Δαιδαλώδεις διάδρομοι, αίθουσες που οδηγούν σε άλλες αίθουσες, προτομές και πίνακες στους τοίχους, δάπεδο στρωμένο με πλάκες, παλιά βιβλία με φθαρμένες ράχες στα ράφια των βιβλιοθηκών. Εχοντας κατέβει μια μικρή εσωτερική σκάλα από το ισόγειο της Ακαδημίας, ο επισκέπτης βρίσκεται ξαφνικά σε ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος, του οποίου την ύπαρξη κατά πάσα πιθανότητα αγνοούσε. Πόσοι γνωρίζουν, αλήθεια, ότι κάτω από την Ακαδημία Αθηνών, κάτω από τις επιβλητικές αίθουσες των συνεδριάσεων των «αθανάτων», υπάρχει ένας κόσμος γεμάτος θησαυρούς και γνώση; Η Βιβλιοθήκη «Ιωάννης Συκουτρής» λειτουργεί από το 1926 – στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ο Συκουτρής, σημαντικός φιλόλογος της εποχής, είχε εργαστεί εκεί, πριν δώσει τέλος στη ζωή του το 1937 σε ηλικία 36 ετών.
Η Βιβλιοθήκη, λοιπόν, έχει στόχο, όπως αναφέρεται από την Ακαδημία, την «πρόσκτηση, φύλαξη, συντήρηση και διαχείριση των βιβλίων, περιοδικών εκδόσεων, δημοσιευμάτων εν γένει, χειρογράφων, χαρτών, σχεδίων, προσωπογραφιών και συλλογών που ανήκουν στην Ακαδημία Αθηνών». Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την εντύπωση που μάλλον υπάρχει, ο χώρος είναι ανοιχτός στο κοινό (καθημερινά 09.00-15.00), με τους ενδιαφερομένους να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο της γνώσης που υπάρχει μαζεμένος εκεί και να μελετήσουν. Φοιτητές, κυρίως, ή ερευνητές εμφανίζονται κάποιες φορές τα πρωινά στο μικρό αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης.
Οταν την επισκεφτήκαμε εμείς, οι πρόθυμοι «ξεναγοί», η προϊσταμένη της Βιβλιοθήκης Ειρήνη Τσούρη και οι βιβλιοθηκονόμοι Κυριακή Αδάμ και Γιώργος Κατσαμάκης, άφησαν να εννοηθεί ότι, παρά το πλήθος των «θησαυρών» που υπάρχουν στους διαδρόμους της, οι ίδιοι προτιμούν να την αντιμετωπίζουν ως κάτι πιο δυναμικό, ως ένα μέρος όπου παράγεται και μοιράζεται η γνώση, παρά ως ένα στατικό μουσείο ή, ακόμη χειρότερα, ως έναν αποθηκευτικό χώρο. Γι’ αυτόν το λόγο έγινε πριν από λίγο καιρό και μια έκθεση, στην οποία το κοινό πήρε μια μικρή γεύση από το θαυμαστό αρχείο της.
Τι υπάρχει λοιπόν στη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας, τι κρύβεται στα δωμάτια και στους διαδρόμους της; Περίπου 200.000 βιβλία και 3.500 περιοδικά, αρχέτυπα και παλαίτυπα, σπάνια χειρόγραφα αλλά και σύγχρονα συγγράμματα, προσωπικές συλλογές που δωρήθηκαν, μοναδικές εκδόσεις και έγγραφα που μας ταξιδεύουν όχι απλώς σε στιγμές μέσα στους αιώνες της ελληνικής βιβλιογραφίας, αλλά ολόκληρης της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Σε μια προθήκη διακρίνουμε την υπογραφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από το 1449, αλλού διαβάζουμε μια επιστολή του Διονυσίου Σολωμού στα Ιταλικά με παραλήπτη τον Νικόλαο Μάντζαρο και μια άλλη επιστολή του Ελευθέριου Βενιζέλου προς την Ακαδημία Αθηνών, στην οποία αναφέρει την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα κληροδότημα υποτροφιών στο όνομα της συζύγου του Ελένης.
Στη συνέχεια, συναντάμε τον «Νομοκανόνα» που έγραψε ο Μανουήλ Μαλαξός το 1561, παραγγελία του μητροπολίτη Θηβών. Στο χειρόγραφο αυτό στηρίχθηκε το Δίκαιο επί τουρκοκρατίας. Αλλού βλέπουμε τη συλλογή με τα Καραμανλίδικα, τα βιβλία δηλαδή που γράφτηκαν με ελληνικούς χαρακτήρες στην τουρκική γλώσσα, τακτική που χρησιμοποιούσαν οι τουρκόφωνοι Ελληνες τον 18ο και τον 19ο αιώνα – αντίστοιχα υπάρχει και ένα σπάνιο ελληνικό αναγνωστικό Δημοτικού της Σοβιετικής Ενωσης, τα «Κολχοζόπουλα», από τη δεκαετία του 1930, γραμμένο σε φωνητική ορθογραφία. Μια λογική καθόλου μακριά από τα σημερινά greeklish.
Εν τω μεταξύ, η Βιβλιοθήκη βρίσκεται κάτω από ένα χώρο όπου παρίστανται καθημερινά μερικοί από τους σημαντικότερους ανθρώπους του πνεύματος στη χώρα μας – όσο βρισκόμασταν εκεί, συναντήσαμε την ακαδημαϊκό Χρύσα Μαλτέζου, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Επ’ αφορμή της παρουσίας μας, η κ. Μαλτέζου μάς έδειξε μεταξύ άλλων και ένα βενετσιάνικο κατάστιχο -κάτι σαν το κτηματολόγιο- του Ναυπλίου του 1705, που χρησίμευε για τη συλλογή των φόρων. Ο κατάλογος δεν τελειώνει. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμεί για ώρα τους «θησαυρούς» της Βιβλιοθήκης, οι οποίοι καλά φυλάσσονται και καλά συντηρούνται. Αυτό που τους λείπει είναι περισσότερη προβολή, περισσότερη επαφή με τον κόσμο, ώστε όλα αυτά να λειτουργήσουν ως αφορμές για να γνωρίσουμε καλύτερα το παρελθόν μας.
Τρία κειμήλια μας μαθαίνουν ιστορία
Το μανιφέστο πριν από το μανιφέστο
Σύμφωνα με την ιστορία, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης φτάνει στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, κηρύσσοντας την Επανάσταση και εκδίδοντας την ηρωική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Μία μέρα νωρίτερα, στις 23, είχε στείλει ένα αντίγραφο του μανιφέστου σε άγνωστο παραλήπτη. Αυτή, λοιπόν, η πρώτη χειρόγραφη μορφή της επιστολής πριν από τη δημοσίευσή της, περισώθηκε και βρίσκεται σήμερα στο αρχείο της Ακαδημίας. Τα γράμματα είναι πολύ μικρά, αλλά τα τελευταία λόγια διακρίνονται πολύ εύκολα: «…εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η πατρίς μάς προσκαλεί». Διακρίνονται και η ημερομηνία και η υπογραφή του Υψηλάντη, αν και εικάζεται ότι το κείμενο δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο – ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας είχε χάσει το χέρι του σε μια μάχη κάποια χρόνια νωρίτερα. Περισσότερες πληροφορίες, πάντως, για τη συγκεκριμένη επιστολή αναμένονται εν καιρώ, καθώς βρίσκεται ακόμα υπό μελέτη.
Το μαχαιρωμένο βιβλίο
Η ιστορία του Πάπα Ιωάννη, που έφτασε στο ανώτατο θρησκευτικό αξίωμα αποκρύπτοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν γυναίκα, αρχίζουν να την αφηγούνται στην Ευρώπη από τον 13ο αιώνα. Σε αυτόν τον μεσαιωνικό μύθο βασίστηκε ο Εμμανουήλ Ροΐδης για τη δική του εκδοχή, την οποία εξέδωσε στην Ελλάδα το 1866. Η «Πάπισσα Ιωάννα» μπορεί να θεωρείται σήμερα ένα από τα κορυφαία ελληνικά μυθιστορήματα, ωστόσο τότε είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις που είχαν καταλήξει στον αφορισμό του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Φτάνουμε, λοιπόν, στο 1895, όταν ο Παναγιώτης Πάνας μετέφρασε στα Ελληνικά μια άλλη «Πάπισσα Ιωάννα», γραμμένη από τον Ιταλό Ερνέστο Μετσαμπότα. Το αντίτυπο έφτασε στα χέρια του Ροΐδη, ο οποίος, ενοχλημένος από τη νέα άφιξη και πιθανόν εξουθενωμένος από τη δική του ταλαιπωρία με το συγκεκριμένο βιβλίο, έπιασε ένα μαχαίρι και ξέσπασε στις σελίδες του.
Η «Βίβλος» της ελληνικής γλώσσας
Είναι ένα μεγάλο βιβλίο με χοντρό μπλε εξώφυλλο, μια περίτεχνη έκδοση διακοσμημένη με επίτιτλα και πρωτογράμματα. Είναι το Μέγα Ετυμολογικόν, ένα σημαντικό λεξικό του 15ου αιώνα· τυπώθηκε το 1499 στη Βενετία από τον Κρητικό Ζαχαρία Καλλιέργη, ο οποίος σχεδίασε και χάραξε τα τυπογραφικά στοιχεία βάσει του δικού του γραφικού χαρακτήρα. Πέρα από την παλαιότητά του που θα αρκούσε για να μας εντυπωσιάσει (σκεφτείτε ότι έχουν περάσει μόλις 44 χρόνια από τη Βίβλο του Ιωάννη Γουτεμβέργιου), το Μέγα Ετυμολογικόν είναι σημαντικό γιατί, πολύ απλά, θεωρείται ότι αποτελεί την αρχή της ελληνικής τυπογραφίας, όντας το πρώτο βιβλίο που προέρχεται από ελληνικό τυπογραφείο και από Ελληνες συντελεστές. Δεν είναι πάντως το παλαιότερο του αρχείου της Βιβλιοθήκης, καθώς υπάρχει και η «Ανθολογία επιγραμμάτων» του Μάξιμου Πλανούδη από το 1494.