ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Γυναίκα με ποδήλατο
εκδ. Πόλις, σελ. 228
Αν η ακαδημαϊκή αυταρέσκεια, οι φιλοσοφικές αερολογίες και τα στομφώδη κηρύγματα δεν υπονομεύουν τις λογοτεχνικές σελίδες του Νικόλα Σεβαστάκη, είναι επειδή ο ίδιος μοιάζει απρόσβλητος από τις συνήθεις πανεπιστημιακές ασθένειες. Πολιτικός επιστήμονας, δοκιμιογράφος, ποιητής και προσφάτως διηγηματογράφος, ο Σεβαστάκης φαίνεται πως ξέρει να διαχωρίζει τις ιδιότητές του, κρατώντας τη δέουσα απόσταση ανάμεσα στη διαύγεια του μελετητή και τις συγγραφικές ονειροπολήσεις. Στα τριάντα δύο πεζά της διηγηματογραφικής του συλλογής η ποίηση διαλέγεται με την πολιτική, αλλά τον τόνο τον δίνει η πρώτη. Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα, όπου ένας βιβλιόφιλος καταλήγει αιχμάλωτος των ιδιοκτητών ενός παλαιοβιβλιοπωλείου, δύο ερειπίων του παρελθόντος, αρνούμενος να συμμεριστεί τη γελοία έξαψή τους για παλιές αντιδικίες. Εκείνος, όπως οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου, ανήκε «στην πολιτεία του Ανεπίκαιρου, του μοναδικού πολιτεύματος», που τον συγκινούσε.
Η Ιστορία ασφαλώς υπάρχει, αλλά στο φόντο, τετελεσμένη, όχι όμως και ανενεργή. Οταν πια έχει σβηστεί και το παραμικρό ίχνος από τα αλλοτινά πεδία μάχης, ο συγγραφέας αφιερώνει τον «αριστερό συναισθηματισμό του» στη μνήμη απόντων, που σημάδεψαν με τις μικρές τους ιστορίες έναν συγκεκριμένο τόπο. Στις έξοχες προσωπογραφίες του Σεβαστάκη ο χαμένος χρόνος παγώνει για να προβάλουν εγχάρακτες σε αυτόν φιγούρες, οι οποίες υποβάλλουν ενίοτε το δέος ενός τοτέμ. Η περιφρόνηση του συγγραφέα για «τη λήθη που αδικεί» δεν τον εμποδίζει να αναγνωρίζει «μια ανώτερη μορφή δικαιοσύνης» στη μεροληψία της μνήμης, που ξεχνά μόνο για να διαφυλάξει τις πιο σημαντικές λεπτομέρειες των προσώπων.
Αλησμόνητη κυκλοφορεί με το ποδήλατό της η γυναίκα του ομότιτλου διηγήματος, που με το απόμακρο ύφος της αποκτά ερήμην της μια ξεχωριστή θέση στη μυθολογία της κοινότητας. Υψώνεται σε σύμβολο των λαϊκών παθών, μέχρι που γίνεται ξαφνικά χωμάτινη, πρόθυμη να «θυσιαστεί στο νόμο της βαρύτητας, σε αυτόν το νόμο που, για μας, τους οπαδούς της φούγκας, ήταν ο μεγάλος εχθρός». Εκείνοι ενηλικιώνονταν με το βλέμμα στα σύννεφα, αδιάφοροι για τη γήινη όψη των πραγμάτων. Ξαπλωμένοι κάτω από τον ουρανό, καθυστερούσαν να σηκωθούν όρθιοι γιατί υποψιάζονταν πως λίγο αργότερα το κεφάλι θα έσκυβε και οι ώμοι θα έπεφταν, θα άρχιζε, δηλαδή, η ενήλικη θλίψη.
Υποβλητικά σκιαγραφημένοι, πετρωμένοι στον περασμένο χρόνο, είναι επίσης οι ψαράδες, δύο «σάρκινα ειδώλια», που με τις απολιθωμένες φιγούρες τους μοιάζουν με λείψανα ενός παρωχημένου πολιτισμού, ο αυτόχειρας, που πριν πεθάνει γυαλίζει τις στρατιωτικές του αρβύλες, απομεινάρια μιας συλλογικής σκοτεινής ιστορίας, ο Μάντης, που του κοβόταν η ανάσα από το πένθος για τον πνιγμένο του γιο, ο άλλος, που ένιωθε κατάκοπος από το συνεχές λίκνισμα της ζωής «από μνήμη σε μνήμη και από λήθη σε λήθη», και οπωσδήποτε ο Γκριγκόρ, ένα φάντασμα, που είχε χάσει το αληθινό του πρόσωπο μες στις πολλαπλές επινοήσεις του εαυτού του.
Από τα πιο γοητευτικά πεζά είναι «Η μουσική της αναχώρησης», όπου ο συγγραφέας λοξοδρομεί από την ανθρωπογεωγραφία της νησιωτικής γενέτειρας, για να συνθέσει μια πλάγια αυτοπροσωπογραφία μέσα από την αντανάκλασή του στη μορφή ενός μελαγχολικού διανοούμενου. Δύο άνδρες συγκατοικούν σε μια ιστορία κλειστού δωματίου, ορίζοντας με τις εσωστρεφείς υπάρξεις τους «μια αυτόνομη ζώνη σεμνών συγκινήσεων». Ο ένας αργοπεθαίνει, ο άλλος βρίσκεται μετέωρος σε μια ζωή λειψή. Και οι δύο περιθάλπουν τις πληγές τους με μουσική και λέξεις, αποτραβηγμένοι στο πνευματικό τους κρησφύγετο. Σε μια παρόμοια ζώνη ανεξαρτησίας κινούνται οι αφηγήσεις του Νικόλα Σεβαστάκη, όπου η μνήμη αναδαυλίζει την τέχνη, και αντιστρόφως, ενώ ο αναστοχασμός του ιστορικού παρελθόντος ξεστρατίζει στα προδομένα φαντασιοκοπήματα της παιδικής ηλικίας. Ετσι, από την «ίσαλο γραμμή της σελίδας», το όρυγμα του παλιού πολυβολείου μεταμορφώνεται θαυματουργικά σε αστρικό παρατηρητήριο.