Κάθε φορά που βλέπω το «Ζήτημα Τιμής» (1992) του Ρομπ Ράινερ, «λοκάρω» ξανά και ξανά σε μία σκηνή: αυτή στην τελική ημέρα του δικαστηρίου, όπου ο δικηγόρος παιδί-θαύμα Ντάνιελ Κάφι «στριμώχνει» στην γωνία τον «δεν-με-αγγίζει-τίποτα» συνταγματάρχη Νέιθαν Τζέσαπ και η σιγουριά του δεύτερου γίνεται καπνός τη στιγμή που φεύγει από την αίθουσα ένοχος και με χειροπέδες.
Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο εντυπωσιακά καλά στέκεται ερμηνευτικά ο «πιτσιρικάς» τότε Τομ Κρουζ απέναντι στον «πολύ» Τζακ Νίκολσον, σε μια σκηνή που, ο δεύτερος σε κάθε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να «καταπιεί» πανεύκολα τον (όποιο) πρώτο. Κι όμως αντ’ αυτού, ο τεταμένος διάλογός τους είναι σαν ένας νευρώδης αγώνας πινγκ πονγκ που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας και περιμένει το χειροκρότημά μας.
Πριν ακόμα ο Τομ Κρουζ παίξει σε αυτή την ταινία, ο Ρότζερ Ίμπερτ στην θρυλική εκπομπή «Siskel & Ebert» είχε αποκωδικοποιήσει την «Φόρμουλα Τομ Κρουζ» σε 10 βήματα: το «ατίθασο αγόρι», που έχει πάντα έναν «μέντορα», ένα «φονικό θηλυκό», συχνά μεγαλύτερης ηλικίας, εν είδει φαμ φατάλ, την «τέχνη» μέσω της οποίας πρέπει να φέρει εις πέρας την αποστολή του στην εκάστοτε «αρένα», την «τελετουργία» με την οποία θα το πετύχει αυτό μα και το «μονοπάτι» που θα διανύσει. Σε όλη αυτή την διαδρομή, δεν λείπει βέβαια και ο «αρχικός εχθρός» που στη συνέχεια θα γίνει φίλος με τον πρωταγωνιστή, αλλά και ο «πραγματικός εχθρός», όπως και ο «φίλος που πεθαίνει» κάποια στιγμή στην ταινία.
Πράγματι, αυτός είναι ο Τομ Κρουζ πίσω από την μπάρα του «Κοκτέιλ» (1988), πάνω στην τσόχα του μπιλιάρδου στο «Χρώμα του Χρήματος» (1986) ή στην πίστα με τέρμα το γκάζι στις «Μέρες Κεραυνού» (1990). Αυτό δεν είναι βέβαια παρά ένα από τα χίλια πρόσωπα του Τομ Κρουζ, που όλα μαζί διαμορφώνουν ένα από τα ηχηρότερα ονόματα του αμερικανικού σινεμά των τελευταίων 5 δεκαετιών.
Για αρχή, ήταν ο πιτσιρικάς «αλητάκος», όχι όμως και τίποτα επικίνδυνο για να μην τον κάνει κάποιος παρέα. Έτσι τον μάθαμε, στις πρώτες του ταινίες στα 80s. Ήταν ένας από την «dream team» παρέα των «Επαναστατών Χωρίς Αύριο» (1983), με την οποίο ο Κόπολα «μεγάλωσε» στα πόδια του 4-5 από τα πιο γνωστά ονόματα της εποχής. Ήταν φυσικά με τις «Σκοτεινές Μπίζνες Ενός Πρωτάρη» (1983) που ο Τομ Κρουζ ουσιαστικά απέκτησε δική του υπόσταση στην οθόνη.
Πολύ πριν το «Μόνος στο Σπίτι» μοσχοπουλήσει σαν ζεστό ψωμί σε ένα σινεμά ή βίντεο κλαμπ δίπλα σας ή ο Φέρι Μπιούλερ ζήσει την κοπάνα του στα άκρα, ο έφηβος Τζόελ που υποδύθηκε ο Κρουζ κατάφερε να τα κάνει όλα λίγο-πολύ μαντάρα έχοντας σε αποκλειστικότητα τα κλειδιά του σπιτιού του και να σηκώσει με χαρακτηριστική ευκολία όλη την ταινία στις πλάτες του. Χρειάστηκαν άλλωστε ένα ροζ πουκάμισο, ένα ζευγάρι λευκές κάλτσες κι ένας χορός υπό τους ρυθμούς του «Old Times Rock ‘n’ Roll», για να αποτυπωθεί στην κάμερα όλη η ανεμελιά που χαρακτήρισε την δεκαετία, σε κάτι λιγότερο από δύο λεπτά. Α, ναι, και ένα ζευγάρι Ray Ban Wayfarer με τον Τομ Κρουζ, σαν πρώιμος influencer, να γίνεται έτσι ο βασικός λόγος για τη δημοφιλία του συγκεκριμένου γυαλιού εκείνη την εποχή.
Κι ύστερα, είναι ο ένστολος Τομ Κρουζ. Αυτός που είναι «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1989), ο στρατιωτικός δικηγόρος του «Ζητήματος Τιμής» (1992), ο αεροπόρος που σκίζει με αμίμητο coolness τους αιθέρες στο «Top Gun» (1986), τόσο αμίμητο που o κόσμος (μαζί και το Φεστιβάλ των Καννών, που ετοιμάζει κιόλας ένα αφιέρωμα φέτος για την συνολική προσφορά του) εν έτει 2022 περιμένει εναγωνίως την επιστροφή του «Maverick». Αυτός είναι ο Κρουζ της τιμής και της πατρίδας και τίποτα, ούτε καν ένα κορίτσι (κι ας είναι εμφανής, λόγου χάρη, ο ερωτισμός ανάμεσα στον ήρωά του και αυτόν της Ντέμι Μουρ στο «Ζήτημα Τιμής»), δεν μπορεί να τον αποσπάσει ολοκληρωτικά από την αποστολή του που οφείλει να φέρει εις πέρας στο όνομα της αστερόεσσας.
Μην ξεχνάμε βέβαια και τον Τομ Κρουζ της κατασκοπίας, η οποία άλλωστε, είναι αυτή που τον ταΐζει κατά κύριο λόγο εδώ και δύο και βάλε δεκαετίες. Ο Ίθαν Χαντ των «Επικίνδυνων Αποστολών» δημιουργήθηκε καθαρά ως το αμερικάνικο αντίπαλο δέος του φινετσάτου Βρετανού Τζέιμς Μποντ. Κι είναι ένας ήρωας πιο γρήγορος, πιο κοφτός, πιο εντυπωσιοθηρικός μα και ουσιαστικά εντυπωσιακός στα mindfuck εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει -ποιος δεν ίδρωσε από αγωνία για το αν θα ακουμπήσει το πάτωμα όσο κρεμόταν από ένα σκοινί στην πρώτη ταινία της σειράς (1996);
Το σύμπαν των «Επικίνδυνων Αποστολών» φλέρταρε με έναν άτυπο «υπερηρωισμό», όχι μόνο για τα κατορθώματα ενός από τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες του Κρουζ, αλλά και γιατί άρθρωσε με παχυλούς εμπορικούς όρους το brand του ηθοποιού. Ο Κρουζ φρόντισε να γίνει ο πρώτος ηθοποιός στο μυαλό όποιου κάνει λίστες με «τους ηθοποιούς που κάνουν μόνοι τους τα stunts τους» (δεν παρέλειψε να το διαφημίζει όσο χρειάζεται και ο ίδιος με «behind the scenes» βιντεάκια) και να εξασφαλίσει έτσι μια σειρά προτεραιότητας σε ό,τι μπορεί να υπαχθεί κάτω από την ομπρέλα της περιπέτειας και του εγκλήματος. Έγινε, δηλαδή, ο 360° εργάτης των ρόλων του που ιδρώνει την φανέλα -κυριολεκτικά- για να τους φέρει εις πέρας και μεταμορφώνεται έτσι σε…μια επιχείρηση μόνος του.
Είναι, όμως, οι εκτός «βασικού μοτίβου» ρόλοι του Κρουζ αυτοί στους οποίους ξεδίπλωσε τις πραγματικές του δυνατότητες. Ακόμα και ο πιο σκληροπυρηνικός θαυμαστής του, αποκλείεται να μην τινάχτηκε από τη θεση του με την ερμηνεία του ως new age πειραγμένου τηλεκήρυκα στο σπονδυλωτό «Μανόλια» (1999) του Πολ Τόμας Άντερσον (η Ακαδημία του χάρισε και μια υποψηφιότητα). Να μην υποκλίθηκε στην αβίαστη και ατσαλάκωτη χάρη με την οποία ενσάρκωσε τον «Τζέρι Μαγκουάιρ» του Κάμερον Κρόου (1996). Να μην παραδέχτηκε την μυσταγωγική χημεία με την τότε σύζυγό του, Νικόλ Κίντμαν, στο κύκνειο άσμα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» (1999).
Η πεμπτουσία πάντως των χαρακτήρων του Τομ Κρουζ ίσως να κρύβεται σε αυτόν του Τσάρλι Μπάμπιτ από τον «Άνθρωπο της Βροχής» (1988) του Μπάρι Λέβινσον. Είναι ο «γκόμενος» με το κάμπριο, ο λίγο γιάπης, που δεν θέλει να του πολυχαλάνε την ζαχαρένια κι αρκετά νευρικός για να ανεβάζει την ένταση της φωνής του συχνά-πυκνά (υπάρχει, άραγε, ταινία στην οποία ο Κρουζ δεν φώναξε, έστω και για μια σκηνή;). Όμως, είναι τελικά αυτός που είναι δίπλα στον αυτιστικό αδερφό του, Ρέιμοντ Μπάμπιτ (αδιαπραγμάτευτο standing ovation στον Ντάστιν Χόφμαν), αυτός που πίσω από κάθε υπεράνω ματιά του, κρύβει κάτι βαθιά ευαίσθητο κι ας θέλει χρόνο μέχρι αυτό να ξεδιπλωθεί.
Κάπως έτσι, ξετυλίγεται άλλωστε και η ερμηνευτική γοητεία του στο κινηματογραφικό πανί. Ο Κρουζ είναι γεννημένος πρωταγωνιστής -μετριούνται, εξάλλου, στα δάχτυλα του ενός χεριού οι β’ ρόλο του. Είναι αυτός που θα σε κάνει κλιμακωτά να εκτιμήσεις την ερμηνεία του κι όχι ο ηθοποιός που σαν πυροτέχνημα θα κλέψει τις εντυπώσεις σε λίγα λεπτά. Κι αυτός που κρατάει πάντα στα χέρια του την καριέρα του, χωρίς να είναι ελιτιστής, μα όντας επιλεκτικός και ισορροπώντας μεταξύ των ταινιών που θα αναδείξουν την αξία του κι αυτών που θα εκτινάξουν το box-office -γιατί όχι, και τα δύο μαζί ανά περιπτώσεις.
Αν δούμε, όμως, την μεγάλη εικόνα, ο Τομ Κρουζ είναι τελικά η ίδια η Αμερική. Αυτή που ξεκινάει στη νιότη της με σιγουριά τόσο μεγάλη όσο και τα όνειρά της, αυτή που δεν ξεχνάει να τιμά την σημαία της, αυτή που θέλει να βλέπει, φαντασιακά, τον εαυτό της σαν ήρωα. Κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος ρόλος που έπαιξε ποτέ ο Τομ Κρουζ.
Και, ω, πως φωτίζονται όλα κάθε φορά που χαμογελάει, λίγο πονηρά και «σαν να ξέρει», γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι, μπροστά από την κάμερα.