ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Το μαύρο και το κόκκινο. Η χαμένη γενιά Ελλάδα-Ευρώπη
εκδ. Λιβάνης, σελ. 336
Ας υποθέσουμε, όπως ο Καρυωτάκης, πως «δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου». Ας υποθέσουμε πως η χώρα αποκατέστησε τα δύο βασικά ισοζύγιά της, αφού από αμφότερα αποσπά πλεονάσματα αντί χρόνιων ελλειμμάτων. Ας υποθέσουμε πως τα μνημόνια εκπνέουν και πως στο εξής η χώρα, αντί της «αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας» των εταίρων, προσέρχεται στις αγορές χρήματος. Σε αυτό το υποθετικό success story ή έστω σε αυτό που προσδοκά η κυβέρνηση –γιατί περί προβλέψεων πρόκειται–, υπάρχει άραγε κάτι χειροπιαστό που θα μπορούσε να διασκεδάσει την ελληνική απαισιοδοξία και την ευρωπαϊκή δυσανεξία; Το κόστος για την υποθετική «εξυγίανση» του πειραματόζωου μάλλον υπερβαίνει τα εξ αυτής αβέβαια οφέλη. Ακόμη και αν οι βασικές ανισορροπίες διορθώνονται σήμερα στην Ελλάδα, η χώρα βρίσκεται σε σαφώς δυσμενέστερη θέση.
Στο «Μαύρο και το κόκκινο» ο Κώστας Βεργόπουλος, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, πραγματοποιεί έναν απολογισμό μιας, όντως, κρίσιμης εποχής, στο πλαίσιο της οποίας αναδεικνύονται πολλά παράδοξα, στρεβλώσεις, αδικίες και αντινομίες. Συνεπής στις κριτικές οικονομικοπολιτικές αναλύσεις που είχε διατυπώσει στα πρόσφατα βιβλία του, όπως το «Μετά το τέλος: Η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη μέρα» (Λιβάνης, 2011) και το «Η ανάρμοστη σχέση: Ελλάδα-Ευρώπη» (Πατάκης, 2012), μιλάει για το άλας της πολιτικής. Επιμένει να τονίζει τα αδιέξοδα της λιτότητας που αναστέλλει κάθε επενδυτική πρόθεση, επιβαρύνει τα χρέη, διευρύνει τις ανισότητες και εμποδίζει τις προϋποθέσεις ανάκαμψης.
Αναγκαστικά, σχεδόν, η επιχειρηματολογία του Κώστα Βεργόπουλου συγκροτείται στα συγκείμενα της παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας, της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας του 20ού αιώνα, στις προσεγγίσεις των σχολών οικονομικής σκέψης, στους παγκόσμιους οικονομικούς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η ΕΚΤ, αλλά και στους υπερεθνικούς πολιτικούς οργανισμούς όπως η Ε.Ε.
Επιμένει πως η κρίση, εκτός από την οικονομική, έχει πολιτικές, φιλοσοφικές και ιδεολογικές ρίζες, σαν να είναι θέμα «ηθικής φιλοσοφίας» όπου ο ενάρετος κύκλος προκύπτει μέσω κατεδάφισης και τιμωρίας – άποψη που βρίσκεται πολύ κοντά στη γερμανική ηθικο-φιλοσοφική κατανόηση της οικονομίας, αν όχι στην ιδιοτελή ερμηνεία της.
Από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης του Μεσοπολέμου η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία έχει κατανοήσει τις διαδικασίες εξόδου από την κρίση. Και το New Deal του 1935 ουδεμία σχέση είχε με τις θεωρίες του Κέινς. Ο ίδιος ο Κέινς, μάλιστα, το 1935 είχε βρει τον πρόεδρο Ρούζβελτ «άσχετο με τα οικονομικά προβλήματα». Ομως, ο Ρούζβελτ τα είχε καταφέρει. Αν σήμερα η Αμερική και η Ιαπωνία διατηρούνται έξω από την κρίση, είναι γιατί ακολουθούν πολιτικές αντίθετες με αυτές της Ευρώπης. Η Ευρώπη βυθίζει τον εαυτό της στην κρίση, όχι γιατί δεν γνωρίζει, αλλά γιατί επιλέγει συνειδητά το χαρτί της κρίσης, επικαλούμενη την εξυγίανση και την ανταγωνιστικότητα – προβλήματα που είναι διακριτά από αυτά της κρίσης.
Μαύρο, λοιπόν, για την απαισιοδοξία και τα αδιέξοδα της πολιτικής λιτότητας, κόκκινο για το δυσοίωνο μέλλον που προοιωνίζονται οι μακροοικονομικοί δείκτες που χτυπούν καμπανάκια κινδύνου. Μόνο με διαφορετικές πολιτικές θα μπορέσουν η Ευρώπη και η Ελλάδα να αποφύγουν «χαμένες δεκαετίες».
Οσο για τις «χαμένες γενιές»; Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα για τον Βεργόπουλο. Η αντικατάσταση της «μυθικής δεκαετίας των νέων» του 1960-1970 από τη νέα δεκαετία του εικονικού χρήματος και του χρέους, αποδεικνύει τη μετάβαση από το σύστημα που πληρούσε την ικανότητα να ενσωματώνει όλο και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας, στο σύστημα που αποκλείει όλο και περισσότερες κατηγορίες πληθυσμού και κυρίως τους νέους. Τους νέους, λοιπόν, είναι που θα πρέπει να αφουγκραστεί η κοινωνία και η οικονομία στην Ελλάδα, στην Ε.Ε., στον κόσμο.