Ξεριζωμένος ξανά

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιόνας Μέκας έμαθε σε αρκετές γενιές κινηματογραφιστών πως είναι ελεύθεροι να ξεκινήσουν μια ταινία όποτε θέλουν, επειδή απλώς είδαν κάτι: επειδή είδαν τη βροχή να πέφτει, επειδή είδαν μια γυναίκα να τρώει ένα φρούτο, επειδή είδαν έναν σκύλο να τρέχει.

Στην πραγματικότητα τούς έδειξε πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι να κάνουν κινηματογράφο, ότι δεν είναι υποχρεωτικό ν’ ακολουθήσουν τη συνηθισμένη αλυσίδα παραγωγής, πως είναι εύκολο, όπως βγαίνεις έξω για ν’ αγοράσεις ψωμί, τοποθετώντας έτσι στο κέντρο του σινεμά την ίδια τη ζωή: μπορείς να κινηματογραφείς, χωρίς να διακόψεις τη μέρα σου, αναπτύσσοντας την ταινία σου παράλληλα με τη ζωή σου, λες και μεγαλώνεις ένα παιδί.

Η κινηματογράφηση του Μέκας ήταν μοναδική, σαν να μην κουβαλούσε κάμερα μαζί του, και παρόλο που η τεχνική του έμοιαζε με μια λαχανιαστή αναπνοή, ωστόσο αντιστεκόταν στον πανικό της καθημερινότητας. Κάποιος θα μπορούσε να τον αποκαλέσει πρόδρομο του «ανθρώπου με το κινητό» και της οπτικής του απληστίας, μα θα διαφωνήσω.

Γιατί ενώ το κινητό είναι ένα νεκροταφείο τσέπης για εικόνες, που όσες περισσότερες αποθηκεύεις τόσο πιο ληθαργικός γίνεσαι, με αποτέλεσμα ν’ αποσυνδέεσαι από τα γεγονότα που έχεις καταγράψει, στην περίπτωση του Μέκας, η κάμερα θύμιζε ένα όπλο ενάντια στη λήθη: κινηματογραφώντας αποσπασματικά στιγμές από τη ζωή του, προσπαθούσε ν’ ανακαλέσει ένα κομμάτι από το χωράφι της πρώτης του νιότης, πριν το κάψει ο πόλεμος, έχοντας με το μέρος του την αθωότητα των πρωτοπόρων του σινεμά. Τόσο κοντά στους Λιμιέρ, τόσο κοντά στο φως δηλαδή.

Ομως η σπουδαιότερη συμβολή του στην ιστορία του δημιουργικού ντοκιμαντέρ –αυτό το τεράστιο σπίτι που προστατεύει κάθε ανορθοδοξία– ήταν η ακατέργαστη πρακτική του στο voice over· αυθόρμητη, τρυφερή, αφελής. Η φωνή του, με τη βαριά λιθουανική προφορά και τα στοιχειώδη αγγλικά, ήταν το σάλιο ενός πουλιού που έχει πετάξει από τον τόπο του και αγωνίζεται σπασμωδικά να φτιάξει μια φωλιά σε μια μακρινή χώρα.

Με την πρόφαση πως αποτυπώνει την καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, πέτυχε να διατηρήσει, σε μία σειρά από φιλμ και βίντεο, σχεδόν 70 χρόνια καθημερινής ζωής, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στις διασημότητες που γνώριζε και κινηματογραφούσε με την κάμερά του.

Στις εικόνες του αξίζει κανείς να παρατηρήσει τον τρόπο που φιλμάρει ένα παράθυρο, τα κύματα, το χιόνι ή τους φίλους του, καθώς η δική του οικιακή εγγραφή έρχεται να ξεθάψει τη μικρή προσωπική ανάμνηση του θεατή, να τη θρέψει και να την αφήσει ξανά, διεσταλμένη όμως, σ’ αυτό που ονομάζεται «Κόσμος». Τίποτα δεν πάει χαμένο, κάθε βλεφάρισμα οδηγεί στην ομορφιά, σύμφωνα με τον Μέκας. Ισως επειδή κάθε βλεφάρισμα πιστοποιεί τον γρίφο της ανθρωπότητας που έχει βρει καταφύγιο πίσω από την εικόνα.

Παρόλο που είναι φανερό πως δεν έκανε παρά μία μεγάλη ταινία, πλατιά και αδιάκοπη σαν ποτάμι, θα ήθελα να επισημάνω τουλάχιστον τρεις, καθώς αποτέλεσαν τις μήτρες της συνολικής φιλμογραφίας του: το τρίωρο «Walden» (1969), το πρώτο ημερολόγιο που αποφάσισε να μοντάρει, με υλικό από τη δεκαετία του ’60, το επίσης τρίωρο «Lost Lost Lost» (1976) που αφηγείται τη ζωή του ως εκτοπισμένου Λιθουανού, από την άφιξή του στην Αμερική το 1949, στα 27 του χρόνια, μέχρι την αποδοχή της νέας του πατρίδας, και το πεντάωρο «As I Was Moving Ahead Occasionally I Saw Brief Glimpses of Beauty» (2000), ένα παρατεταμένο στιγμιότυπο μιας οικογενειακής ζωής που τελειώνει ή έχει τελειώσει ή θα τελειώσει – ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω αυτά τα τρία στάδια.

Αδιαφορώντας για τις νόρμες του εμπορικού κινηματογράφου, αποκλεισμένος για χρόνια από ένα μεγαλύτερο κοινό, εργάστηκε σ’ εκείνο ακριβώς τον χώρο που οι «επαγγελματίες» δεν διστάζουν ν’ απαξιώσουν, και εννοώ «τους ανθρώπους που ασχολούνται με την αναπαραγωγή του σινεμά όπως οι κιβδηλοποιοί με την αναπαραγωγή των έργων της ζωγραφικής», όπως γράφει η Ντυράς.

Ακόμα κι αν κάποιες φορές κατηγορήθηκε για την παμπόνηρη στρατηγική του να προωθεί τον εαυτό του μέσα από την προβολή του έργου παλαιών φίλων και συνοδοιπόρων, ακόμα κι αν κατέληξε να μοιάζει με το λείψανο ενός αγίου που περιφερόταν από φεστιβάλ σε φεστιβάλ ευλογώντας το ανεξάρτητο σινεμά, πάντα τον δικαιολογούσες.

Οταν πριν από δύο χρόνια ήρθε στην Αθήνα, μια φίλη μού πρότεινε να τον συναντήσω και να μιλήσω για λίγο μαζί του. Καθώς πλησίαζε η ώρα, άρχισα ν’ αλλάζω διάθεση. Απέφυγα τη συνάντηση. Σήμερα, που είναι ξεριζωμένος ξανά, σε μια έρημο που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί, το μετανιώνω. Αλλά μόνο σήμερα.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου είναι συγγραφέας

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT