«Διαλέγουν κάποιες φορές ταινίες για τις οποίες ξέρουν ότι “αυτό είναι ένα στιγμιότυπο που μπορεί να γίνει GIF”», έχει πει ο Νέιτ Τζόουνς του Vulture για τις ταινίες της Α24. Πράγματι, βρείτε μου κάποιον «εναλλακτικό μυημένο σινεφίλ» που αντιστάθηκε στο να αναφερθεί με κάποιον διαδικτυακό τρόπο στη Φλόρενς Πίου με το λουλουδένιο στεφάνι από το «Midsommar» πίσω στο 2019 και θα σας κάνω δώρο τα «googly eyes» από το «Τα Πάντα Όλα» (από το επίσημο merchandise του κινηματογραφικού στούντιο, μάλιστα). Όσοι, δε, ακολουθήσατε κάποτε στα social media την ολόδική του σελίδα που είχε ο γλάρος από το «The Lighthouse» του Ρόμπερτ Ίγκερς, αξίζετε δικαιωματικά τα δάχτυλα-λουκάνικα από τη φετινή νικήτρια ταινία των Όσκαρ.
Το κινηματογραφικό στούντιο με το όνομα που θυμίζει οδική αρτηρία -γιατί όντως βαφτίστηκε από τον αυτοκινητόδρομο που ενώνει τη Ρώμη με το Τέραμο- ζει αυτές τις μέρες την απόλυτη δόξα του, ύστερα από «τα-πάντα-όλα» επτά βραβεία Όσκαρ με τα οποία έφυγε από την απονομή στο Λος Άντζελες για την ταινία των Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ, ο τίτλος της οποίας όχι μόνο την περιέγραψε ιδανικά, αλλά παρήγαγε περισσότερα λογοπαίγνια από όσα μπορούσαμε να αντέξουμε σε τίτλους άρθρων.
Από τον Χάρμονι Κορίν στο «Moonlight» και τα Όσκαρ
Η Α24 μετρά, βέβαια, αισίως κάτι πάνω από δέκα χρόνια στην κινηματογραφική αγορά, κι αν τα βάλει κανείς κάτω, μόνο ιλιγγιώδη μπορεί να χαρακτηρίσει την πορεία της -ακόμα κι αν ποτέ δεν φάνηκε να κυνηγάει τη «μεγάλη ταινία». Το ανεξάρτητο κινηματογραφικό στούντιο προέκυψε όταν τρεις έμπειροι παραγωγοί της βιομηχανίας, ο Ντάνιελ Κατζ, ο Ντέιβιντ Φένκελ και ο Τζον Χόντζις ένωσαν τους δρόμους τους κάτω από την επωνυμία «A24 Films», με τη δεύτερη λέξη να αποχωρεί στην πορεία.
Η νεοϋορκέζικη εταιρεία, αναλαμβάνοντας αρχικά μόνο διανομή, δεν ξεκίνησε ακριβώς με τους καλύτερους οιωνούς. Το «A Glimpse Inside The Mind of Charles Swan III» (2012) του Ρόμαν Κόπολα, η ταινία που έκανε «ποδαρικό» στην Α24 με τους Μπιλ Μάρεϊ, Τσάρλι Σιν και Τζέισον Σουάρτζμαν ντυμένους καουμπόηδες, δεν ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οποιαδήποτε αίσθηση στον κόσμο της έβδομης τέχνης.
Σύντομα, βέβαια, θα βρισκόταν η ταινία που θα έδινε ένα πρώτο στίγμα για το στούντιο με τον υπερκατάλληλο γι’ αυτό το «task» σκηνοθέτη Χάρμονι Κορίν. Το «Spring Breakers» ήρθε την ίδια χρονιά και δεν ήταν απλά μια ταινία με σέξι κορίτσια σε πισίνες -πώς να ήταν άλλωστε όταν τα κορίτσια φορούσαν μπικίνι και full face σαν άλλες Pussy Riot και ο Τζέιμς Φράνκο εμφανιζόταν με χαβανέζικα πουκάμισα, χρυσά δόντια και κοτσιδάκια α λα Snoop Dogg. Με έσοδα ύψους 31 εκατ. δολαρίων από μια ταινία που κόστισε μόλις 5 εκατ. δολάρια, η Α24 είχε κάνει πλέον την πρώτη επιτυχία της, σχετικά «ανέξοδα».
Κι από εκεί άρχισε η απογείωση. Μια μελαχρινή Σκάρλετ Γιόχανσον στο ελλειπτικό μα άψογο αισθητικά «Under The Skin» του Τζόναθαν Γκλέιζερ έκανε τους μιλένιαλ σινεφίλ να βρουν το δικό τους 5/5 σύγχρονο αριστούργημα, o Τομ Χάρντι ξύπνησε κάθε αίσθημα κλειστοφοβίας μέσα από το αμάξι του στο «Locke», το sci-fi «Ex Machina» βρήκε τη θέση του στις ταινίες της δεκαετίας του ‘10 και το «Amy» του Ασίφ Καπάντια, κατάφερε να ξαναπεί την ιστορία της Έιμι Γουάινχάουζ με τρόπο που προκάλεσε σπάνια συγκίνηση για μουσικό ντοκιμαντέρ.
Ακόμα κι έτσι, από την A24 έλειπε ακόμη η breakthrough με τη βούλα καταξίωση. Κι έπειτα, δεν είχε βάλει ακόμη ολοκληρωτικά την υπογραφή της σε κάποια ταινία. Ήρθε όμως ο Μπάρι Τζένκινς με το «Moonlight» (2016), την πρώτη καθαρά A24 παραγωγή. Η coming out ιστορία ενός μαύρου εφήβου δεν συγκίνησε μόνο το κοινό, αλλά και την Ακαδημία, που έδωσε στο φιλμ το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Μετά από διάσπαρτες υποψηφιότητες ταινιών της, η Α24 πλέον άλλαξε λίγκα. Αυτή η νίκη βέβαια δεν μιλούσε μόνο για την επιτυχία του μικρού ανεξάρτητου στούντιο που πάτησε το κόκκινο χαλί, αλλά και για το αφήγημα των Όσκαρ έκτοτε. Ήταν μια αναγνώριση-τομή, μιας και από εκείνη τη στιγμή τα μεγάλα κινηματογραφικά βραβεία έπαψαν να είναι τόσο λευκά και άρχισαν να ρίχνουν φως σε όλους εκείνους που το (αμερικανικό κυρίως) σινεμά είχε παραγκωνίσει για δεκαετίες.
Σε αυτό το σημείο θα έμοιαζε πολύ εύκολο για την Α24 να ρίξει νερό στο κρασί της, να απορροφηθεί από κάποιο μεγάλο στούντιο και να αρχίσει να κάνει ταινίες πιο εύκολες και μαζικές. Όμως συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα και να συγκεντρώνει στο ρόστερ της σκηνοθέτες όπως ο Γκασπάρ Νοέ, ο Ρόμπερτ Ίγκερς, ο Άρι Άστερ και η Γκρέτα Γκέργουικ και να δημιουργεί το «starter pack» των κινηματογραφικών αναφορών όσων για να σπάσουν τον πάγο λένε πόσο ανυπομονούν για το τρίτο μέρος της τριλογίας «Χ» και ανταλλάσσουν προφίλ στο Letterboxd.
Όχι, βέβαια, πως το στούντιο δεν έχει όλο αυτό το διάστημα αίσθηση της υπεραξίας του ή του πώς να κάνει ακόμα πιο μεγάλη την κουβέντα γύρω του. Το γεγονός ότι η σατανική κατσίκα από το «The VVitch» είχε τον δικό της επίσημο Twitter λογαριασμό, η ιδέα του στούντιο να στείλει τρομακτικές κούκλες στους κριτικούς εν αναμονή του «Hereditary», αλλά και το ότι στο e-shop της επίσημης σελίδας της A24 μπορεί κανείς να αγοράσει μέχρι και το κερί-δονητή που έχει η Τζέιμι Λι Κέρτις στο «Τα Πάντα Όλα», δείχνουν -συν τοις άλλοις- μια ομάδα μάρκετινγκ με εξαιρετικό ταλέντο αλλά και αίσθηση χιούμορ.
Αλλά και εξαιρετικές επιτυχίες. Το «Everything, Everywhere, All At Once», που μπράβο σε όποιον επικαλέστηκε τον Νίκο Αλέφαντο για να το αποδώσει στα ελληνικά σε «Τα Πάντα Όλα», είναι μια ταινία που κάποτε θα κρινόταν τόσο δύσκολη που θα γινόταν απαγορευτική για έναν θεσμό όπως τα Όσκαρ. Κι όμως βρέθηκε από τα 11 (!) χρυσά αγαλματίδια που διεκδικούσε να κερδίσει τα επτά και μάλιστα, αυτά των μεγάλων κατηγοριών, με την Α24 να γίνεται η πρώτη εταιρεία παραγωγής που καταφέρνει κάτι τέτοιο. Πέρα από τα Όσκαρ, η ταινία των Κουάν-Σέινερτ έγινε η πιο πολυβραβευμένη ταινία όλων των εποχών, ξεπερνώντας σε βραβεία μεγάλων θεσμών μέχρι και το «The Lord of The Rings: The Return of the King» του Πίτερ Τζάκσον.
Η ταινία της A24 είναι φτιαγμένη με τρόπο που δικαιωματικά διχάζει, όμως, όλοι οφείλουμε να παραδεχτούμε πως είναι μια ταινία που καταφέρνει να σχολιάσει τις χαοτικές παράλληλες πραγματικότητες της εποχής της με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί και να επιχειρήσει να προτείνει ένα νέο είδος: το μη είδος.
Μία νέα, απολαυστική εκδοχή του arthouse σινεμά
Αυτό το παιχνίδι των ειδών είναι κάτι που η A24 ξέρει καλά. Κάθε ταινία της μοιάζει με μια σπουδή στο σινεμά είδους που πλάθει ξανά τη γλώσσα του εκάστοτε genre όχι με κάποια αυτιστική διάθεση art καταξίωσης του δημιουργού της, αλλά με έναν τρόπο που ξανασερβίρει το arthouse με όρους απόλαυσης και μπορεί να το κάνει (και) εμπορικό. Κι αυτό δεν είναι μόνο ένα διακριτό σήμα-κατατεθέν του brand της Α24, αλλά μια μεγάλη κατάκτηση για τον σύγχρονο κινηματογράφο, όταν το «καλλιτεχνικό σινεμά» έχει χάσει προ πολλού τη ζωτικότητά του και μοιάζει να διατίθεται για εσωτερική high brow φεστιβαλική κατανάλωση.
Παρά τις συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες αισθητικά ταινίες της -το νατουραλιστικά σουρεαλιστικό «Lamb» δεν μοιράζεται πολλά με το κουκλίστικο slasher «Pearl», ακόμα κι αν υπάγονται αμφότερα στο ευρύτερο horror- η Α24 έχει έναν κοινό κώδικα. Όταν η καρτέλα της πέφτει στην αρχή μιας ταινίας ξέρεις πως, ακόμα κι αν συμβούν τα πιο απίθανα, όπως να εμφανιστεί ο Ντάνιελ Ράντκλιφ ως… πτώμα που αερίζεται («Swiss Army Man»), η ταινία θα αποδώσει στα σημεία, ακριβώς όπως το περιμένεις.
Με έναν τρόπο, οι προσδοκίες που συγκεντρώνονται πίσω από αυτό το ένα γράμμα και τα δύο νούμερα, αποκτούν σταδιακά την ίδια δύναμη που είχε και συνεχίζει να έχει εκείνο το «Written and Directed by Quentin Tarantino»: είναι σινεμά που στέλνει αυτοαναφορικό γράμμα αγάπης στον εαυτό του, πηγαίνοντας το ένα βήμα παρακάτω, ένα σινεμά που θα λατρέψουν όσοι μπορούν να αποκωδικοποιήσουν κάθε μία αναφορά του, αλλά κι εκείνοι που βλέπουν κάτι διαφορετικό και ενδιαφέρον να συμβαίνει χωρίς να μπορούν και να χρειάζεται να εξηγήσουν το πώς και το γιατί.
Αν θέλουμε να μιλάμε με όρους επιτυχίας, δεν είναι μόνο το πόσες υποψηφιότητες έχει μαζέψει το στούντιο στα «μεγάλα» Όσκαρ –49 για την ιστορία. Είναι πως τα βραβεία που τελικά σηκώνει, έχουν κάτι να πουν πέρα από τα κινηματογραφικά τους κατορθώματα. Ναι, το Χόλιγουντ και κατ’ επέκταση τα Όσκαρ τα τελευταία χρόνια έχουν μπει σε τροχιά συμπεριληπτικής ατζέντας. Ακόμα κι έτσι, η Α24 έχει στη φαρέτρα της μία ταινία που κέρδισε το μεγάλο βραβείο λέγοντας την ιστορία ενός γκέι μαύρου αγοριού, την πρώτη Κορεάτισσα που πήρε Όσκαρ (η Γιου-Τζουνγκ Γιουν για το «Minari») αλλά και την πρώτη Ασιάτισσα που «σήκωσε» το Α’ Γυναικείου (η Μισέλ Γιέο στο «Τα Πάντα Όλα»). Και φυσικά έγινε το στούντιο που κατάφερε μια «ολική σάρωση» των μεγάλων βραβείων κάνοντας τα κινηματογραφικά μεγαθήρια να τρίβουν τα μάτια τους. Γιατί το πέτυχε με το μπάτζετ που αντίστοιχα μια μεγάλη παραγωγή χρειάζεται… για τους καφέδες του σετ (υπερβολές) και με μια ταινία που «δεν κατάλαβε κανείς».
Το παραπάνω αποτελεί και τη συχνά ελπιδοφόρα επιβεβαίωση ότι την εποχή που οι τάσεις και το «word of mouth» διοχετεύονται άναρχα κάτω από το (κάθε ένα) χαλάκι διαδικτυακών μονάδων και κοινοτήτων, το indie είναι τελικά mainstream και το αντίθετο.
Αυτό ίσως από μόνο του δεν λέει κάτι. Βέβαια, το ότι αυτοί που κάποτε θα έβλεπαν τον «Μονομάχο», λόγου χάρη, «επειδή κέρδισε το Όσκαρ» και τώρα θα κάνουν το ίδιο με το «Τα Πάντα Όλα», ακόμα κι αν δεν τα λέει όλα, λέει πολλά.