Τα ντοκιμαντέρ κλέβουν τη μαγεία

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αυτό που σας προσφέρω δεν είναι ούτε η εικόνα, ούτε το κυνήγι μιας μοναδικής εικόνας, αλλά η εικόνα μιας αναζήτησης: Αυτήν που επιτρέπει ο κινηματογράφος» λέει ο Ρίτι Παν, σκηνοθέτης της «Χαμένης εικόνας» (The Μissing Picture) που κέρδισε πέρυσι στις Κάννες το βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα». Η ταινία είναι μια αυτοβιογραφική εξιστόρηση της γενοκτονίας που υπέστη η Καμπότζη από τους Ερυθρούς Χμερ μεταξύ 1975 – 1979 και ως κινηματογραφικό είδος αποτελεί ένα υβρίδιο που χρησιμοποιεί αφηγηματικές τεχνικές ξένες προς το ντοκιμαντέρ.

Μέχρι πρόσφατα η διάκριση ανάμεσα στις ταινίες μυθοπλασίας και τα ντοκιμαντέρ ήταν σαφής και αυστηρή. Με λίγα λόγια, το σινεμά φιξιόν διέθετε τη μαγεία, ενώ το ντοκιμαντέρ, γερά δεμένο με την είδηση, δεν επέτρεπε στον εαυτό του μεγάλα αισθητικά πετάγματα. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι ντοκιμαντερίστες δεν αρκούνται στα στενά όρια του είδους, έτσι όπως είχαν επιβληθεί κυρίως από τις τηλεοπτικές ανάγκες. «Δεν είμαστε οι στενογράφοι της πραγματικότητας» λέει ο Ρίτσαρντ Ρόουλι, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Βρώμικοι πόλεμοι» (Dirty Wars) που προτάθηκε για Οσκαρ, «αλλά αφηγητές ιστοριών, που μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικές και δημιουργικές με κάθε ταινία μυθοπλασίας».

Το κοινό εκπαιδεύεται

Ακόμη και στην Ελλάδα των πιο ολιγάριθμων σινεφίλ και διστακτικότερων αιθουσαρχών, κάτι έχει συμβεί. «Οταν καλώ έναν θεατή να μπει στην αίθουσα για να δει μια ταινία μου, θέλω να τον παρασύρω ως σκηνοθέτης. Αν το είδος ονομάζεται ντοκιμαντέρ, έχει ελάχιστη σημασία» λέει ο Χρήστος Καρακέπελης, που την ίδια χρονιά με τον Φίλιππο Κουτσαφτή και την «Αγέλαστο Πέτρα» του, έκανε με το «Σπίτι του Κάιν» (2000) επιτυχία εμπορική και καλλιτεχνική. Πολύ καλή πορεία είχε στη συνέχεια και η «Πρώτη ύλη» του, η οποία επίσης βρήκε διανομή στην Ελλάδα, ταξίδεψε και βραβεύτηκε σε φεστιβάλ του εξωτερικού.

«Σε παγκόσμιο επίπεδο το ντοκιμαντέρ επιστρέφει στο προσκήνιο, διεκδικώντας αυτό που του στέρησε η τηλεόραση μετά τη δεκαετία του 1970: να ανοίξει έναν αληθινό διάλογο με τη ζωή, αλλά με αισθητικούς όρους» λέει ο σκηνοθέτης. «Με αυτόν τον τρόπο ξαναβρίσκει τη γοητεία του και τη σχέση αλληλεπίδρασης που είχε με τον κινηματογράφο μυθοπλασίας από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Οπως και τότε, έτσι και σήμερα ζούμε σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Σε τέτοιες εποχές δημιουργείται η ανάγκη να βρεθεί μια γλώσσα που θα μιλήσει άμεσα για τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται».

Το 2013 τον Χρυσό Λέοντα του κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας πήρε το ντοκιμαντέρ «SacroGRA» του Τζιανφράνκο Ρόσι, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα, στις Κάννες, είχε βραβευτεί το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ «Arirang»του Κορεάτη σκηνοθέτη Κιμ Κι Ντουκ. Προφανώς ο ρεαλισμός στον κινηματογράφο ξαναβρίσκει το βλέμμα του και επιβραβεύεται. «Τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας είναι πλέον θολά και πολλά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ έχουν κοινό διαγωνιστικό τμήμα» λέει ο Δημήτρης Κερκινός, προγραμματιστής- συντονιστής αφιερωμάτων του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Αλλωστε η ιδέα ότι το ντοκιμαντέρ είναι φορέας της απόλυτης αλήθειας έχει πλέον ξεπεραστεί. Η ίδια η τηλεόραση που το χρησιμοποίησε κατά κόρον, συνέβαλε στην κατάρριψη αυτού του μύθου: Μέσω των ριάλιτι σόου και των "στημένων" ρεπορτάζ μας έμαθε ότι η αλήθεια χειραγωγείται. Η πραγματικότητα λοιπόν αποτελεί μόνον το έναυσμα ενός ντοκιμαντέρ. Από εκεί και πέρα, στόχος είναι μια καλή ταινία με όρους κινηματογραφικούς».

Ναι, αλλά το κοινό έχει πεισθεί; «Το κοινό εκπαιδεύεται και αυτό αποδεικνύεται από την πορεία που είχε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την τελευταία δεκαετία. Οταν ο ιδρυτής και διευθυντής του Δημήτρης Εϊπίδης ξεκίνησε τον θεσμό, αντιμετώπισε την ειρωνεία όσων πίστευαν ότι θα προβάλλονταν ταινίες για τη ζωή των ζώων, τη φύση ή στην καλύτερη περίπτωση των ποιητών. Με άλλα λόγια, περίμεναν τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, όχι ιδιαίτερα δημιουργικά ως προς την αφηγηματική τους γλώσσα. Και βεβαίως πίστευαν ότι θα έχουν την ανάλογη ανταπόκριση. Σήμερα έχουμε 45 χιλιάδες θεατές στις 10 μέρες του Φεστιβάλ, και μολονότι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το ντοκιμαντέρ είναι δύσκολο είδος για τον μέσο θεατή, όλο και περισσότεροι εκτιμούν ότι μπορεί να σε συναρπάσει όσο μια ταινία μυθοπλασίας».

«Ο μανάβης»

Το Βραβείο Κοινού του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πήρε ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος με την ταινία του «Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής». Είχε προηγηθεί «Ο μανάβης» (φωτ.), ένα ντοκιμαντέρ που έκανε αίσθηση και αγαπήθηκε από τους θεατές, μολονότι το θέμα του μοιάζει ειδικό και τοπικό: Περιγράφει τη διαδρομή του μοναδικού μανάβη που επισκέπτεται τα αραιοκατοικημένα χωριά της νότιας Πίνδου στις τέσσερις εποχές ενός χρόνου. Ο ίδιος λέει: «Δεν είμαι ορκισμένος ντοκιμαντερίστας, το επάγγελμά μου είναι σκηνοθέτης. Εχω κάνει –και θα ξανακάνω– τηλεόραση, όπως επίσης ταινίες μυθοπλασίας. Το ντοκιμαντέρ υπήρξε για μένα μια αυτόματη αντίδραση απέναντι σε όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια. Αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία συμβαίνουν αλλαγές που δεν μπορεί κανείς να μην καταγράψει. Δεν μιλώ ωστόσο για τα προφανή. Το ντοκιμαντέρ απαιτεί από τον δημιουργό του να ανακαλύψει αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Είναι απρόβλεπτο στην εξέλιξή του, επειδή η πραγματικότητα βάζει διαρκώς προκλήσεις. Και εσύ πρέπει να είσαι ανοιχτός για να τις αντιμετωπίσεις».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT