Σκηνοθετώντας (ξανά) το ελληνικό καλοκαίρι
σκηνοθετώντας-ξανά-το-ελληνικό-καλοκ-563156299

Σκηνοθετώντας (ξανά) το ελληνικό καλοκαίρι

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και ο Ρένος Χαραλαμπίδης, δύο κινηματογραφιστές που έχουν αποθεώσει στις ταινίες τους το ελληνικό καλοκαίρι, γράφουν στην «Κ» για το πώς θα το σκηνοθετούσαν εν έτει 2024

Εικονογράφηση: Michael Kirki
Ακούστε το άρθρο

Το 2000 βγήκε στις αίθουσες η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη. Τότε θα παιζόταν στη μεγάλη οθόνη μόνο για μία εβδομάδα, αλλά με τα χρόνια, τόσο για αυτούς που τη λατρεύουν όσο και για αυτούς που τη μισούν θα περνούσε στη σφαίρα του καλτ και θα γινόταν η απόλυτη ταινία του αθηναϊκού καλοκαιριού, όπως αυτό ήταν πριν η Ελλάδα μπει στην τροχιά της νέας χιλιετίας. Μιλάμε φυσικά για τα «Φθηνά Τσιγάρα», τη μάλλον πιο πολυπαιγμένη ελληνική ταινία στο YouTube. Και αυτή που, κατ’ αντιστοιχία με τις νιοστές επαναλήψεις κλασικών ελληνικών σειρών στην τηλεόραση, κάθε καλοκαίρι βρίσκει τη θέση της σε θερινές προβολές. 

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ένας σκηνοθέτης με μια λιγότερο ρομαντική και αρκετά ωμή προσέγγιση, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, κυκλοφόρησε το «Suntan». Μια ταινία που ξεκινώντας από τον πανηδονισμό του «αθάνατου ελληνικού καλοκαιριού» στην Αντίπαρο, σταδιακά εκτροχιάζεται, για να δείξει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ερωτικής εμμονής, μέσα από το ειδύλλιο ενός μεσήλικα αγροτικού γιατρού και μιας νεαρής παραθερίστριας. 

Για τον έναν, το ελληνικό καλοκαίρι είναι μια αστική καρτ ποστάλ. Για τον άλλο, ένα νησί στο οποίο τα πάντα μπορούν να συμβούν. Αρκετά χρόνια μετά τις «καλοκαιρινές» τους ταινίες, ζητήσαμε από τον Ρένο Χαραλαμπίδη και τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο να φανταστούν πώς θα σκηνοθετούσαν το καλοκαίρι του 2024. Και αυτοί έμειναν πιστοί στην αισθητική τους. 

Το κοίταγμα του ρολογιού

του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου

Σκηνοθετώντας (ξανά) το ελληνικό καλοκαίρι-1
Ο σκηνοθέτης του «Suntan». Φωτ.: Χρήστος Καραμάνης 

ΣΚΗΝΗ 1  
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ / ΜΕΡΑ / ΚΑΦΕ ΝΗΣΙΟΥ

Γενικό σταθερό πλάνο με την κάμερα από τη μεριά ενός οποιουδήποτε καφέ, σε οποιοδήποτε λιμάνι, οποιουδήποτε νησιού. Ενός από αυτά τα καφέ που κάθεσαι μονάχα όταν περιμένεις το πλοίο για να φύγεις ή ακόμα καλύτερα όταν περιμένεις το πλοίο που θα φέρει κάποιον αγαπημένο.

Για αρκετή ώρα περνάνε μπροστά από την κάμερα βιαστικοί τουρίστες, χαλαροί ντόπιοι, κάποια γκρι ταξί, ένα τουριστικό καΐκι γεμάτο κοκκινισμένα δέρματα που πλησιάζει, ένας εκνευρισμένος κύριος που νοικιάζει μηχανάκια, ένα παιδί που η μαμά του το κυνηγάει ασταμάτητα – και, παρά τον οπτικό θόρυβο, το πλάνο ξυπνάει ένα αίσθημα ηρεμίας.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήχο. Ενας ντελάλης ρουμς-του-λετ, το πλοίο που πλησιάζει, μια τράτα που κάνει μπου μπουρ μπουρ από μακριά, ο τσατίλας με τα μηχανάκια, ροδάκια από βαλίτσες στο σαγρέ τσιμεντένιο πάτωμα, γέλια και πειράγματα σε διάφορες γλώσσες, ακόμα και τα ρυθμικά χαστούκια που ρίχνουν οι σαγιονάρες στις πατούσες της βιαστικής κυρίας σε κάθε βήμα, δημιουργούν ένα γαλήνιο ηχοτοπίο.

Η κάμερα κάνει μια αργή κίνηση και φτάνει σε μεσαίο του ήρωά μας που κοιτάζει το ρολόι και χαμογελάει, γιατί θυμάται ότι, όποτε το έχει κοιτάξει τις τελευταίες μέρες, ξεχνάει την ώρα που είδε δύο δευτερόλεπτα μετά.

Το αργό τράβελινγκ του αθηναϊκού καλοκαιριού

του Ρένου Χαραλαμπίδη

Σκηνοθετώντας (ξανά) το ελληνικό καλοκαίρι-2
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης στα γυρίσματα του «Νυχτερινού Εκφωνητή». Φωτ.: Λάμπρος Ρουμελιωτάκης

Επιλέγω το αθηναϊκό καλοκαίρι να είναι ένα αργό τράβελινγκ που τον ρυθμό τον δίνει η μεσημεριανή ραστώνη. Λες και είναι το υποκειμενικό βλέμμα των αδέσποτων γατιών που σιγοβράζουν στις οροφές των αυτοκινήτων το απομεσήμερο.

Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, κάποιες αισθήσεις της αθηναϊκής καλοκαιρίας που μου ζητάνε να βρουν θέση στα κινηματογραφικά μου σημειωματάρια. Οχι με γκονταρικό ώμο μοντάζ. Αλλά με dissolve σπάταλα. Οπου η μία εικόνα χύνεται αργά και διαβρωτικά μέσα στην άλλη.

Για να βάλω την κινηματογραφική σκέψη μου σε μια παραγωγική ροή, θα άρχιζα, ανορθόδοξα ίσως, από την ηχητική επένδυση αυτού του βραδυπορούντος μεσημεριανού τράβελινγκ. Γιατί η βαθιά Αθήνα αλλάζει ήχο στην καρδιά του αστικού θέρους. Χαμηλώνει ο βόμβος της πόλης και δυναμώνει το μινιμαλιστικό τραγούδι των τζιτζικιών, που αυτός που θα κλείσει τα μάτια μπορεί να το διακρίνει μέχρι και στην Ομόνοια. Με γοητεύει ακόμα και το βυζαντινό ίσο από τα air condition που αγκομαχούν στην ανηφόρα. Φουτουριστικοί χαιρετισμοί μιας άλλης εποχής.

Κομμάτια και αποσπάσματα μιας δικής μου αθηναϊκής ραστώνης. Η στιγμή που θα ανάψουν τα φώτα των έρημων κεντρικών λεωφόρων. Τα συντριβάνια που εκτινάσσονται χλιαρά, με τρακ σαν πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί που δεν εμπιστεύονται τον σκηνοθέτη. Αν και πολλές φορές μίζερα, είναι πάντα νοσταλγικά και ασυμβίβαστα. Σαν τις ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες που εξελίσσονται με τη συνοδεία τζιτζικιών.

Η συνωμοσία της κοινής ησυχίας του μεσημεριού και τα καναρίνια στους ακάλυπτους. Που σολάρουν με όλο και μεγαλύτερη έμπνευση, καθώς η ζέστη κορυφώνεται στο απομεσήμερο. Λες και το κλουβί ξυπνάει μέσα τους τον καλλιτέχνη. Λες και η φυλακή τα βοηθάει να βυθιστούν στον εαυτό τους και να βρουν ακόμα πιο ολοκληρωμένα την προσωπική τους μελωδία. 

Οι απογευματινοί πλανόδιοι πωλητές καρπουζιών. Η υπόσχεση ενός παραδείσου εδώ και τώρα με φραγκοδίφραγκα.

Η απατηλή ζωή στα μπαλκόνια. Τα λάστιχα ποτίσματος που έχουν μαλακώσει από τον καύσωνα. Οι φωτεινές τηλεοράσεις χωρίς ήχο. Οι ανοιχτές μπαλκονόπορτες για να κάνει ρεύμα. Το ξεχασμένο ποτήρι με το κουταλάκι από τη μαστίχα υποβρύχιο στα στενά μπαλκόνια στα διαμερίσματα του ημιώροφου.

Η αισθητική της τέντας από τη μέσα πλευρά. Εξπρεσιονιστικοί κήποι, ξεθωριασμένες στάμπες στα τεντόπανα, πορτοκαλί, βαθύ μπλε, επιθετικό πράσινο και κάποια σκισίματα που σου υπενθυμίζουν «τον νου σου, δεν θα έχεις για πάντα τα καλοκαίρια».

Τα σχεδόν άδεια καλοκαιρινά σινεμά του Αυγούστου που επιμένουν να προβάλλουν τον «Νυχτερινό Εκφωνητή». Αλλά και τα ερειπωμένα σινεμά με τον απόηχο των ξαφνικών φιλιών που κάποτε δόθηκαν.

Η μεταμεσονύχτια μυστική ερωτική συμφωνία από τις ανοιχτές πόρτες στις κρεβατοκάμαρες των διαμερισμάτων του ακάλυπτου.

Τα αμήχανα και παντοτινά φωτισμένα θυροτηλέφωνα. Κανείς δεν αναμένεται ούτε να τα διαβάσει αναζητώντας κάποιο βιαστικά γραμμένο όνομα, ούτε να τα χτυπήσει απόψε.

Και πάντα από παντού, μέσα από σύννεφο παρασίτων, ένας νυχτερινός εκφωνητής –σαν ανάλαφρα μεθυσμένος– να ψιθυρίζει, νοσταλγικά, ερωτικά μισόλογα από τα τρανζιστοράκια του αθηναϊκού κατακαλόκαιρου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT