Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου

Το βιβλίο «High Fidelity» του Νικ Χόρνμπι, το βινύλιο και οι λάτρεις του – Οταν η ανακάλυψη της μουσικής ήταν ιεροτελεστία

5' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ποια προηγήθηκε; Η μουσική ή η δυστυχία; Ακουγα μουσική επειδή ήμουν δυστυχισμένος; Ή ήμουν δυστυχισμένος επειδή άκουγα μουσική; Μήπως αυτοί οι δίσκοι σε κάνουν μελαγχολικό;».

Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου-1
Αν κάτι παραμένει ίδιο από τα χρόνια του Τζον Κιούζακ και του Τζακ Μπλακ της κινηματογραφικής μεταφοράς του «High Fidelity» είναι η γοητευτική ατμόσφαιρα των δισκάδικων, η οποία ενισχύεται με τη δεύτερη άνθηση του βινυλίου κατά τα τελευταία χρόνια. Φωτ. Mary Evans / TOUCHSTONE PICTURES / Everett Collection

Το αιώνιο ερώτημα για όσους έχουν διαβάσει το «High Fidelity» του Νικ Χόρνμπι δεν απαντιέται ποτέ ευθέως αλλά πλανιέται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου που στοχάζεται πάνω στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις και στη μουσική. Οχι πάντα με αυτή τη σειρά. Ο Ρομπ Γκόρντον, ο ήρωας του Χόρνμπι, τον οποίο ενσάρκωσε με επιτυχία και απόλυτο coolness ο Τζον Κιούζακ στην ομώνυμη ταινία, είναι ο νευρικός, εμμονικός και συμπαθητικός ιδιοκτήτης του δισκάδικου Championship Vinyl που φτιάχνει «Τοπ 5» λίστες για κάθε απίθανη περίπτωση και πετάει φαρμακερές ατάκες: «Το να σου αρέσουν το ίδιο ο Μάρβιν Γκέι και ο Αρτ Γκαρφάνκελ είναι σαν να υποστηρίζεις τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους ταυτόχρονα». Ο έρωτας της ζωής του, η Λόρα, τον εγκαταλείπει ξαφνικά και εκείνος ξεκινάει ένα ταξίδι ενηλικίωσης ψάχνοντας τις παλιές του συντρόφους για να καταλάβει τι κάνει στραβά στη ζωή του.

Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου-2

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1996 από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου και από τότε εκδιδόταν σταθερά για την επόμενη πενταετία και μετά εμφανίστηκε ξανά στην αγορά το 2013. Ο πρώτος κύκλος έκλεισε με πωλήσεις 7.000 αντιτύπων και εννέα χρόνια μετά, τον περασμένο Μάρτιο, κυκλοφόρησε η ένατη έκδοσή του. Τι είναι αυτό που το κάνει κάπως κλασικό; «Είναι κλασικό γιατί ξεκίνησε ως ένα βιβλίο που θα περίμενε κανείς ότι απευθύνεται σε ένα niche κοινό, ότι απευθύνεται στην καρδιά των βινυλιομανών και ακραιφνών μουσικόφιλων αλλά πέρασε και στην ποπ κουλτούρα», μας λέει ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Θεοδόσης Μίχος με αρκετούς δίσκους στα ράφια της δισκοθήκης του. Σε αυτό το πέρασμα βοήθησε βέβαια και η ομώνυμη ταινία, την οποία θεωρεί μια πολύ καλή και πιστή μεταφορά του βιβλίου. «Μεταφέρει ακριβώς το πνεύμα του βιβλίου και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν από τα 20 και πλέον χρόνια από την κυκλοφορία του, το βινύλιο, αν και είχε ξεκινήσει η πτώση του, ήταν ακόμη σε ένα αρκετά δυνατό σημείο, μετά πέρασε μια μεγάλη πτώση και τώρα, το 2022, ζούμε τεράστια άνθηση του βινυλίου και του φετιχισμού γύρω από αυτό το αντικείμενο».

«Περπατούσαμε για να αγοράσουμε ένα μάξι σινγκλ μιλάμε για έξι λεπτά μουσικής. Είχαν όμως βάρος και σημασία».

Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που το βιβλίο είναι επίκαιρο, συμπληρώνει, και μάλιστα, όπως λέει, η ζωή μέσα σε ένα δισκάδικο δεν έχει αλλάξει και πολύ από τον τρόπο που την παρουσίασε ο Χόρνμπι. «Μέσα στα δισκάδικα γίνονται ακόμη αυτές οι ατέρμονες συζητήσεις για το πότε βγήκε ο τάδε δίσκος, αν αξίζει να αγοράσεις αυτή ή την άλλη επανακυκλοφορία, αν είναι ακριβό σπορ ή όχι, μέχρι που ο καθένας μετά θα φύγει και θα γυρίσει την πραγματικότητά του. Είναι σαν χρονοκάψουλα. Μπορεί να έχει αλλάξει ο τρόπος που παίρνουμε την πληροφορία λόγω της τεχνολογίας αλλά μέσα στο δισκοπωλείο η κατάσταση είναι σχεδόν ίδια, είναι η διαφυγή και η πετριά σου».

Το Rock and Roll Circus στο κέντρο της Αθήνας μπορεί να μη μοιάζει με το Championship Vinyl του «High Fidelity» αλλά τα 22 χρόνια του δισκοπωλείου, το μικρό καθιστικό, το πατάρι και τα εκατοντάδες εξώφυλλα δίσκων δημιουργούν μια ατμόσφαιρα οικειότητας και ζεστασιάς. Επίσης, ο 37χρονος Αγγελος Κυρούσης, που βρίσκεται πίσω από τον πάγκο του δισκοπωλείου εδώ και 14 χρόνια, δεν έχει καμία σχέση με τον εμμονικό Μπάρι (ο ρόλος του Τζακ Μπλακ στην ταινία) που έδιωχνε τους πελάτες επειδή ζητούσαν το «I just called to say I love you». «Η εντύπωση του κόσμου για τα δισκάδικα ίσως έχει σχηματιστεί εν μέρει από το “High Fidelity” αλλά η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς αυτή. Σε ένα βαθμό υπήρχαν αυτές οι συμπεριφορές, ο σνομπ δισκάς, ο ανασφαλής πελάτης. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που βρίσκονται πια σε ένα δισκοπωλείο, πελάτες και πωλητές, είναι πιο συνειδητοποιημένοι. Εχει παρέλθει η γενιά που είχε μια πιο εξυπνακίστικη αντιμετώπιση τέτοιου τύπου», μας λέει. Μέσα από το «High Fidelity», ωστόσο, πολλοί μουσικόφιλοι της γενιάς του γνώρισαν τον Μάρβιν Γκέι, τον Σόλομον Μπερκ ή ακόμα και τους Velvet Underground. Τότε τα δισκοπωλεία ήταν οι μεσάζοντες για να φτάσει η νέα μουσική στους καταναλωτές. Σήμερα όμως, που η γνωριμία με ένα τραγούδι ή έναν καλλιτέχνη έχει ήδη γίνει διαδικτυακά, η αποστολή τους είναι διαφορετική. «Παρά τα όσα δεινά έχει προκαλέσει το Διαδίκτυο στη μουσική βιομηχανία, θεωρώ χρήσιμο που ο πελάτης μπορεί να έχει ήδη μια πρωτογενή άποψη για κάτι. Το δισκάδικο είτε θα του ενισχύσει αυτή την άποψη ή θα τον παραπέμψει σε κάτι που μπορεί να μην ξέρει και να του δείξει έναν άλλο μουσικό δρόμο», σημειώνει.

Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου-3

Η εμμονή με τις λίστες είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του «High Fidelity». Το βιβλίο ξεκινάει με το «Τοπ 5» των πιο αξιομνημόνευτων χωρισμών του Ρομπ και συνεχίζει με τα καλύτερα κιθαριστικά σόλο, τους δίσκους τυφλών μουσικών, δίσκους που δεν σου προκαλούν κανένα συναίσθημα και άλλα. Εχουν νόημα τόσες λίστες; «Οσοι δουλεύουμε στα μίντια αγαπάμε πολύ τις λίστες και ο κόσμος τις θέλει. Οι λίστες βάζουν τα πράγματα σε μια τάξη μέσα στο χάος των πληροφοριών, είναι κάτι με αρχή, μέση και τέλος», μας λέει η δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός Βαρβάρα Σαββίδη. Η δική της αγαπημένη λίστα του «High Fidelity» όμως δεν είναι μουσική αλλά το Τοπ 5 των πραγμάτων που ο Ρομπ αγάπησε στη Λόρα. «Γενικότερα ένας από τους λόγους που μου έκανε εντύπωση στο “High Fidelity” ήταν ότι υπήρχε ένας ήρωας που τον απασχολούσαν θέματα που συνήθως τα έβλεπες να απασχολούν κυρίως γυναίκες ηρωίδες, όπως το θέμα των σχέσεων, των ερωτικών απογοητεύσεων. Σπάνια βλέπεις αυτή την πλευρά του ανδρικού μυαλού και νομίζω ότι ακόμη έτσι συμβαίνει», προσθέτει.

Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου-4
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Για τον συνεργάτη της «Κ» Δημήτρη Καραΐσκο, το ξεχωριστό με την ιστορία του Νικ Χόρνμπι είναι η ιεροτελεστία της μουσικής και η χαρά της ανακάλυψης. Από την Κυψέλη όπου μεγάλωσε περπατούσε μέχρι τα Εξάρχεια και το Μοναστηράκι για να ψάξει νέους δίσκους και να γυρίσει στο σπίτι με τα λάφυρα στα χέρια. «Περπατούσαμε για να αγοράσουμε ένα μάξι σινγκλ, μιλάμε για έξι λεπτά μουσικής. Είχαν όμως βάρος και σημασία. Τώρα δεν ξέρω τι θα συμβεί που όλα είναι πιο αυτόματα, σαν μασημένη τροφή, το φαινόμενο είναι καινούργιο ακόμα. Μου φαίνεται ότι υπάρχει μια αντιστοιχία με την ιστιοπλοΐα. Οταν δεν υπήρχαν τα ηλεκτρονικά συστήματα πλοήγησης, έπρεπε να βγεις έξω με τον χάρτη και να δεις τη θάλασσα με τα μάτια σου. Τώρα γίνονται πιο πολλά ατυχήματα επειδή κανείς δεν βλέπει».

Στη χρονοκάψουλα του δισκοπωλείου-5
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT