«Μερικές φορές αισθάνομαι ότι είμαι ένας ματαιωμένος συγγραφέας της δεκαετίας του 1930, εκτός χρόνου, έχοντας χάσει το καράβι, πολύ αργά πια για την προσφορά μου. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους ένιωθα ότι συνυπάρχω – ο Ο’ Νιλ, ο Κλίφορντ Οντέτς έως τον Αρθουρ Μίλερ και μετά τον Τενεσί Ουίλιαμς. Δεν είχα το ταλέντο, αλλά αν χρειάζονταν παιδί για τους καφέδες…». Αυτή η φράση του ίδιου του Γούντι Αλεν (απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του, «Σχετικά με το τίποτα», εκδ. Ψυχογιός), μάλλον συνοψίζει εύγλωττα το δημιουργικό πνεύμα και την πορεία του Αλεν στο σινεμά, στις τέχνες, ίσως και στην ίδια τη ζωή.
Μια καλλιτεχνική διαδρομή με το βλέμμα στραμμένο στους «σπουδαίους» του παρελθόντος, αλλά και στους σύγχρονους «μεγάλους» της εποχής του (βλ. Μπέργκμαν, Φελίνι). Και ταυτόχρονα, ο αέναος αυτοσαρκασμός του σύγχρονου ανθρώπου μιας Μητρόπολης, όπως η Νέα Υόρκη. Του καθημερινού μεσοαστού που αναζητά τη θέση του στην καθημερινή ζωή, με τις νευρώσεις, τις αντιφάσεις και τις παραδοξότητες των σχέσεων – αλλά και τη θέση του στο μάταιο «σύμπαν που διαστέλλεται», όπως έλεγε ο νεαρός Αλβι στον «Νευρικό Εραστή».
Το σινεμά του Γούντι Αλεν, παρότι εσχάτως έχει κατηγορηθεί ως μονότονο και επαναλαμβανόμενο, δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί σινεμά διευρυμένων προβληματικών. Και παρότι ο ίδιος γράφει – παραφράζοντας τον Σάρτρ – ότι «κόλαση δεν είναι οι άλλοι, αλλά κόλαση είναι το γούστο των άλλων», το ελληνικό κοινό διαχρονικά δείχνει με το «γούστο» του να γοητεύεται από το γουντιαλενικό σινεμά. Η άφιξη, λοιπόν, του Νεοϋρκέζου δημιουργού στην Αθήνα για τη συναυλία του στο Ηρώδειο, αλλά και για την παρουσίαση της νέας του ταινίας, δίνουν την ιδανική αφορμή για μια αναδρομή στην κινηματογραφική «διαδρομή» του.
Από το Μπρούκλιν, στην «απέναντι όχθη»
Γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια στο Μπρονξ παρότι οι γονείς του έμεναν στο Μπρούκλιν. «Εχοντας δύο στοργικούς γονείς, έγινα εκπληκτικά νευρωτικός», έχει γράψει. Παρότι μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, από μικρός ήθελε να ζήσει στην άλλη όχθη του ποταμού, στο Μανχάταν. Μισούσε το σχολείο, ενδιαφερόταν για τα κορίτσια πριν τελειώσει το νηπιαγωγείο, άκουγε μανιωδώς ραδιόφωνο, γοητευόταν από το βοντβίλ, πειραματιζόταν με τα ταχυδακτυλουργικά και μαγευόταν από τους τζαζ ήχους της Νέας Ορλεάνης και τους σπουδαίους Μπανκ Τζόνσον, Τζέλι Ρολ Μόρτον, Λούι Αρμοστρονγκ και ειδικά από τον Σίντνεϊ Μπεσέ. Όταν ξεκίνησε να παίζει και ο ίδιος μουσική, μπορεί να φαντασιωνόταν «να γίνει ένας επίδοξος Αφροαμερικάνος τζαζίστας» (και να το πέτυχε κινηματογραφικά στο «Ζέλιγκ»), αλλά μετά από χρόνια καθημερινής εξάσκησης, χαρακτηρίζει τον εαυτό του «μια μουσική ασημαντότητα» που ο κόσμος ακούει λόγω της κινηματογραφικής του διαδρομής.
Με το σχολείο δεν είχε καθόλου καλή σχέση, δύο πανεπιστήμια τον απέβαλαν, αλλά ήδη είχε αρχίσει να πουλάει τα πρώτα του αστεία που έγραφε στη γραφομηχανή του σε στήλες εφημερίδων. Με τον καιρό και όσο τα «καλαμπούρια» που σκάρωνε πλέον και για την τηλεόραση άρχισαν να του αποφέρουν χρήματα ικανά για να συντηρεί τον εαυτό του, ο Αλεν άρχισε να εμφανίζεται και ως κωμικός ηθοποιός σε παραστάσεις, με μεγάλη επιτυχία. Διαβάζοντας εκ των υστέρων κείμενα και συλλογές που έχει εκδώσει κατά καιρούς, δεν μοιάζει καθόλου περίεργος ο χαρακτηρισμός «κωμική διάνοια» που του αποδίδεται. «Τι εννοούμε ακριβώς όταν λέμε, ο άνθρωπος είναι θνητός; Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για κοπλιμέντο», έγραφε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην κωμική συλλογή «Παρενέργειες» (εκδ. Οδυσσέας).
Η στοχαστική διάθεση, το αυτοσαρκαστικό ύφος, οι μόνιμες αγωνίες για τη ζωή, το θάνατο, τον Θεό (ή την απουσία του), και τις ερωτικές σχέσεις (ή την απουσία τους), θα αποτελούσαν και τα διαχρονικά συστατικά της φιλμογραφίας του.
Πρώτη σόλο ταινία του είναι το «Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία» (1969), μια ταινία που θα έλεγε κανείς ότι εγκαινιάζει την πρότερη ανάλαφρη και αμιγώς κωμική περίοδο του Γούντι Αλεν. Πράγματι, το φιλμ μέχρι και σήμερα φαντάζει απίστευτα ξεκαρδιστικό με την ακόλουθη ατάκα-στοχασμό του Βέρτζιλ (στον ρόλο ο ίδιος ο Αλεν) να αναπαράγεται ακόμη και από τη νέα γενιά σινεφίλ μέσω των social media: «Μετά από δεκαπέντε λεπτά μαζί της ήθελα να την παντρευτώ, μετά από μισή ώρα εγκατέλειψα τελείως την ιδέα να της κλέψω το πορτοφόλι».
Η περσόνα του νευρωτικού, απροσάρμοστου, ατσούμπαλου, συχνά υποχόνδριου, φιλοσοφικά κυνικού, αλλά ταυτόχρονα αθεράπευτα ρομαντικού «γυαλάκια» θα τον συνοδεύσει με την κωμική της αιχμή τόσο στις «Μπανάνες» (1971), όσο και στο σπονδυλωτό «Τα πάντα γύρω από το σεξ» (1972), για το οποίο θα ήταν άδικο να απουσιάζει μια σύντομη μνεία στην ερωτική ιστορία του Τζιν Γούαιλντερ με ένα… πρόβατο. Ο «Υπναράς» (1973) και το «Love and Death» (1975) -για τον Αλεν η πιο αστεία από τις πρώιμες ταινίες του- θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μεταβατικές ταινίες προς τη δεύτερη πιο ώριμη «περίοδο» του γουντιαλενικού σινεμά.
Στα παραπάνω φιλμ ξεχώρισε η χημεία του Αλεν, με την Νταϊάν Κίτον, η οποία θα απογειωνόταν στο «Annie Hall» λίγα χρόνια αργότερα. Οι δυό τους ζευγάρι για ένα διάστημα, παραμένουν φίλοι μέχρι σήμερα, με την Κίτον να ανήκει σε εκείνα τα πρόσωπα του Χόλιγουντ που στήριξαν ανοιχτά τον Αλεν αναφορικά με τις καταγγελίες κακοποίησης της Ντίλαν Φάροου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. «Η Κίτον είναι μαγεία. Φυσικά έτρωγε σαν τον Πρίμο Καρνέρα. Ποτέ δεν είχα δει άνθρωπο πέρα από βαρβάτους ξυλοκόπους να χλαπακιάζει έτσι», έγραφε ο Αλεν στην αυτοβιογραφία του.
Να σημειωθεί κάπου εδώ ότι το πραγματικό όνομα της Κίτον ήταν Νταϊάν Χολ – πηγή έμπνευσης για τον τίτλο της κατά πολλούς σημαντικότερης ταινίας στην καριέρα του Αλεν, το «Annie Hall» (1977). Ο ίδιος ο Αλεν είχε προτείνει το «Ανηδονία» – πιθανώς και ως ένα λογοπαίγνιο με το όνομα της ηρωίδας (Ανι) και της συναισθηματικής κατάστασης που περιγράφει η λέξη. Τελικά, έπειτα από μια μικρή περιπέτεια ο αυθεντικός τίτλος καταχωρήθηκε ως «Annie Hall», ενώ στο ελληνικό κοινό η ταινία διανεμήθηκε με τον τίτλο «Νευρικός Εραστής».
Μικρή σημασία έχουν τα παραπάνω, όσο και τα 4 Οσκαρ που απέσπασε η ταινία -ανάμεσα τους και αυτό της Καλύτερης Ταινίας-, μπροστά στην κινηματογραφική αξία του φιλμ και την επιρροή του στη σύγχρονη ανεξάρτητη κωμωδία. Ενδεικτικά, η σκηνή των παράλληλων «ψυχαναλύσεων» της Ανι και του Αλβι, το μαγείρεμα των «αστακών», το χρονικό και υπαρξιακό πέρα-δώθε στην παιδική ηλικία του ήρωα, το πρωτοποριακό cameo του Μάρσαλ ΜακΛούχαν και φυσικά η αμήχανη σκηνή της γνωριμίας του πρωταγωνιστικού ζεύγους μετά από έναν αγώνα τένις και το περιβόητο «Λα ντι ντα» της Κίτον, αποτελούν μόνο ελάχιστες από τις σκηνές που αξίζει να αναφερθούν.
Αμέσως μετά την επιτυχία του «Νευρικού Εραστή», ο Αλεν έχει το ελεύθερο από τους παραγωγούς να πειραματιστεί στο δράμα. Οι «Εσωτερικές Σχέσεις» (1978), εκπέμποντας μια πνιγηρή, μελαγχολική, πιο «μπεργκμανική» και δυσοίωνη αίσθηση, περιγράφουν τη σχέση τριών αδερφών με την ψυχρή και αποστασιοποιημένη μητέρα τους. Παρότι η δημιουργία της ταινίας «ζόρισε» καλλιτεχνικά τον Αλεν, το φιλμ απέσπασε καλές κριτικές και η μικρή κλίμακα αναγνώρισής του μέσα στον χρόνο, μάλλον το αδικεί.
Ήδη, πάντως, ο Αλεν είχε αρχίσει να συζητά τη δημιουργία μιας ασπρόμαυρης ρομαντικής κωμωδίας της οποίας η δράση θα τοποθετείται στο αγαπημένο του Μανχάταν. Το ομώνυμο «Μανχάταν» (1980), λοιπόν, το οποίο επίσης έχει καταγραφεί ως ένα από τα αριστουργήματα του Αλεν, δεν είχε ενθουσιάσει τον ίδιο του τον δημιουργό, ο οποίος ενώ το μόνταρε δήλωσε στην United Artists διατεθειμένος να γυρίσει δωρεάν μια άλλη ταινία, αν το αποτέλεσμα τους απογοήτευε. Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Η ασπρόμαυρη αποτύπωση της Νέας Υόρκης, τα εκφραστικά μάτια της Μάριελ Χέμινγουεϊ, το νέο -αυτή τη φορά ατυχές στο στόρι της ταινίας- ειδύλλιο του Αλεν με την Κίτον και το αξέχαστο μουσικό θέμα του Τζορτζ Γκέρσουιν που «έντυσε» την ταινία, κατέστησαν το «Μανχάταν» αυτόματα κλασσικό.
Η «έκρηξη» των 80s
Η δεκαετία του 1980 αποτελεί, μάλλον, την πιο εργώδη και δημιουργική ποσοτικά και ποιοτικά περίοδο στην καριέρα του Αλεν. Το «Stardust Memories» (1980) αποτελεί έναν φόρο τιμής στο σινεμά του Φελίνι, αλλά και στη σχέση του καλλιτέχνη ως υποκειμένου, με το περιεχόμενο του έργου του. Στα χνάρια της ίδιας αυτοαναφορικότητας κινείται και ο «Ατσίδας του Μπρόντγουαιη» (1984). Το 1982 ο Αλεν συναντά τη Μία Φάροου στη γλυκόπικρη «Σεξοκωμωδία Θερινής Νύχτας», ενώ έναν χρόνο αργότερα γυρίζει το εμβληματικό «Ζέλιγκ», πειραματιζόμενος με τη φόρμα του «ψευδοντοκιμαντέρ», σε μια απόπειρα διερεύνησης του ζητήματος της ταυτότητας και του έρωτα μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης.
Την περίοδο 1985-1987 ο Αλεν γυρίζει τρεις ακόμη σπουδαίες ταινίες στη σειρά. Στο «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου» ο κινηματογράφος υπερβαίνει το πανί που χωρίζει την ταινία από τον θεατή και η Μία Φάροου – σε μια από τις πιο υπέροχες στιγμές της καριέρας της – παρασύρεται στην ερωτική ψευδαίσθηση που μόνο το σινεμά μπορεί να δημιουργήσει. Έναν χρόνο αργότερα, το 1986, ο Αλεν γυρίζει το «Η Χάνα και οι αδερφές της», στήνοντας ένα σύνθετο, αλλά εντυπωσιακά πλήρες κολάζ χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, στο εν λόγω φιλμ συνεργάζεται με τον Μάικλ Κέιν, τον Μαξ φον Σίντοφ, την Μπάρμπαρα Χέρσει και την Νταϊάν Γουίστ. Το 1987 ο Αλεν ταξιδεύει νοσταλγικά στις «Ημέρες Ραδιοφώνου», ενώ η δεκαετία κλείνει με το «Απιστίες και Αμαρτίες» (1989), το οποίο φιλοσοφικά διαπνέεται από την έντονη «σκιά» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και από την ισχύ της κομβικής για τον Αλεν, «Θεάς Τύχης». Είχε προηγηθεί το δραματικό «September» (1987) και το υποτιμημένο «Another Woman» (1988) στο οποίο η εξαίσια Τζίνα Ρόουλαντς διερωτάται «αν μια ανάμνηση είναι κάτι που μας ανήκει ή κάτι που έχουμε χάσει».
Τα 90s είναι η δεκαετία της μεγάλης «ταραχής» τόσο στη ζωή, όσο και στο σινεμά του Αλεν. Μετά την «Αλίκη» (1990) και το ευφυέστατο «Σκιές και Ομίχλη» (1991) – μια κωμωδία-αλληγορία τοποθετημένη σε ένα εξπρεσιονιστικό ντεκόρ – ο Αλεν γυρίζει το «Παντρεμένα Ζευγάρια» (1992), την τελευταία του ταινία στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Μία Φάροου. Ενα φιλμ για το οδυνηρό τέλος μιας σχέσης, στη διάρκεια του οποίου η ασταθής κάμερα «εισβάλλει» στην κάμαρα του ζευγαριού Αλεν και Φάροου που ήδη εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο τέλος της σχέσης τους. Ακολούθησε το ταραχώδες χρονικό του χωρισμού, η αποκάλυψη της σχέσης του Αλεν με τη θετή κόρη της Φάροου, Σουν-Γι και η καταγγελία περί κακοποίησης της ανήλικης Ντίλαν Φάροου από τον Αλεν. Η καταγγελία της κακοποίησης αφου ερευνήθηκε από τις αρχές δεν οδηγήθηκε εν τέλει στη δικαιοσύνη. Παρόλα αυτά, 2021 το HBO κυκλοφόρησε τη μίνι-σειρά ντοκιμαντέρ «Allen v. Farrow», στην οποία ξεδιπλώνεται η πλευρά της Μια και της Ντίλαν Φάροου.
«Deconstructing Woody»
Αν μια ταινία της δεκαετίας του 1990 είναι η πιο αντιπροσωπευτική για το κλίμα της εποχής σε σχέση με την προσωπική ζωή του Αλεν, τότε αυτή είναι το «Διαλύοντας τον Χάρι» / «Deconstructing Harry» (1997), το επώδυνο εσωτερικό οδοιπορικό ενός συγγραφέα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ο οποίος ταξιδεύει στο κολέγιο που κάποτε τον είχε αποβάλει για να… βραβευτεί για το έργο του. Στο συγκινητικό φινάλε της ταινίας, ο Χάρι-Γούντι βρίσκει μαγικά την αναγνώριση από τους ήρωες που ο ίδιος δημιούργησε, παραδεχόμενος πικρά ότι είναι «ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πραγματική ζωή, αλλά μόνο στην τέχνη».
Ο νέος αιώνας βρίσκει τον Γούντι Αλεν συνεπή στο ετήσιο κινηματογραφικό του ραντεβού με το πιστό κοινό του, αλλά ταυτόχρονα το έργο του αρκετά μακριά από τις λαμπρές στιγμές του παρελθόντος. Το «Match Point» (2005), γυρισμένο στην Αγγλία, επαναφέρει τον Αλεν στο προσκήνιο, αποσπά διθυραμβικές κριτικές και συστήνει τον Νεοϋορκέζο δημιουργό σε μια νέα γενιά σινεφίλ. Τρία χρόνια αργότερα, ο Αλεν «ταξιδεύει» στη Βαρκελώνη και με το καυτό «Vicky, Cristina Barcelona» αποδεικνύει ότι δεν έχει χάσει το «τρένο» της εποχής.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, πιο ακομπλεξάριστος και μη έχοντας να αποδείξει κάτι σε κανέναν, «ταξιδεύει» στον χρόνο, αναζητώντας την πιο ρομαντική εποχή στο «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (2011), «ξαναγράφει» το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, προσαρμόζοντας το στην εποχή της οικονομικής κρίσης με το «Blue Jasmine» (2013) και ξαναπιάνει τις προβληματικές από το «Εγκλημα και Τιμωρία» στο σαμπρολικό «Παράλογος Ανθρωπος» (2015).
Το κύμα του #MeToo το 2016 θα επαναφέρει την υπόθεση της φερόμενης κακοποίησης της Ντίλαν Φάροου από τον Αλεν στο προσκήνιο. Η αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία ονοματίζει τον Αλεν persona non grata. Το δραματικό και θεατρικής υφής «Wonder Wheel» στο οποίο καταπιάνεται εκ νέου με τη δύναμη της τύχης στις ζωές των ανθρώπων και το ρομαντικό «A Rainy Day in New York» αποτελούν και τις τελευταίες ταινίες που ο Αλεν γύρισε επί αμερικανικού εδάφους. Η δεύτερη, μάλιστα, δεν βρήκε καν διανομή στις ΗΠΑ.
Το 2020 ο Γούντι Αλεν – παρέα με τον επί χρόνια συνεργάτη του Γουόλας Σον – ταξιδεύει στο Σαν Σεμπαστιάν και με το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» αποτίει έναν συγκινητικό φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους δημιουργούς που θαύμασε και τον ενέπνευσαν: στον Τριφό, στον Γκοντάρ, στον Φελίνι και φυσικά στον Μπέργκμαν και την «Εβδομη Σφραγίδα».
Αυτές τις ημέρες, κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, η νέα ταινία του Γούντι Αλέν, η πρώτη γαλλόφωνη στην καριέρα του, με τίτλο «Γυρίσματα της Τύχης». Ο ίδιος στα 88 του χρόνια, έπειτα από δεκαετείς αναζητήσεις, μοιάζει πλέον να έχει καταλήξει πως τελικά «η λύση βρίσκεται στην αγάπη» και πως το μεγαλύτερο «δώρο» στη ζωή είναι η «τύχη». Και ως προς την υστεροφημία; «Από το να παραμείνω ζωντανός στις καρδιές και στο μυαλό του κοινού, προτιμώ να παραμείνω ζωντανός στο διαμέρισμα μου», απαντά ο ίδιος.