SOPHIE FONTANEL
Μεγαλώνοντας
μτφρ:. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
εκδ. Στερέωμα
«Πρώτο πέσιμο της μητέρας μου. Πόσο αμάθητη ήμουν. Πίστευα ακόμα ότι μπορούσε να βοηθά κάποιος χωρίς να αφοσιωθεί».
Η Σοφί Φοντανέλ γεννήθηκε στο Παρίσι. Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εχει στο ενεργητικό της μια σημαντική καριέρα σε εφημερίδες όπως είναι η Le Monde και η Liberation αλλά και σε γυναικεία περιοδικά, όπως είναι το Elle, του οποίου είναι αρχισυντάκτρια. Εχει τιμηθεί με βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου μυθιστορήματος για το μυθιστόρημά της «Sacre Paul», ενώ το «Μεγαλώνοντας», που μεταφράστηκε αυτόν τον καιρό στα ελληνικά, εκδόθηκε το 2010 στη Γαλλία ενώ το 2012 επανεκδόθηκε σε σχήμα τσέπης από τις εκδόσεις «J’ai lu».
Η Φοντανέλ, απ’ ό,τι αφήνει να εννοηθεί, δεν έχει δικά της παιδιά. Είναι μια γυναίκα που διεκδίκησε την καριέρα. Ζει και αναπτύσσεται σε έναν κόσμο ταχύτητας, ομορφιάς, επικαιρότητας, νεότητας. Οπως και οι ειδήσεις, έτσι και τα περιοδικά ομορφιάς προβάλλουν το νέο, ευαγγελίζονται το φρέσκο. Ολα άλλωστε στους ρυθμούς της ζωής μας παλιώνουν πολύ γρήγορα. Οι εξελίξεις του κόσμου τρέχουν αλλά και οι άνθρωποι είναι μέρος της παγίδας, αναλώσιμοι. Στις σελίδες αυτών των εντύπων και στις φαντασιώσεις που τροφοδοτούν το παλιό δεν έχει θέση.
Τι συμβαίνει, όμως, με τη ζωή μας; Με αυτό που κλείνει η πόρτα μας; Τι γίνεται με ό,τι παλιώνει; Με αυτούς που μεγαλώνουν; Ή για μας που μεγαλώνουμε μαζί τους;
Τύπος και ουσία
Η Σοφί Φοντανέλ βιώνει διαδοχικά, μέρα με τη μέρα, στιγμή τη στιγμή, τα γηρατειά της μητέρας της. Η άλλοτε όμορφη, κραταιή γυναίκα, έξυπνη, γοητευτική, μητέρα της Φοντανέλ διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της, έχοντας αρχίσει να χάνει τη μνήμη της, τις αντοχές του σώματός της, την κοινωνικότητά της, τη διάθεση για επικοινωνία, για τροφή, για τον έξω αλλά και για τον μέσα κόσμο. Η κόρη της αρχικά παρατηρεί και παλεύει να προσφέρει τυπικά τη βοήθειά της, χωρίς να έχει διάθεση να αλλάξει τη ζωή που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Να είναι παρούσα και να μην είναι. Να κάνει τα πρακτικά, γιατί δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει ουσιαστικά. Το γήρας την ξεπερνά. Ιδίως το γήρας της δικής της μητέρας. Γιατί εάν αποδεχθεί ότι η μητέρα της συρρικνώνεται, τι θα συμβεί με εκείνη; Αλλωστε, η σχέση μητέρας-κόρης πάντοτε, με όλες τις αφορμές και σε όλες τις φάσεις της ζωής, ανακινεί κάτι βαθύ, το οποίο μπορεί να είναι επώδυνο.
Ερχεται μια στιγμή στη ζωή μας που συνειδητοποιούμε ότι ή πρέπει να βουτήξουμε όλο μας το σώμα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ή να ξεχάσουμε για πάντα το μπάνιο, με τον κίνδυνο αυτή η απόφαση να μας στοιχειώνει για μια ζωή.
Η Φοντανέλ δεν μπορεί να αφήσει την ήδη αφημένη μητέρα της. Και να την αφήσει πού; Η μητέρα της δεν πάει σε γηροκομεία. Ο αδερφός της έχει παιδιά. Οι γυναίκες είναι πάντα ένας ξένος. Στο σπίτι πέφτει συνεχώς. Ανά πάσα στιγμή. Περνάει ατέλειωτες ώρες στο πάτωμα κοιτώντας το ταβάνι, χωρίς να μπορεί να πάρει κανέναν τηλέφωνο, χωρίς να θυμάται το νούμερο του τηλεφώνου των παιδιών της. Ετσι η συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι ό,τι έκανε μέχρι τώρα δεν είχε αποτέλεσμα γιατί η αντίστροφη μέτρηση της ζωής της μητέρας της δεν είναι άλλο ένα meeting που πρέπει να το φέρουμε όπως όπως εις πέρας. Αυτό που χρειάζεται είναι η εμπλοκή. Η αφοσίωση, η επένδυση, η συναισθηματική και ψυχική παρουσία. Και τότε η Φοντανέλ παραδίνεται, όπως σε κάθε σχέση που αντιλαμβανόμαστε τις ελλείψεις μας, την απώλεια της παντοδυναμίας και του ελέγχου και την παράδοση στον κόσμο του άλλου, σε μια ιστορία δικής της ενηλικίωσης. Και πετυχαίνει, ούσα ακόμα η μητέρα της εν ζωή, να δει πόση αγάπη πήρε, πόση μπορεί να δώσει και να πλουτίσει μέσα στον δύσκολο κόσμο της αυταπάρνησης και της δοτικότητας. Γιατί η ζωή, ευτυχώς, δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Και μπορεί τελικά τα γηρατειά να είναι πολύ πιο απελευθερωτικά και ανάλαφρα ή ιδωμένα με χιούμορ απ’ ό,τι μια φορτική και φορτισμένη νεότητα.