«The Killing»: Η πιο αγωνιώδης αντίστροφη μέτρηση του Στάνλεϊ Κιούμπρικ

«The Killing»: Η πιο αγωνιώδης αντίστροφη μέτρηση του Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Ενα από τα πιο σπάνια και δυσεύρετα φιλμ του σπουδαίου δημιουργού κυκλοφορεί την Πέμπτη και συγκαταλέγεται αυτομάτως στις πιο σημαντικές επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού

the-killing-η-πιο-αγωνιώδης-αντίστροφη-μέτρη-563152855

Μοιάζει, μάλλον, παράδοξο εν έτει 2024 κι ενώ το σινεμά του Στάνλεϊ Κιούμπρικ παραμένει επιδραστικό ακόμη και σε νεότερες γενιές σινεφίλ, η -κατά τον ίδιο- πρώτη «ώριμη» δουλειά του να είναι περισσότερο γνωστή ως σημείο αναφοράς του Κουεντίν Ταραντίνο για τη σύλληψη και εκτέλεση του «Reservoir Dogs», παρά αυτοτελώς ως ένα από τα κορυφαία δείγματα heist σινεμά που γυρίστηκε ποτέ. 

Ο λόγος για το «The Killing», γυρισμένο το 1956, (η ελληνική απόδοση ως «Το Χρήμα της Οργής» ακούγεται σήμερα κάπως ξεπερασμένη), ένα από τα πιο σπάνια και δυσεύρετα φιλμ του Κιούμπρικ, το οποίο κυκλοφορεί την Πέμπτη στη Ριβιέρα Εξαρχείων και συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού

Οι παλιοί κριτικοί «δίδασκαν» ότι το σινεμά είναι μια συνάρτηση του χώρου με τον χρόνο. Το «The Killing» θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σεμινάριο επιβεβαίωσης αυτής της θεωρίας. Ο Κιούμπρικ, περιγράφοντας την οργάνωση και εκτέλεση της μεγαλειώδους ληστείας ενός ιπποδρόμου από μια ετερόκλητη συμμορία, μάλλον καθημερινών «ρεμαλιών» που αναζητούν την «καλή» για να ξεφύγουν από τις μίζερες ζωές τους, πειραματίζεται πάνω στις προοπτικές εναλλακτικής αφήγησης ενός συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου. Κάπως έτσι, ο χρόνος της αφήγησης «ταξιδεύει» μπρος – πίσω με τον Κιούμπρικ να «αναδιατυπώνει» στην οθόνη τα ίδια γεγονότα υπό διαφορετικές, υποκειμενικές οπτικές κάθε φορά ενώ -τι ειρωνεία;- βασικό όχημα αφήγησης είναι το αντικειμενικό voice-over ενός «ουδέτερου» τρίτου προσώπου που δεν εμπλέκεται στην πλοκή.

Ο τραχύς και εκ φυσιογνωμίας καταδικασμένα «καταραμένος» Στέρλινγκ Χέιντεν (γνωστός από την εμβληματική ερμηνεία του στη «Ζούγκλα της Ασφάλτου»), ως Τζον Κλέι, υποδύεται τον αρχηγό και «εγκέφαλο» της σπείρας. Μιας σπείρας που κατά τα άλλα απαρτίζεται από καθημερινές, γήινες, σχεδόν συμπαθητικές φιγούρες: έναν βιοπαλαιστή που συντηρεί την άρρωστη σύζυγό του, έναν ευκατάστατο μπεκρή, έναν διεφθαρμένο αστυνομικό που χρωστάει χρήματα στον υπόκοσμο και έναν βραχύσωμο, ανασφαλή λογιστή – θύμα της σαγήνης μιας αρχετυπικής φαμ φατάλ. 

Κι αν ο Κιούμπρικ, πολλά χρόνια πριν ο Ταραντίνο μας συστήσει τον Mr Pink και την παρέα του, επέλεγε να γυρίσει ένα πικρό αντιηρωικό νουάρ «αποτυχημένων» γκάνγκστερ, ο βασικός θεματικός πυρήνας του «The Killing» συναντά μεταφυσικά και τα μετέπειτα καθολικά αναγνωρισμένα αριστουργήματά του: Την μόνιμη αγωνία – σαρκασμό πάνω στον άνθρωπο που αναζητά τη μάταιη υπέρβαση, που συγκρούεται με υπέρτερες δυνάμεις, που θέλει να υποτάξει τον «χώρο και τον χρόνο» – την πεμπτουσία δηλαδή του σινεμά και της ίδιας της ζωής. 

Από το πρώτο καρέ του φιλμ ο Κιούμπρικ σπεύδει να ξεκαθαρίσει στο κοινό ότι η κατάληξη της ιστορίας θα είναι ανεπιτυχής για τους ήρωες της. Αρκούν μερικά δυσοίωνα γκρο πλαν και η -αδίκως υποτιμημένη μέσα στον χρόνο- αγωνιώδης μουσική υπόκρουση. Εκτοτε το «The Killing» μεταμορφώνεται σε μια κωμικοτραγική αντίστροφη μέτρηση ενός προδιαγεγραμμένου τέλους. «Οι γκάνγκστερ μοιάζουν με τους καλλιτέχνες», λέει στον Χέιντεν ένας παλαιστής σε μια σκηνή ανθολογίας που λαμβάνει χώρα σε ένα μπαρ. «Το κοινό τους λατρεύει, αλλά λατρεύει και τη στιγμή της πτώσης τους». Υπονοώντας και προοικονομώντας σαρδόνια το τέλος της ταινίας, η ατάκα τρόπον τινά λειτουργεί σαν δημιουργική πυξίδα του Κιούμπρικ. Το κοινό γνωρίζει για την «πτώση», αλλά πρέπει να λατρέψει ταυτόχρονα και τη διαδρομή που θα οδηγήσει σε αυτή. 

Ο Κιούμπρικ φροντίζει για αυτό εισαγάγοντας ένα καλοκουρδισμένο σασπένς και παράλληλα αισθητικές και θεματικές προβληματικές και ευρήματα με τα οποία θα πειραματιζόταν σε όλη τη διάρκεια της μακράς σπουδαίας -αλλά επιλεκτικής και μικρής ποσοτικά- φιλμογραφίας του. Η απρόσμενη σχέση ενός εκτελεστή που ετοιμάζεται να πυροβολήσει ένα άλογο με τον μαύρο παρκαδόρο του ιπποδρόμου, οι πνευματώδεις φιλοσοφίες του μυώδους παλαιστή -ενός ρόλου ταυτισμένου διαχρονικά με την αμυαλιά- και φυσικά η τόσο αστεία και συνάμα τόσο πικρή αγωνία ενός «μικρού ανθρώπου» να αποδείξει στη -σαγηνευτική και άκρως μοιραία για τα κυβικά του- γυναίκα του ότι τής αξίζει, δίνουν στο φιλμ έναν «κατάμαυρο», πρώιμα «κιουμπρικικό» τόνο.

Εναν τόνο σαδιστικό μπροστά στην ολοκλήρωση της απόλυτης «πτώσης» και «δυστυχίας» που πραγματώνεται στο ευρηματικό φινάλε. Τελικά, ένα καλοκουρδισμένο σχέδιο, οργανωμένο στην εντέλεια, μπορεί να στραβώσει από ένα γελοίο παιχνίδισμα της τύχης. «Τρέχα», παροτρύνει η σύντροφος του Τζον Κλέι τον ήρωα. «Και ποιο το νόημα;», της απαντά ο ίδιος, με τον Κιούμπρικ να ολοκληρώνει αβάσταχτα απαισιόδοξα -όπως αρμόζει σε ένα πραγματικά σπουδαίο φιλμ νουάρ- την ταινία. 

* Φωτογραφία: Ριβιέρα

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT