Η μουσική που έγραψε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner», παραμένει ένα από τα πιο διαχρονικά σάουντρακ στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου. Πώς όμως δημιουργήθηκε;
Στα μέσα του 1981, όταν ο δημοφιλής Έλληνας μουσικοσυνθέτης προσκλήθηκε για να παρακολουθήσει ένα πρόχειρο οπτικό υλικό από το «Blade Runner», βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του ως σόλο καλλιτέχνης, μετά από μια μακρά σειρά επιτυχημένων άλμπουμ.
Στις 29 Μαρτίου του 1982, έναν μήνα πριν υποβάλει τις συνθέσεις του για το «Blade Runner», ο Παπαθανασίου κέρδισε Όσκαρ για τη δουλειά του στη δραματική ταινία «Chariots of Fire». Στο σημείο δημιουργικής καμπής του έργου για το δημοφιλές φιλμ του Σκοτ, ο Παπαθανασίου απολάμβανε μια περίοδο όπου έβλεπε τη μουσική του -η οποία την δεκαετία που βρισκόταν στη σκία της ευρωπαϊκής mainstream – να αναδύεται στην αμερικανική αγορά. Η ντίσκο γενικά και οι παραγωγές του Τζόρτζιο Μορόντερ ειδικότερα, είχαν ενσωματώσει συνθεσάιζερ και – καθώς η δουλειά του Παπαθανασίου εξελίχθηκε, αυτό οδήγησε σε δύο τεράστια έργα του.
Πρώτα ήρθε το σάουντρακ της επιτυχημένης μίνι τηλεοπτικής σειράς του δικτύου PBS «Cosmos», η οποία περιλάμβανε νέα θεματική μουσική και ενσωμάτωσε διάφορες παλαιότερες ηχογραφήσεις. Στη συνέχεια, ακολούθησε το σάουντρακ του «Chariots of Fire», το οποίο πέραν της νίκης στα Όσκαρ του 1982, δύο μήνες αργότερα βρέθηκε στην κορυφή της λίστας του Billboard με τα 100 καλύτερα τραγούδια.
Οι Σκοτ και Βαγγέλης είχαν συνεργαστεί προηγουμένως για μια διαφήμιση της Chanel με όνομα «Share the Fantasy» και αυτό αποτέλεσε μια από τις αιτίες που ο σκηνοθέτης προσκάλεσε τον συνθέτη να παρακολουθήσει το -τότε- ημιτελές φιλμ. Η δουλειά για το σάουντρακ ξεκίνησε επίσημα τον Δεκέμβριο του 1981, με τον Παπαθανασίου να λαμβάνει υλικό από την αίθουσα μοντάζ σκηνή προς σκηνή μέσα από κασέτες VHS. Στη συνέχεια, έκανε την επεξεργασία του οπτικού υλικού που είχε στη διάθεσή του, χρησιμοποιώντας συνθεσάιζερ στο στούντιο για τη δημιουργία της μουσικής.
Αυτή η ενσωμάτωση ήχων και εικόνων ήταν το κλειδί για να ανταποκριθεί η μουσική στις σκηνές που εκτυλίσσονταν και στην ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο Σκοτ. Δεν συνδέθηκαν απλώς μέσω της αισθητικής ή ανταπόκρισης της αφήγησης, αλλά μέσω μιας κοινής συναισθηματικής τονικότητας και συνεκτικού αισθησιακού περιβάλλοντος.
To σάουντρακ του Παπαθανασίου ολοκληρώθηκε το 1994, μετά από μια παρατεταμένη διαφωνία με τους παραγωγούς που διήρκησε όσο χρειάστηκε για να κυκλοφορήσει τελικά το αρχικό μοντάζ της ταινίας από τον Σκοτ.
Όπως το «Blade Runner» κέρδισε μια νέα ζωή στην εκκολαπτόμενη αγορά ενοικίασης ταινιών, έτσι και η ταυτόχρονη δημιουργία φθηνών συνθεσάιζερ και μηχανών ντραμς (πολλά από τα οποία ιαπωνικής κατασκευής) βοήθησαν στην ενδυνάμωσης μιας νέας ηλεκτρονικής μουσικής εξερεύνησης σε πολλά αστικά κέντρα όπου οι συνθετικοί ήχοι παρουσίασαν δρόμους διαφυγής από τη σύγχρονη ζωή.
Παρά τη διαθεσιμότητά της μόνο στις βιντεοταινίες ή σε κυκλοφορίες δίσκων, η μουσική του Παπαθανασίου για το «Blade Runner» έγινε πυξίδα, καθιστώντας το περιεχόμενο προς ατομική ερμηνεία.
Μέχρι το 2008 όταν τα μουσικά συγκροτήματα Massive Attack και The Heritage Orchestra συνεργάστηκαν για μια live περφόρμανς του σάουντρακ στο φεστιβάλ Meltdown του Λονδίνου, η μουσική του Παπαθανασίου για το «Blade Runner» ήταν κομμάτι του «ηλεκτρονικού κανόνα» του 20ου αιώνα όπως και πολλά από τα κομμάτια των Φίλιπ Γκλας και Στιβ Ράιχ.
Με πληροφορίες από το Vulture