«Ολα για τη μητέρα μου»: Η λυτρωτική «απόδραση» του Πέδρο Αλμοδόβαρ
ολα-για-τη-μητέρα-μου-η-λυτρωτική-απ-563145472

«Ολα για τη μητέρα μου»: Η λυτρωτική «απόδραση» του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες του Ισπανού δημιουργού κυκλοφορεί σε επανέκδοση, 25 χρόνια μετά την πρεμιέρα της

Θοδωρής Λέννας
Ακούστε το άρθρο

«Τα μόνα αληθινά πράγματα στη ζωή είναι τα αισθήματα και η σιλικόνη», φιλοσοφεί γλυκόπικρα, σε ανύποπτο χρόνο στη διάρκεια του «Ολα για τη Μητέρα Μου» η Αγράδα, ένας από τους πιο εμβληματικούς ρόλους που εμπνεύστηκε στη μακρά φιλμογραφία του ο Πέδρο Αλβοδόβαρ

Το για κάποιους, εκ πρώτης όψεως, εύπεπτο «καλιαρντό» σόφισμα της Αγράδα, μοιάζει να αποκρυσταλλώνει περιεκτικά την κουλτούρα του «αλμοδοβαρικού» σινεμά. Ενός σινεμά λαϊκού μα όχι εύπεπτου, σκεπτόμενου αλλά όχι διδακτικού, πράγματι γεμάτου αισθήματα και πράγματι κατακλυσμένου από σιλικόνη. 

Το «Ολα για τη Μητέρα μου» (1999), το οποίο κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από την Πέμπτη σε επανέκδοση, αποτελεί ενδεχομένως την πιο μεστή και ολοκληρωμένη στιγμή του πρώτου κινηματογραφικού «κύκλου» του Πέδρο Αλμοδοβάρ. Ενα φιλμ με αυτοβιογραφικές απολήξεις, που ποτέ δεν γίνεται πληκτικά αυτοαναφορικό. Μια ταινία που μιλά για την καλλιτεχνική δημιουργία και την «ψυχή» του καλλιτέχνη, χωρίς σοβαροφάνεια, χωρίς στόμφο, αλλά γήινα, πολύχρωμα, άλλοτε ιλαρά και άλλοτε δραματικά, όπως πάντοτε προσέγγιζε την Τέχνη ο Αλμοδόβαρ. Πάνω από όλα μια ταινία για τη «μητέρα» σαν σύμβολο, «για τις γυναίκες και για τις γυναίκες που υποδύονται άλλες γυναίκες, για τους άνδρες που θέλουν να γίνουν γυναίκες, για όλους τους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν μητέρες», όπως καταλήγουν τα συγκινητικά credits του φιλμ.

Στα credits παρατηρεί κανείς και τους «φόρους τιμής» που ο Αλμοδόβαρ επιλέγει να αποτίσει στο «Ολα για τη Μητέρα μου». Η αγωνία του «τέλους» που εκπέμπει το «All About Eve», ο βασανιστικός χρησμός του Τρούμαν Καπότε για τον «καλλιτέχνη που αυτομαστιγώνεται», η Μπλανς και η Στέλλα από το «Λεωφορείον ο Πόθος» ως συγκρουόμενες εκδοχές μιας κοινής μοίρας, ακόμη και η Τζίνα Ρόουλαντς από τη «Νύχτα Πρεμιέρας» του Τζον Κασσαβέτη, αναπλάθονται στη δομή της ιστορίας ως σύμβολα, ως καθρεφτίσματα, ως μικρές προσομοιώσεις και τελετουργικά ταύτισης. Ο Αλμοδόβαρ δεν ενδιαφέρεται να «πουλήσει» τις αναφορές του. Παραδέχεται και αναγκάζει κι εμάς να παραδεχθούμε ότι αυτά τα σύμβολα και αυτά τα καθρεφτίσματα είναι οι λόγοι που συνδεόμαστε με την τέχνη, με το σινεμά. «Πραγματικά αυθεντική είσαι όταν μοιάζεις με αυτό που ονειρεύεσαι», μας θυμίζει ξανά η Αγράδα. Και τι μας κάνει περισσότερο να ονειρευόμαστε από το σινεμά;

Ακόμη και ένθερμοι θαυμαστές του Αλμοδόβαρ συχνά αποδίδουν στα έργα του τους χαρακτηρισμούς του «μελό» και του «κιτς». Μπορεί με τους αυστηρούς όρους ενός ακαδημαϊκού «οδηγού αισθητικής» (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) να έχουν εν μέρει δίκιο, αλλά πόσο άδικο μοιάζει να αποδίδονται σε αυτόν τον δημιουργό ορολογίες που παραπέμπουν σε μια διάθεση επιτήδευσης;

Το σινεμά του Αλμοδόβαρ είναι πολλαπλώς αυθεντικό γιατί διαχρονικά το αισθάνεσαι, το οσφρίζεσαι, το γεύεσαι. Είναι σινεμά υπαρξιακά σαρκικό και ανεπιτήδευτα αισθαντικό. Ακόμη και η ματιά του σε έναν κόσμο που για κάποιους αποκαλείται «περιθωριακός», φαντάζει συνάμα τόσο ανθρώπινη, άγρια, οριακή, αλλά παραδόξως και κατευναστική σαν μητρικό χάδι. Αυτά τα συναισθήματα εκπέμπει η σκηνή κατά την οποία η ηρωίδα της Σεσίλια Ροθ «προσγειώνεται» στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα και των ναρκωτικών της Βαρκελώνης. Αυτό το αίσθημα καθησυχασμού προκαλεί η ολιγόλεπτη σκηνή όπου οι τέσσερις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες της ιστορίας συναντώνται στο μικροαστικό τους σαλόνι και ξεσπούν σε γέλια λύτρωσης. 

Η ανάγκη μιας λύτρωσης μοιάζει να συνοψίζει και όλη τη διαδρομή του Αλμοδοβάρ σε αυτήν την ταινία (και όχι μόνο). Μια μητέρα πενθεί για τον χαμό του γιου της επιστρέφοντας στο παρελθόν της, νιώθοντας ενοχή για το τραγικό παρόν και για το εξίσου τραγικό παρελθόν. Μια επώδυνη άσκηση διατήρησης στη ζωή μέσα από τη δυνατότητα «απόδρασης» που μόνο η Τέχνη μπορεί να χαρίσει. Ταυτόχρονα, μια συγκινητική ματιά του Αλμοδόβαρ στον κόσμο της «σιλικόνης» που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου· στις τρανς γυναίκες, στις πόρνες, στους ναρκομανείς, σε μια «αόρατη» γενιά ανθρώπων που έζησε, πένθησε, «τρυπήθηκε» και νόσησε μόνη, ενοχικά, στο περιθώριο.

Ακόμη, όμως, και όταν οι πληγές του «δέρματος που κατοικεί» στην επιφάνεια είναι δυσεπούλωτες και βαθιές –για να αξιοποιήσουμε τον τίτλο μιας μεταγενέστερης ταινίας του– ο Αλμοδόβαρ ανακαλύπτει τη λύτρωση στη βεβαιότητα ότι ακόμη και μετά τη μεγαλύτερη τραγωδία, η ζωή θα συνεχιστεί. Κι αυτή, ίσως, είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη του «Ολα για τη Μητέρα μου».  

*Φωτογραφία: Rosebud.21

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT