυνομικού. Είναι ο πατέρας του crime. Μάλιστα, μολονότι άλλα λογοτεχνικά είδη ωριμάζουν με τον καιρό, εδώ δεν ισχύει αυτό: τα διηγήματα του Πόε είναι τέλεια, από την αρχή. Οι «Φόνοι της οδού Μοργκ», το «Μυστήριο της Μαρί Ροζέ» και το «Κλεμμένο γράμμα», που περιέχονται στον τόμο, είναι αρχετυπικά εκτενή διηγήματα, και πρέπει να διαβάζονται ξανά και ξανά. Δεν αμφιβάλλω πως πράγματι θα διαβάζονται.
Η σειρά Crime moments (υπεύθυνος Φιλήμονας Πατσάκης, επιμέλεια σειράς Βίκυ Κατσαρού) έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί φιλοδοξεί να συμπεριλάβει ποικίλες όψεις του αστυνομικού, κλασικά και σύγχρονα βιβλία, που έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Επίσης, περιέχει συνοδευτικά κείμενα για τον συγγραφέα, μια αποτίμηση για το έργο του, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του καθενός. Εδώ, αίφνης, έχουμε το κλασικό κείμενο του Μποντλέρ για τον Πόε (μετάφραση Ευαγγελία Καραλή), αλλά και του Ντοστογιέφσκι (μετάφραση Δημήτρης Τριανταφυλλίδης): ωραίες χειρονομίες. Τέλος, είναι μια τόσο καλοσχεδιασμένη σειρά, από τον Γιάννη Καρλόπουλο, που την ερωτεύεσαι ακαριαία.
Διονύσης Μαρίνος
Πιέρ Ασουλίν, «Το Υπερωκεάνιο» (μετάφραση Μαριάνθη Πάσχου, 400 σελίδες, Εκδόσεις Πόλις)
Κλυδωνίζεται, αλλά δεν βυθίζεται. Και όμως, ενίοτε ακόμη και τα πιο θαυμαστά έργα της ναυσιπλοΐας, ολόκληρες ναυαρχίδες που μοιάζουν με πλωτές πόλεις, τις καταπίνει ο βυθός. Δεν ξέρω ποιες ήταν οι προθέσεις του Πιέρ Ασουλίν όταν έγραφε το Υπερωκεάνιο, ωστόσο αυτό που κατάφερε να μας προσφέρει είναι κάτι πολύ περισσότερο από το δραματικό τέλος του υπερωκεάνιου «Ζωρζ Φιλιππάρ», τούτο το καμάρι της γαλλικής ναυτιλιακής εταιρείας Messageries Maritimes.
Είναι Φεβρουάριος του 1932, βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες πριν ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Γερμανοί επιβάτες προπαγανδίζουν ανοιχτά τον ναζισμό, η ομήγυρη διχάζεται. Σε λίγα χρόνια η Γηραιά Ηπειρος θα πιαστεί στον ύπνο και ως άλλο καράβι και αυτή, θα κολυμπήσει στο άδικο αίμα και τον πόνο.
Ο Ασουλίν έγραψε ένα μυθιστόρημα που έλκει την καταγωγή του από τα σπουδαία δείγματα του παρελθόντος. Κάθε πρόταση είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα. Η πλοκή αυξομειώνεται σε ένταση όπως μια καλογραμμένη παρτιτούρα, ενώ οι ήρωες, με προεξάρχοντα τον περίεργο βιβλιοπώλη Ζαν-Μαρί Μποέρ, αλλά και όλη η λοιπή κουστωδία, μας προσφέρουν μια εξαιρετική τοιχογραφία της εποχής. Ο Ασουλίν είναι ένας συγγραφέας που του αρέσει να αναπτύσσει τα έργα του μέσα σε περιοριστικούς χώρους. Αυτή τη φορά, η πλωτή πολιτεία του είναι τόσο ανοιχτή όσο και κλειστή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το μυθιστόρημά του ούτε κλυδωνίζεται ούτε βυθίζεται. Αντίθετα, πλέει στα καθαρά νερά της σπουδαίας λογοτεχνίας.
Αστερόπη Λαζαρίδου
Βιρτζίνια Γουλφ, «Ενα δικό της δωμάτιο» (μετάφραση Θάλεια Παύλου, 184 σελίδες, εκδόσεις Κουκκίδα)
Ενας φίλος που με ξέρει καλά, μου χάρισε αυτό το εκδοτικό κομψοτέχνημα, με τη σιγουριά ότι μέσα από αυτή τη δοκιμιακή πτυχή της σπουδαίας Γουλφ, θα βρω πολλά δικά μου πράγματα, σκέψεις που ακόμη δεν έχω τολμήσει να αρθρώσω. Είχε απόλυτο δίκιο. Η μαγεία της γραφής έγκειται άλλωστε σε αυτό το παράδοξο: για να καταφέρεις να γράψεις για τον κόσμο που σε περιβάλλει, πρέπει να απομονωθείς από αυτόν.
Η δαιμόνια Βιρτζίνια μιλά λοιπόν για «ένα δωμάτιο αποκλειστικά δικό μας», ένα πνευματικό κρησφύγετο, ένα σωτήριο ησυχαστήριο, ώστε να νιώσουμε ασφαλείς για να γράψουμε ποίηση και ό,τι άλλο λαχταρά η ψυχή και προστάζει το μυαλό μας. «Η γυναίκα για να γράψει λογοτεχνία, πρέπει να έχει χρήματα και ένα δικό της δωμάτιο» λέει χαρακτηριστικά και αυτή η θέση δεν έχει να κάνει μόνο με τα υλικά αγαθά, αλλά τονίζει πόσο παγιδευμένη σε πατριαρχικά στερεότυπα είναι η γυναίκα δημιουργός, που πρέπει να προσπαθήσει διπλά και τριπλά συγκριτικά με τους άντρες συναδέλφους της για να αποδείξει πρώτον ότι δεν είναι ελέφαντας και δεύτερον, ότι είναι ταλαντούχα. Καταλήγει ότι «η προσπάθεια, ακόμα και μέσα στη φτώχεια και την αφάνεια, αξίζει τον κόπο». Αυτό το οξυδερκές μανιφέστο ήρθε στα χέρια μου σε μία μεταιχμιακή χρονιά όπως ήταν για εμένα το 2023, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν κατάφερα να γράψω ούτε μία ολόδική μου φράση, ηττημένη από τη βουή που επικρατούσε γύρω μου. Και με έκανε να νιώσω ευγνώμων που έχω ένα δικό μου δωμάτιο και που σύντομα θα επιστρέψω σε αυτό για να γράψω το τρίτο μου βιβλίο».
Ιάκωβος Ανυφαντάκης
Ακης Παπαντώνης, «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» (136 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη)
Kάτι φριχτό συνέβη στη γειτονιά μας πριν λίγα χρόνια. Κάτι που όλοι κάνουμε ότι έχουμε ξεχάσει. Η Σρεμπρένιτσα. Αυτό το κεφάλαιο τολμάει να αγγίξει ο Ακης Παπαντώνης με το νέο του βιβλίο, την Τελευταία αρκούδα του δάσους (Κίχλη). Μας αναγκάζει να θυμηθούμε και να πονέσουμε ξανά με όσα σπαραχτικά συνέβησαν λίγο πέρα από τα σύνορά μας. Το πετυχαίνει με δύο τρόπους, γιατί το βιβλίο έχει δύο διαφορετικές φωνές που «ρέουν» παράλληλα, συμπληρωματικά, και ας μη συναντιούνται ποτέ.
Από τη μία, η αφήγηση του Θοδωρή από τότε που ήταν παιδί τη δεκαετία του ’80 έως τη δεκαετία του ’10, καθώς προσπαθεί να καταλάβει την πορεία του αδερφού του που από Νίκος έγινε Νικηφόρος και από ένας απλός έφηβος έγινε οργανωμένος ακροδεξιός που ταξίδεψε στη Σρεμπρένιτσα τις ημέρες της σφαγής. Και παράλληλα με αυτήν τη φοβισμένη, εσωστρεφή αφήγηση, υπάρχουν οι πραγματικές μαρτυρίες των επιζώντων, από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, σπαράγματα στην αρχή κάθε κεφαλαίου, κοφτερά σαν κομμάτια σπασμένου γυαλιού κάτω από το γυμνό σου πόδι. Ενα βιβλίο που όσοι το διαβάζουν θα το θυμούνται για καιρό, που τολμά να αγγίξει αυτά που δεν πρέπει να ξεχαστούν.
Μαρία Ζαβάκου
Κάθριν Ράντελ, «Impossible Creatures» (368 σελίδες, εκδόσεις Bloomsbury)
Ενα βιβλίο που έχω ξεχωρίσει είναι στην παιδική λογοτεχνία –με την οποία και ασχολούμαι– το «Impossible Creatures» της Κάθριν Ράντελ. Το μυθιστόρημα συνδυάζει στοιχεία της ελληνικής και σκανδιναβικής μυθολογίας και ξεκλειδώνει πανανθρώπινες αλήθειες μέσα από τον κόσμο του φανταστικού που η συγγραφέας χτίζει με μαεστρία.
Σε αυτό το βιβλίο ο νεαρός Κρίστοφερ ανακαλύπτει μια πύλη που συνδέει τη Σκωτία με το Αρχιπέλαγος, έναν τόπο όπου κατοικούν μυθικά πλάσματα. Ταυτόχρονα, γνωρίζει τη Μαλ, ένα περιπετειώδες κορίτσι που κάποιος προσπαθεί να σκοτώσει. Το κορίτσι έχει ένα κατοικίδιο γρύπα και ένα ιπτάμενο παλτό.
Αυτή ακριβώς είναι και η μαγεία της παιδικής λογοτεχνίας. Εκεί όπου Σφίγγες, Κένταυροι και δράκοι συναντούν τη φιλία, την περιπέτεια, τη χαρά και τη λύπη. Το βιβλίο ξυπνά αναμνήσεις από τα μυθιστορήματα των Κ. Σ. Λιούις και Φίλιπ Πούλμαν. Το ταξίδι των παιδιών έχει ένα βαθύτερο νόημα που με σαγήνευσε. Οι κεντρικοί ήρωες προσπαθούν να διαφυλάξουν τον θαυμαστό κόσμο στο Αρχιπέλαγος, να σώσουν τη μαγεία. Το βιβλίο εκδόθηκε στα αγγλικά από την Bloomsbury, London.
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Τζέιμς Γουντ, «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» (μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης, 296 σελίδες, εκδόσεις Αντίποδες)
Ιδανικά θέλω να διαβάζω ένα δοκίμιο ή μια επιστημονική μελέτη παράλληλα με τα μυθιστορήματα ή τα διηγήματα που απασχολούν την καθημερινότητά μου. Δεν μου το επιτρέπει πάντα ο χρόνος, αλλά υπάρχει ένα διανοητικό κομμάτι του εγκεφάλου μου που, όσο στοχαστική και αν είναι η μυθοπλασία, θέλει και κάτι επιπλέον για να ικανοποιηθεί.
Ενα δοκίμιο που αφορά τη λογοτεχνία λοιπόν ίσως εκ πρώτης όψεως δεν είναι η καλύτερη επιλογή για την ως άνω επιδιωκόμενη ισορροπία. Το βιβλίο του Τζέιμς Γουντ όμως είναι γραμμένο με έναν ενθουσιασμό ερασιτέχνη (ἔραμαι + τέχνη), που κάνει την ανάγνωση παιγνιώδη και ευχάριστη, χωρίς να υπολογίσουμε βέβαια και την εγγυημένη βιβλιοφιλική απόλαυση που συνεπάγεται κάθε επαφή με έκδοση των Αντιπόδων.
Ο συγγραφέας παθιάζεται με τις μικρές λεπτομέρειες με τις οποίες έχουν παθιαστεί αρχικά οι σπουδαίοι συγγραφείς που αναφέρει για να μας κάνει να κατανοήσουμε τις λεπτές αποχρώσεις από τις οποίες ξεπηδά η μαγεία της λογοτεχνίας. Τα πολλά και σύντομα υποκεφάλαια διαδέχονται το ένα το άλλο, συγκροτώντας κατά ομάδες άτυπες ενότητες και διευκολύνοντας έτσι την ανάγνωση και την κατανόηση του περιεχομένου. Ενα εμβριθές, πυκνό κείμενο, που διαφωτίζει αλλά και διασκεδάζει.
Αντώνης Μυλωνάκης
Σαντιάγκο Γκαμπόα, «Η νύχτα θα είναι μεγάλη» (μετάφραση Δήμητρα Σταυρίδου, 528 σελίδες, εκδόσεις Διόπτρα)
Είχα την μεγάλη τύχη να παρακολουθήσω τον σπουδαίο αυτό συγγραφέα στο 2ο Φεστιβάλ βιβλίου Χανίων τον Ιούνιο του ‘23 να παρουσιάζει το συγκεκριμένο του βιβλίο. Οι παραστατικές, σκοτεινές περιγραφές του για το τι συμβαίνει στα στενά της Κολομβίας, με έκαναν να ξεφυλλίσω το πρώτο κεφάλαιο ήδη μέσα στην αίθουσα με ανυπομονησία.
Ξεκίνησα το ίδιο βράδυ και η ιστορία με παρέλαβε από το σημείο που με είχαν αφήσει οι αφηγήσεις του.
Ενα μικρό αγόρι είναι ο μοναδικός μάρτυρας σε μια αιματηρή σύγκρουση που όμως, λίγο μετά το μακελειό, εξαφανίζονται όλα τα ίχνη. Λες και τίποτα δεν συνέβη ποτέ. Θα ξεκινήσει έρευνα αλλά τα φοβισμένα στόματα δεν ανοίγουν εύκολα και οι υποψήφιοι δράστες είναι πολλοί.
Ενα αιφνιδιαστικό πολιτικό και κοινωνικό θρίλερ με κινηματογραφική γραφή που συνοδεύεται με την αίσθηση –το κενό, το απέραντο– ότι είσαι ανήμπορος και λιγοστός και μόνος μπροστά στο τεράστιο άδικο που μεγαλώνει διαρκώς ώστε να καταπιεί ό,τι έχει απομείνει. Το τέλος είναι τόσο σκληρό όσο η πραγματικότητα και τόσο αληθινό όσο η ζωή. Ενα βιβλίο για το τι συμβαίνει όταν η εξουσία πέφτει σε λάθος χέρια. Ενα βιβλίο που διαβάστηκε μέσα σε τρεις μέρες.