Τον γνωρίσαμε μέσα από τα καρέ των κόμικ. Με παρουσία σε πολλά έντυπα, αλλά και κρατώντας το τιμόνι σε άλλα (στον «Μπλε Κομήτη»), ο Γιώργος Γούσης ως κομίστας ξεχώρισε κυρίως για τον «Ερωτόκριτο» τη graphic novel μεταφορά, δηλαδή, του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου που έκανε μαζί με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο.
Κι ύστερα, ήρθαν και τα κινηματογραφικά καρέ. Το 2019 ο Γούσης δοκίμασε για πρώτη φορά την τύχη του στη σκηνοθεσία με ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, τον «Χειροπαλαιστή», το οποίο ακολουθεί την ιστορία του αδερφού του, Πάνου Γούση, μια ιστορία με πολλά μπράντεφερ με την (ουσιαστική) ενηλικίωση.
Στην πορεία αποφάσισε πως η ιστορία του «Χειροπαλαιστή» δεν τελείωσε, γι’ αυτό και ξαναέβαλε μπρος τα γυρίσματα για να το αναπτύξει σε ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους.
Βέβαια, ανάμεσα στα γυρίσματα του μικρού και του μεγάλου «Χειροπαλαιστή» ο Γιώργος Γούσης μαζί με ένα συνεργείο «οικογενειακό» πήγε στην Κεφαλονιά για να γυρίσει τα «Μαγνητικά Πεδία», την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας. Είναι η ιστορία της συνάντησης δύο ανθρώπων (της Έλενας Τοπαλίδου και του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου) που το προσωπικό τους βάρος θα καταφέρει τελικά να επουλωθεί για λίγο και να μεταφραστεί σε μία ανομολόγητη τρυφερότητα μεταξύ τους.
Αυτή η σχεδόν άχρονη βάση της ταινίας είναι που όπως φαίνεται κατάφερε να κερδίσει όχι μόνο το κοινό και τα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, φεύγοντας με βραβεία, αλλά και να γίνει η ελληνική πρόταση για τις φετινές υποψηφιότητες των Όσκαρ για τη Διεθνή Ταινία Μεγάλου Μήκους.
Βέβαια, ο ίδιος ο Γιώργος Γούσης φαίνεται να βλέπει όλες αυτές τις επιτυχίες με μια ατάραχη νηφαλιότητα, σχεδόν σαν να μοιάζουν με αστεία στα μάτια του. Ξέρει, όμως, πού να στρέψει την προσοχή και το βλέμμα του: στα ερωτήματα που θέλει να θέσει με κάθε πλάνο του. Κι ύστερα, αφήνεται και λίγο στο τυχαίο -που, όμως, ποτέ δεν είναι πραγματικά μόνο τέτοιο.
– Γύρισες τον «Χειροπαλαιστή» μικρού και μεγάλου μήκους και τα «Μαγνητικά Πεδία», που κυκλοφόρησαν πριν τη μεγάλου μήκους «Χειροπαλαιστή» που αναμένεται τον επόμενο μήνα στις αίθουσες. Τα «Μαγνητικά Πεδία» επίσης αποφάσισες στην πορεία να γίνουν μεγάλου μήκους κι από μια ταινία φτιαγμένη με 6.500 ευρώ, τώρα διεκδικεί μία θέση στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Αλήθεια, τι ρόλο έχει παίξει η τυχαιότητα στην ως τώρα κινηματογραφική σου πορεία;
– Συμβαίνουν διάφορα πράγματα τυχαία στις ταινίες, για εμάς όμως είναι σαφώς ορισμένος ο πυρήνας των ιστοριών που θέλουμε να πούμε. Όσο περνάει ο καιρός και είμαστε πιο πολύ μέσα σε αυτό, αρχίζει να γίνεται ακόμα πιο σαφές, από το γενικό πηγαίνουμε στο ειδικό. Εκεί μέσα, πλέον, για εμάς υπάρχει ένας τεράστιος χώρος για τυχαιότητες. Φτιάχνουμε ένα πλαίσιο και μετά αφηνόμαστε στο τυχαίο. Και ταυτόχρονα, παίρνουμε κάτι τυχαίο και αρχίζουμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό προς όφελος της ταινίας.
– Είναι μέρος της διαδικασίας, εν ολίγοις.
– Η πρώτη μας ταινία, «Ο Χειροπαλαιστής» ήταν ένα ντοκιμαντέρ που σημαίνει ότι όντως, με έναν τρόπο αφήνεσαι στα πράγματα που θα σου συμβούν, το ίδιο κάναμε και στα «Μαγνητικά Πεδία». Και στον «Χειροπαλαιστή» πήραμε τυχαία πράγματα και αρχίσαμε να δουλεύουμε μυθοπλαστικά πάνω σε αυτά. Πάντα έχουν ένα μεγάλο ενδιαφέρον και για μας γιατί είναι αυτά που κυνηγάμε. Κυνηγάμε αυτά που δεν έχουμε προβλέψει.
– Τους ήρωες των ταινιών σου, αντίστοιχα, τους καθορίζει σε έναν βαθμό και το τυχαίο;
– Ναι, αρκετά συχνά. Πάλι, όμως, με τον ίδιο τρόπο. Κι εμείς οι ίδιοι ορίζουμε την τύχη με δύο τρόπους: μας συμβαίνει τυχαία κάτι καλό ή κακό. Αλλά πάντα είναι από το δικό μας μάτι και πορευόμαστε κιόλας μερικές φορές με αυτό. Χρησιμοποιούμε ένα τυχαίο καλό για να πάμε προς μία κατεύθυνση και ένα τυχαίο κακό για να πάμε προς μία άλλη. Δεν πιστεύω ότι είναι μοιραία γεγονότα, είναι όντως τυχαία.
– Για σένα, οι δύο αυτές ταινίες συνομιλούν με κάποιον τρόπο; Θέλω να πω, και στις δύο βλέπουμε ήρωες που έρχονται σε ένα αδιέξοδο, έχουν να αντιμετωπίσουν τον εαυτό τους και επιπλέον, και στις δύο υπάρχει ένα όχημα που με κάποιον τρόπο επηρεάζει την έκβαση της ιστορίας.
– Πιθανόν. Καταρχάς είναι οι πρώτες ταινίες, κάπως όντως έγιναν μαζί. Τα «Μαγνητικά Πεδία» προέκυψαν σε μία παύση των γυρισμάτων του «Χειροπαλαιστή» λόγω Covid. Σίγουρα έχουν κοινές συνιστώσες και κοινά στοιχεία στη διαδικασία. Όσο ντοκιμαντέρ μπορούν να θεωρηθούν τα «Μαγνητικά Πεδία», άλλο τόσο ταινία μπορεί να θεωρηθεί κι ο «Χειροπαλαιστής». Κατ’ επέκταση, κι αυτά που εντοπίζεις είναι πράγματα όχι προκαθορισμένα αλλά σίγουρα είναι αυτά που μας ανησυχούν. Είναι οι ερωτήσεις που θέλουμε να κάνουμε. Αυτά μας γοητεύουν κι αυτά αποφασίζουμε ενστικτωδώς να μπουν στην ταινία. Ναι, έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, αλλά ταυτόχρονα είναι και τελείως διαφορετικές ταινίες. Και πιθανόν να αρέσουν και σε τελείως διαφορετικό κοινό.
– Αν τα «Μαγνητικά Πεδία» καταφέρουν όντως να φτάσουν στις υποψηφιότητες των Όσκαρ, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θες να κάνεις όταν το μάθεις;
– Προφανώς θα πάρω τηλέφωνο τα παιδιά. Ή μπορεί να κατεβούμε στην Ομόνοια με σημαίες. Γενικά, δεν σκέφτομαι τόσο μακριά γιατί υπάρχουν διάφορες διαδικασίες, η πρώτη διαλογή που φτάνεις στους 15, κλπ. Για μας αυτός είναι ένας πιθανός στόχος. Ακόμα κι αν φτάσουμε εκεί είναι πολύ καλά, θα έχουμε οφέλη από αυτή τη διαδικασία. Η πεντάδα θεωρώ ότι είναι σχεδόν απίθανη. Αλλά γενικά θεωρούσαμε απίθανο να συμβούν κι όλα αυτά που συμβαίνουν.
– Παρατηρώ πάντως πως μιλάς πάντα στον α’ πληθυντικό για τις ταινίες σου.
– Γενικά οι ταινίες είναι ένα ομαδικό σπορ. Για να το πούμε πολύ μπακάλικα, μοιάζει με το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ. Κι ο σκηνοθέτης είναι ο προπονητής. Και τεχνικά και πρακτικά, δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου. Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις που ο σκηνοθέτης είναι πολύ παρεμβατικός και έχει σχεδιασμένα τα πάντα, εμένα δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος. Στην προκειμένη, είναι μικρές ταινίες που έχουν πάρει μέρος μικρές ομάδες ανθρώπων και θεωρώ πιο σωστό να χρησιμοποιώ το «εμείς».
– Τα «Μαγνητικά Πεδία» έχουν λάβει και πολλή αγάπη και πολλή προβολή. Αυτό σε τρομάζει καθόλου για το τι αποδοχή θα έχει ο «Χειροπαλαιστής» που θα βγει σε λίγο καιρό στις αίθουσες;
– Όχι, δεν με τρομάζει καθόλου ούτε σε σχέση με τον «Χειροπαλαιστή», ούτε σε σχέση με τα επόμενα. Ίσα ίσα, μου δίνει αρκετή όρεξη και με ιντριγκάρει. Ειδικά όσον αφορά τον «Χειροπαλαιστή», που είναι ένα ντοκιμαντέρ που παίζει ο αδερφός μου, δεν έχει γνωστούς ηθοποιούς και με κάποιον τρόπο στην Ελλάδα θεωρούμε ότι το ντοκιμαντέρ είναι «υποδεέστερο είδος», θεωρώ ότι τα «Μαγνητικά Πεδία» έχουν δουλέψει υπέρ του. Κι επειδή νιώθω αρκετά σίγουρος για το αποτέλεσμα που έχει προκύψει, θεωρώ ότι όχι μόνο δεν θα απογοητευτεί κανείς, αλλά θα υπάρχουν και πολλοί που θα τους αρέσει και περισσότερο. Σίγουρα δεν θα νιώσει κανείς ότι τον κοροϊδέψαμε ή ότι τον στείλαμε να δει μια ταινία επειδή η προηγούμενη είχε επιτυχία.
– Το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας του «Χειροπαλαιστή» είναι ο αδερφός σου, τι δυναμική έφερε στα γυρίσματα;
– Αυτά πιστεύω πως είναι δεύτερα και τρίτα layers που παρεισφρέουν στην ταινία με έναν υποδόριο τρόπο που εμείς δεν κυνηγούσαμε. Το γύρισμα είναι μια τελείως πρακτική διαδικασία, στην οποία εκείνη την ώρα έχουμε κάποιους ρόλους. Ο αδερφός μου ήταν το αντικείμενο της παρατήρησης. Προσπαθήσαμε να τον παρατηρούμε αντικειμενικά και να στοχαζόμαστε πάνω σε αυτόν, ξεχνώντας τη σχέση που έχουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν θέλαμε ούτε να τον αγιοποιήσουμε, ούτε να τον ξεφτιλίσουμε. Και βλέπουμε και τις εκφάνσεις που μπορεί να έχει η δική του ζωή στις δικές μας ζωές, παρατηρούμε αυτά που ενδιαφέρουν εμάς. Σίγουρα έχει ενδιαφέρον αυτό το οικογενειακό κλίμα που βέβαια υπήρχε και στα «Μαγνητικά Πεδία» κι ας μην υπήρχαν συγγένειες. Ο χρόνος που έχεις περάσει με κάποιον που μεγαλώνετε μαζί περνάει είτε το θες είτε όχι στην ταινία. Νομίζω υπάρχει μια υποσυνείδητη τρυφερότητα ανάμεσα σε αυτούς που φτιάχνουν την ταινία και τον πρωταγωνιστή.
– Είναι και πολλά πράγματα μέσα στην ταινία που μοιάζουν σαν να προέκυψαν από γραμμένο σενάριο -όπως το τέλος της.
– Μακάρι να ήμουν τόσο ιδιοφυής και να είχα γράψει το τέλος της ταινίας. Τόσο συμβολικό και τόσο απλό ταυτόχρονα. Επειδή όμως ξέραμε τι ταινία κυνηγάμε, καταλάβαμε ότι αυτό που συμβαίνει όντως ανήκει στην ταινία και ήταν το καλύτερο δυνατό τέλος.
– Τελικά, όμως, τι γίνεται, η ζωή μιμείται το σινεμά ή το σινεμά τη ζωή;
– Δεν ξέρω τι μιμείται τι, είναι λεπτά τα όρια. Και εμάς μας αρέσει να δουλεύουμε έτσι, σε αυτό το μεταίχμιο της πραγματικότητας και του στημένου. Πολλές φορές παρατηρούμε πράγματα, ξεκινάνε οι διαδικασίες και προσθέτουμε εμείς τη φαντασία μας ή ξεκινάει κάτι από τη φαντασία και μετά συμβαίνουν τυχαία πράγματα.
– Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι βλέπεις τις ταινίες σου ως ιστορίες σε εξέλιξη.
– Στην πραγματικότητα δεν πηγαίνουμε να γυρίσουμε κάτι στο οποίο έχουμε αποφασίσει ποια θα είναι η απάντηση. Πάμε να αναρωτηθούμε πάνω σε μια συνθήκη. Και προκύπτουν διάφορες απαντήσεις ή άλλες ερωτήσεις που μας πάνε παρακάτω. Αυτό δεν σημαίνει ότι πάμε χωρίς πλάνο ή χωρίς σχέδιο. Απλά το σχέδιό μας είναι πάντα μία ερώτηση κι όχι μία απάντηση. Αν δεν έχεις τον πυρήνα, όμως, μπορεί να πας κάπου και να χαθείς εντελώς.
– Φαντάζομαι στα «Μαγνητικά Πεδία» κάποιες επιλογές προέκυψαν λόγω του budget.
– Και ναι και όχι. Για παράδειγμα, τον «Χειροπαλαιστή» τον γυρίσαμε με μία από τις πιο φθηνές κάμερες, που κόστιζε 100 ευρώ να την νοικιάσεις. Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε και τα «Μαγνητικά Πεδία» με την ίδια κάμερα. Προφανώς κάθε φορά ξεκινάς από το αισθητικό, αν αυτό που βλέπεις σου ταιριάζει, εξυπηρετεί την ιστορία που λες. Και κατ’ επέκταση, το να μην έχεις budget, σου διευκολύνει τη ζωή και πρακτικά. Αλλά δεν θα παίρναμε ποτέ απόφαση να γυρίσουμε μία ταινία με έναν τρόπο που δεν μας αρέσει, λέγοντας τη δικαιολογία στον εαυτό μας ότι «Δεν πειράζει που δεν μας αρέσει γιατί δεν έχουμε λεφτά». Αν δεν μας άρεσε, δεν θα το κάναμε καθόλου. Καταρχάς μας αρέσει, και κατά δεύτερον, μας εξυπηρετεί.
– Αν παρ’ όλα αυτά είχες ένα γερό budget πριν γυρίσεις αυτές τις δύο ταινίες, θα επέλεγες πάλι να τις γυρίσεις όπως τις γύριζες; Ή θα μιλούσαμε για άλλες ταινίες στην πραγματικότητα;
– Θα μπορούσα να σου πω ναι, ότι θα τις γύριζα έτσι, αλλά δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα θα είχα τα κότσια να το κάνω. Είναι και ένα ερώτημα προς τους εαυτούς μας, αν θα είχαμε την πυγμή να κάνουμε αυτές τις επιλογές, έχοντας όλες τις επιλογές. Το σίγουρο είναι ότι θα ήταν τελείως διαφορετικές ταινίες. Έτσι κι αλλιώς οι υποθέσεις αποτελούν αρχή των πραγμάτων, ξεκινάς κάνοντας υποθέσεις. Κάποια στιγμή όμως έρχεσαι στο δια ταύτα και φέρνεις τα πράγματα στο τραπέζι. Και τότε, πολλές δυνατότητες από αυτές που νομίζεις ότι έχεις, εξαφανίζονται και μένουν πολύ λιγότερες. Στην πραγματικότητα, αυτά που φαίνονται καλλιτεχνικές επιλογές, ήταν οι μοναδικές επιλογές που είχαμε. Αφού περιοριστείς εκεί, αρχίζεις να δουλεύεις με αυτά που έχεις για τον αρχικό σου στόχο. Και φυσικά ποτέ δεν μπορείς να φτάσεις στην αρχική σου φαντασία, αλλά αν δουλέψεις με αυτά που έχεις, υπάρχει μία πιθανότητα να φτάσεις αρκετά κοντά.
– Το επόμενο κινηματογραφικό σου βήμα το έχεις βάλει μπρος;
– Έχω αρκετή όρεξη και διάφορες ιδέες και τα ψιλοεξερευνώ όλα αυτή τη στιγμή, οπότε δεν ξέρω να σου πω ποιο θα είναι πρακτικά το επόμενο.
– Όταν έχεις μάθει να λες ιστορίες στα καρέ των κόμικ, πώς γίνεται αυτή η μετάβαση στα κινηματογραφικά καρέ;
– Στη βάση τους, οι δύο αυτές τέχνες έχουν τον ίδιο σκοπό: να αφηγηθούν ιστορίες. Εν τέλει, οι βασικές καλλιτεχνικές επιλογές που θα κάνεις και στις δύο είναι αντίστοιχες. Είναι τρομερά διαφορετική η διαδικασία. Γιατί το ένα είναι ομαδικό, το άλλο είναι σχεδόν ατομικό. Κι έχεις τρομερά πολλούς περιορισμούς στις ταινίες που δεν έχεις στα κόμικ. Ταυτόχρονα, στα κόμικ έχεις τον απόλυτο έλεγχο και αναγκαστικά θα περάσουν όλα από το δικό σου φίλτρο. Στις ταινίες πρέπει να εμπνεύσεις ανθρώπους και να πάρεις από αυτούς. Είναι πολύ πιο μεγάλη και περιπετειώδης διαδικασία, που εμένα αυτή τη στιγμή με γοητεύει περισσότερο.
– Άρα μάλλον απάντησες ήδη το δίλημμα που θα σου έβαζα: κόμικ ή σινεμά;
– Ναι, αυτή τη στιγμή η διαδικασία μιας ταινίας με γοητεύει περισσότερο.
– Πάντως, τι θα σε συγκινούσε πιο πολύ: να περπατάς σε έναν δρόμο της Αθήνας και να δεις έναν πιτσιρικά να διαβάζει ένα κόμικ σου σε ένα παγκάκι ή να βρίσκεσαι σε μια κινηματογραφική αίθουσα και να βλέπεις τις θετικές αντιδράσεις στα πρόσωπα του κόσμου;
– Τίποτα από τα δύο. Θα με συγκινούσε να βλέπω χαρούμενες φάτσες και σε κάποια άλλη ταινία. Δεν είναι ότι αποσυνδέομαι. Αλλά με έναν τρόπο, τα έργα που φτιάχνουμε, αποκτούν τη δική τους υπόσταση τη στιγμή που τα φτιάχνουμε κι έχουν και τη δική τους «ευθύνη». Ό,τι κι αν συμβεί μετά, η καριέρα τους, είναι δικό τους πρόβλημα και δική τους ευθύνη. Είναι όμορφο και με χαροποιεί ότι κάτι που φτιάξαμε εμείς επικοινωνεί με τον κόσμο, δημιουργεί αντιδράσεις, συναισθήματα. Δεν είναι όμως ότι θα νιώσω περηφάνια ή σπουδαιότητα.
– Δεν είναι, όμως, κάπως σαν τα παιδιά που μεγάλωσες και τα άφησες να περπατήσουν;
– Δεν μου αρέσει αυτή η ιδέα του γονέα που είναι μια ουρά του παιδιού του ή αυτοεκπληρώνεται μέσα από το παιδί του. Προφανώς το μεγάλωσες και για μια περίοδο το έχεις δομήσει, αλλά από εκεί και πέρα είναι ένας ενήλικας και η ζωή του είναι δική του ευθύνη. Αν ήταν θα έκανα μια ταινία, θα άρεσε στον κόσμο και θα τελείωνε εκεί η υπόθεση. Η δική μου χαρά είναι όταν θα φτιάχνουμε μια επόμενη ταινία. Την ώρα που θα ξαναμπούμε σε αυτή τη διαδικασία. Η χαρά μας ήταν όταν ήμασταν εκεί και δεν ήξερε κανείς τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε, ούτε εμείς οι ίδιοι, αλλά είχαμε πάει μια εκδρομή και παίζαμε.
Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι διαθέσιμα στην πλατφόρμα του Cinobo. Ο «Χειροπαλαιστής» βγαίνει στις αίθουσες στις 15 Δεκεμβρίου σε διανομή του Cinobo.