Το περσινό κινηματογραφικό δίλημμα του «Barbenheimer», δηλαδή η παράλληλη κυκλοφορία του «Barbie» της Γκρέτα Γκέργουικ και του «Oppenheimer» του Κρίστοφερ Νόλαν στις αίθουσες, έκανε τις δύο ταινίες ένα από τα μεγαλύτερα ποπ φαινόμενα της χρονιάς –γιατί όχι και των τελευταίων χρόνων. Κάτι που φάνηκε στο box office. Για την ακρίβεια, η μανία όλου του πλανήτη να δει τη Μάργκοτ Ρόμπι ως τη διασημότερη κούκλα του κόσμου, έκανε το «Barbie» την επικερδέστερη ταινία της περσινής χρονιάς με το παγκόσμιο box office να γράφει κέρδη ύψους 1.445.638.421 δολαρίων.
Λίγους μήνες αργότερα, μια στρατιά από εκρηκτικά συναισθήματα στο μυαλό μιας έφηβης προσέλκυσαν τόσο κόσμο στις αίθουσες ανά τον πλανήτη, που άφησαν τη «Barbie» να κοιτάει τα 1.627.589.803 δολάρια των παγκόσμιων εισπράξεων του «Inside Out 2» («Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2») από απόσταση.
Εδώ και λίγο καιρό, η δεύτερη ταινία του εξαιρετικού «Inside Out» (2015) της Pixar κατέχει και επίσημα τον τίτλο της επικερδέστερης animation ταινίας όλων των εποχών. Τη σκυτάλη του ρεκόρ πήρε από το «Frozen II» (2019) που άγγιξε τα 1.453.683.476 δολάρια. Η μόνη ιδιότυπη περίπτωση που κοντράρει θεωρητικά το «Inside Out 2» είναι το remake του «Lion King» (2019, 1.663.079.059 δολάρια στο box office παγκοσμίως) που όμως αν και ψηφιακά κατασκευασμένο, υπάγεται τυπικά στην κατηγορία του live action.
«Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2» φιγούραραν στην κορυφή του ελληνικού box office για το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού (κυκλοφόρησαν στις 13/6) και έχουν κόψει ως τώρα 629.536 εισιτήρια (στοιχεία ως τις 18/8)
Για να δούμε και τα εγχώρια δεδομένα, «Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2» φιγούραραν στην κορυφή του ελληνικού box office για το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού (κυκλοφόρησαν στις 13/6) και έχουν κόψει ως τώρα 629.536 εισιτήρια (στοιχεία ως τις 18/8).
Μέσα σε όλα, η νεότερη επιτυχία της Pixar μπορεί να καυχιέται πως είναι συνολικά η 13η πιο επιτυχημένη ταινία όλων των εποχών παγκοσμίως. Και φυσικά, η ταινία που «ξελάσπωσε» την υψηλών προδιαγραφών εταιρεία της που τα τελευταία χρόνια επιδιδόταν σε χαμηλές για τα δεδομένα της πτήσεις.
Λοιπόν, ποιο είναι το «κοκαλάκι της νυχτερίδας» που έχουν τα «Μυαλά που Κουβαλάς 2» και κατάφεραν να καθίσουν στον θρόνο του box office;
Η ανατομία των «Μυαλών που Κουβαλάς»
Το σίκουελ είχε τους καλύτερους οιωνούς για να κάνει τους λάτρεις του animation να σπεύσουν να το δουν. Η πρώτη ταινία του 2015 κέρδισε όχι μόνο το κοινό (859.076.254 δολάρια έσοδα παγκοσμίως) μα και τους κριτικούς που το εξήραν. Ακόμα και το «δύσκολο» κοινό των Καννών, στο φεστιβάλ των οποίων έκανε πρεμιέρα, της χάρισαν ένα όρθιο χειροκρότημα 8 λεπτών.
Ηταν μια ιδέα πρωτότυπη και καθολική την ίδια στιγμή: η ταινία καταγράφει τα συναισθήματα ενός μικρού κοριτσιού, της Ράιλι, όχι απλά ως τέτοια, μα σαν μικρά πλασματάκια στο «κέντρο ελέγχου» του εγκεφάλου της. Οποιος έχει νιώσει ποτέ του χαρά, λύπη, θυμό, φόβο, αηδία, μπορούσε να ταυτιστεί και την ίδια στιγμή, να μη βαρεθεί αφού τα έβλεπε να ξετυλίγονται σαν χαρακτήρες ενός φανταστικού sitcom.
Σχεδόν μία δεκαετία μετά, τα «Μυαλά που Κουβαλάς» παραμένουν η καλύτερη ταινία του στούντιο της Pixar μετά το «Up» (2009). Ναι, οι συνέχειες του «Νέμο» και του «Toy Story» λειτούργησαν σαν σταθερές («Ψάχνοντας την Ντόρι», 2016 και «Toy Story 4», 2019), το «Coco» (2017) και το «Soul» (2020) έψαξαν και μουσικές χορδές στο κοινό του κραταιού στούντιο κινουμένων σχεδίων, ενώ το «Elemental» (2023) εν πολλοίς έμοιαζε με μια πιο ανέμπνευστη εκδοχή του «Inside Out».
Ηταν λογικό και επόμενο το κοινό να υποδεχθεί ζεστά τη συνέχεια από «Τα Μυαλά που Κουβαλάς», όπερ και εγένετο: η ταινία έκανε άνοιγμα στις ΗΠΑ με έσοδα που άγγιξαν τα 154.201.673 δολάρια. Στην Ελλάδα, το άνοιγμα έστειλε την ταινία απευθείας στο νούμερο 1 του box office, κόβοντας ούτε λίγο ούτε πολύ 98.084 εισιτήρια.
Και έπειτα, δεν πρέπει να υποτιμούμε τις συγκυρίες στις οποίες κυκλοφόρησε η ταινία: μέσα στο καλοκαίρι –μια εποχή που ευνοεί τις οικογενειακές εξόδους και φυσικά τα θερινά που «δουλεύουν» αρκετά τέτοιες ταινίες– αλλά και χωρίς κάποιον «μεγάλο» κινηματογραφικό αντίπαλο εμπορικά στο άνοιγμά της. Θα έπρεπε να βγει το «Deadpool & Wolverine» (25/7), ώστε η ταινία της Pixar να υποχωρήσει από την κορυφή του εγχώριου box office.
Οι κινηματογραφικές συνέχειες απαιτούν πάντα καλή ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί, όταν μιλάμε για blockbusters: πρέπει να είναι γνώριμες, μα όχι προβλέψιμες. Σε αυτό, το «Inside Out 2» κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις: η Ράιλι, ως 13χρονη έφηβη πλέον –καθώς όσα παιδιά είδαν σε πρώτο χρόνο την αρχική ταινία έχουν με τη σειρά τους μεγαλώσει– έχει και μεγαλύτερη παλέτα συναισθημάτων: δίπλα στη Χαρά, τη Λύπη, τον Θυμό, τον Φόβο, την Αηδία έρχονται να προστεθούν η Ζήλια, η Ντροπή, η Ανία και η Ανησυχία.
Η τελευταία –που στην αγγλόφωνη εκδοχή της ταινίας λέγεται «Anxiety»– είναι μάλλον η εξυπνότερη προσθήκη στη νέα ταινία: την εποχή που το άγχος και η ανησυχία κατακλύζουν τους πάντες από παντού, το να βλέπεις ένα παιδικό animation να χειρίζεται κωμικά μα και δίκαια το εν λόγω συναίσθημα, μοιάζει σχεδόν ανακουφιστικό. «Αυτό που επιθυμούσαμε να κατανοήσει ο θεατής είναι ότι δεν θα πρέπει να κακοχαρακτηρίζει τα συναισθήματα που τον κάνουν να νιώθει άβολα, αλλά αντίθετα να εμπιστεύεται όσα αισθάνεται», έλεγε πριν από λίγο καιρό στην Αλεξάνδρα Σκαράκη και την «Κ» ο ψυχολόγος Ντάτσερ Κέλτνερ, που εργάστηκε ως επιστημονικός σύμβουλος στην ταινία.
Οι ταινίες της Pixar έχουν πάντα κάτι το καθολικό. Εχουν κώδικες που μοιάζουν –και είναι– έξυπνοι και την ίδια στιγμή σπάνε εύκολα από όλους. Είτε ξέρει κανείς απ’ έξω και ανακατωτά τα αρχικά «Μυαλά που Κουβαλάς», είτε μπει σε μια αίθουσα στη μέση της προβολής της δεύτερης ταινίας, δεν θα αργήσει να καταλάβει τι συμβαίνει.
Και, στον δρόμο που χάραξε η Disney, ξέρει πώς να κρατά το ενδιαφέρον χωρίς να τολμά να κάνει πολύ μεγάλες τομές: στη νέα ταινία βλέπουμε τη Ράιλι να παίζει χόκεϊ με μια φίλη της που φορά μαντίλα, ενώ παρά τα 13 της χρόνια, η πρωταγωνίστρια της ταινίας δεν τολμά ακόμη να ερωτευτεί, για να αποφύγει να σκανδαλίσει οποιονδήποτε. Και όπως κάθε καλό παιδικό animation, σκέφτεται τους γονείς-συνοδούς βάζοντας στο μείγμα μερικά διακριτικά αστεία που θα πιάσουν μόνο «η μαμά και ο μπαμπάς».
Πώς, μετά, να μη σπάσει τα ταμεία;