Ελληνικό γαλάζιο προς το γκρι…

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εικόνες από μια Ελλάδα μουντή, μετέωρη ανάμεσα σε αφηγηματικές συμβάσεις όπως αυτές του θρίλερ και του γουέστερν, συνθέτουν το ελληνικό κινηματογραφικό μπουκέτο του Μάη. Το «Wild Duck» του Γιάννη Σακαρίδη και το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Γιώργου Σερβετά, ουσιαστικά ολοκληρώνουν το πρόγραμμα των ελληνικών ταινιών, που άνοιξε πέρυσι το φθινόπωρο με το ευαίσθητο «September» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου και κορυφώθηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα με το ελληνικό blockbuster της χρονιάς, τη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη.

Στο «Να κάθεσαι και να κοιτάς» το κέντρο βάρους είναι μετατοπισμένο πίσω από τη σκιά της πρωταγωνίστριας, της Μαρίνας Συμεού, στην εκτός κάδρου αφήγηση που φέρνει στον νου την Κατερίνα Γώγου. Μια 30χρονη γυναίκα μεγαλωμένη στα ’80s, «τότε που το μέλλον είχε λέιζερ και το μοντέρνο γωνίες», αναζητάει το πλήκτρο για την επανεκκίνηση της ζωής της. Επιστρέφει, ίσως και φαντασιακά, στον γενέθλιο τόπο της, μια παραθαλάσσια κωμόπολη μπλοκαρισμένη από τον νόμο της σιωπής.

Στο «Wild Duck» οι ηθοποιοί ξεμπλοκάρουν την ταινία από τον ναρκισσισμό του στυλ. Το κάδρο γεμίζει από το πρόσωπο του Αλέξανδρου Λογοθέτη, που ζει την ωριμότερη κινηματογραφική του στιγμή. Ενας μοναχικός άντρας, καταχρεωμένος μηχανικός συστημάτων τηλεπικοινωνίας, περιφέρει το οικονομικό του χάλι ανά την Ελλάδα. Παράλληλα, κρυφακούει μέσω παγιδευμένης τηλεφωνικής γραμμής το προσωπικό δράμα μιας άγνωστης (Θέμις Μπαζάκα) που πάσχει από καρκίνο. Παραδόξως, η μελαγχολία μετατρέπεται σε ανάλαφρη αίσθηση, παρασύροντας την ταινία μακριά πέρα από το μελό. Καθαρίζει και τον ορίζοντα από την κατάθλιψη.

Το «Wild Duck» ποντάρει στη μείξη θρίλερ και δράματος (δοκιμασμένη χημεία για συγκίνηση). Ποντάρει και στο στυλ. Σε μια μη γραμμική αφήγηση, που θα μπορούσαμε σχηματικά να την περιγράψουμε σαν τους επάλληλους κύκλους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που εκπέμπονται από κεραίες, ή σαν τον κυματισμό που διαταράσσει ξαφνικά την ηρεμία μιας λίμνης. Καθώς εκτείνεται η περιφέρεια του κύκλου, και πληθαίνουν οι πληροφορίες γύρω από την υπόθεση, το σήμα που εκπέμπει η ταινία γίνεται ολοένα και πιο καθαρό.

Ο Δημήτρης, εξπέρ στα δίκτυα επικοινωνιών, ζει το σύγχρονο δράμα του μικρομεσαίου. Η επιχείρησή του χρεοκοπεί και οι τοκογλύφοι ζητούν τα κέρδη τους. Ο Νίκος, επιστήθιος φίλος του και πρώην συνάδελφός του σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, τού προσφέρει σωσίβιο για τις δύσκολες πρώτες ώρες του ναυαγίου. Αν παίξει για λίγο τον ντετέκτιβ, και εντοπίσει το σημείο από το οποίο γίνονται υποκλοπές στο δίκτυο κεραιών της εταιρείας του, θα αμειφθεί καλά. Ο Δημήτρης αποδέχεται την πρόταση και ανακαλύπτει την «τρύπα» διαρροής πληροφοριών από το δίκτυο σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, στο οποίο η εταιρεία λειτουργεί παράνομα μια κεραία. Ακριβώς πάνω από το διαμέρισμα-σκηνικό του θρίλερ των υποκλοπών βρίσκεται το σκηνικό ενός προσωπικού δράματος. Σε ένα ρετιρέ με θέα μέχρι την Αίγινα, η καρκινοπαθής Παναγιώτα προσπαθεί με αξιοπρέπεια να σταθεί όρθια στη ζωή. Το δράμα της και η αξιοπρέπειά της θα αλλάξουν εσωτερικά τον Δημήτρη.

Το γαλάζιο στον ουρανό του «Wild Duck» δεν έχει τον γνώριμο ελληνικό του τόνο, φαντάζει σαν μια φωτεινή εκδοχή του γκρίζου. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Σακαρίδης οφείλει πολλά στον Λογοθέτη, αλλά και στον διευθυντή φωτογραφίας Γιαν Φόγκελ.

Στο «Να κάθεσαι και να κοιτάς» η εικόνα της ελληνικής επαρχίας φαντάζει σαν σκηνικό σύγχρονου γουέστερν. Καμένη γη, λεηλατημένη από το όνειρο της «αρπαχτής». Χωρίς δέντρα, «που ’κρυβαν την ορατότητα κάνοντας παγίδες τους δρόμους» ή την αισθαντικότητα που έχει το ελληνικό φως. Ολα γκρίζα και απειλητικά σε μια κωμόπολη που πια μόνον «Αλβανοί και Πακιστανοί έρχονται». Η Αντιγόνη, μια γυναίκα με τσαγανό, καθηγήτρια αγγλικών, αφήνει την Αθήνα, προφανώς λόγω οικονομικής κρίσης, και επιστρέφει στη γενέτειρά της όπου κάνει κουμάντο ένας σκληρός «άντρας».

Ο Σερβετάς μιλάει για την αδιαφορία και την απάθεια που γίνονται γόνιμο έδαφος για καταπιεστικές εξουσίες. Για το «πού να μπλέκεις τώρα…», που ενίοτε είναι πιο καταστροφικό και από την ωμή βία. Ο λόγος του, όμως, γίνεται ξύλινος γιατί συχνά είναι σχηματικός ή επιτηδευμένος. Διασώζεται ο κακός της ιστορίας, o Nίκος Γεωργάκης.

Δείτε

Wild Duck (2013)

Ζεύξη πολιτικού θρίλερ και δράματος από τον Γιάννη Σακαρίδη. Ενας χρεοκοπημένος επιχειρηματίας, μηχανικός, αναλαμβάνει να ρίξει φως σε μια υπόθεση υποκλοπών στο δίκτυο μιας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Παράλληλα, υποκλέπτει τις τηλεφωνικές συνομιλίες μιας ώριμης γυναίκας που πάσχει από καρκίνο. Η φωτογραφία είναι του Γιαν Φόγκελ και η μουσική του Χρήστου Παπαγεωργίου. Παίζουν: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Θέμις Μπαζάκα, Γιώργος Πυρπασόπουλος.

Να κάθεσαι και να κοιτάς (2013)

Η 30χρονη Αντιγόνη επιστρέφει στη μικρή πόλη όπου γεννήθηκε. Στον έρημο σιδηροδρομικό σταθμό αντικρίζει έναν ηλικιωμένο άνδρα, αλλόκοτο σαν φάντασμα. Στη συνέχεια, συναντάει μια παλιά της φίλη (που είναι εξαρτημένη από τον παντρεμένο εραστή της), και τον πρώην φίλο της, που δεν την ακολούθησε στη φυγή της από το χωριό στην Αθήνα στο παρελθόν. Τις επόμενες μέρες θα συνδεθεί ερωτικά με έναν νεαρό, που βρίσκεται κάτω από την επιρροή του εραστή της φίλης της. Γυρίστηκε από τον Γιώργο Σερβετά. Παίζουν: Μαρίνα Συμεού, Γιώργος Καφετζόπουλος, Νίκος Γεωργάκης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT