«Οι μέρες μας δοξάζουν την υστερία της νιότης»

«Οι μέρες μας δοξάζουν την υστερία της νιότης»

Ο Γιάννης Αστερής μιλάει για την όπερα «Μέσα χώρα»

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι διαδραματίζεται σε μια όπερα με θέμα τη μοναξιά στην τρίτη ηλικία, την αρρώστια και τις εύθραυστες οικογενειακές σχέσεις; Τι είδους δράματα να παρουσιάζει επί σκηνής και ποια ανθρώπινα πάθη να τραγουδούν οι ερμηνευτές της; Ας ρίξουμε μια ματιά στο λυρικό έργο «Μέσα χώρα», που ανατέθηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή στον θεατρικό συνθέτη Αγγελο Τριανταφύλλου και του οποίου το λιμπρέτο έγραψε ο ψυχίατρος και συγγραφέας Γιάννης Αστερής.

Θα βρούμε εδώ όχι πράξεις και σκηνές, αλλά αφηγηματικές «νησίδες», που αποτυπώνουν, μεταξύ άλλων, την κηδεία μιας γυναίκας αθυρόστομης και μοναχικής· έναν γέρο πατέρα να ρωτάει με τρυφερότητα το ανάπηρο παιδί του «τι θα κάνεις όταν δεν θα είμαι εδώ»· έναν ηλικιωμένο άνδρα να τραγουδά στη γυναίκα του «ωραία που σε τύλιξε ο χρόνος»· μια κόρη να κοιτάζει με πίκρα τη μάνα της, η οποία παραδέχεται ότι «άδειαζα πάνω της τον τρόμο», ώσπου στο τέλος, όλοι συγκεντρώνονται σε μια ονειρική πλατεία και ο πόνος, η φθορά, το πένθος, χάνονται «σε μια ομίχλη ανάλαφρη, δοξαστική».

«Πρώτα πρώτα στις ακροάσεις συναντήσαμε τα κεντρικά πρόσωπα του έργου που ακόμη δεν είχαμε γράψει», λέει ο Γιάννης Αστερής αναφερόμενος στα κοινωνικά προγράμματα της Λυρικής, από τα οποία επιλέχτηκαν ερασιτέχνες ερμηνευτές άνω των 65 ετών για τις ανάγκες της «Μέσα χώρας», και έπειτα ήρθαν κοντά με διακεκριμένους επαγγελματίες, «κι εκεί άρχισα να έχω μια αίσθηση για τους χώρους, το ύφος και τις εναλλαγές του, το κωμικό ή το λυρικό στοιχείο, που άλλοτε υπάρχουν σε καθαρή μορφή και άλλοτε ανακατεύονται. Μετά ήταν το φινάλε, που γεννήθηκε πολύ νωρίς και νομίζω αποτέλεσε οδηγό και κέντρο για όλο το έργο.

Και επειδή η έξοδος ανοίγεται σ’ έναν τόνο υπερβατικό, αναστάσιμο και μάλλον ευχαριστήριο, όρισε τη δομή και τη ροή της «Μέσα χώρας». Οσον αφορά την ίδια διαδικασία της γραφής, και επειδή το θέμα είναι τέτοιο που δεν μπορείς να ξεγλιστρήσεις, χρειάστηκε πολλή δουλειά, κυρίως αφαιρώντας ένα σωρό θορυβώδεις εικόνες, περίπλοκους συλλογισμούς και ξεχειλωμένα συναισθήματα –όλα αυτά που μας βοηθάνε να ζούμε τις ζωές μας– μέχρι να μείνει ένα καθαρό κέντρο που το φυλάνε μια χούφτα πιστοί φρουροί. Ηθελα ένα έργο με λεπτότητα ακόμη και στη χοντροκοπιά του – χωρίς φωνές και σπαραγμούς, σαν γιαπωνέζικο χειρόγραφο».

«Οι μέρες μας δοξάζουν την υστερία της νιότης»-1
Ο ψυχίατρος και συγγραφέας Γιάννης Αστερής.

Από την Ιαπωνία προέκυψε και η αρχική έμπνευση του έργου και συγκεκριμένα από το μαζικό και σαρωτικό φαινόμενο, που εντοπίζεται στις μεγαλουπόλεις και στην επαρχία της, να πεθαίνουν αρκετοί ηλικιωμένοι από μοναξιά. Μπορεί πράγματι να πεθάνει ένας άνθρωπος από μια τέτοια αιτία και τι επιβεβαιώνει αυτό για τη φύση μας;

«Οι ηλικιωμένοι φαίνεται να παραμερίζονται ως φορείς συντήρησης και μαζί με αυτούς όλα όσα συμβολικά συνδέονται μαζί τους: η παράδοση, η γνώση, το μέτρο».

«Δεν ξέρω αν θα το διατύπωνα με αυτό τον τρόπο, ότι η μοναξιά αποτελεί αιτία θανάτου», αποκρίνεται ο Γιάννης Αστερής. «Πάντως, φαίνεται πως για να αποκτήσουμε κέντρο, εαυτό, υπόσταση ή ό,τι προτιμάτε, χρειαζόμαστε κάποιον για να μας καθρεφτίσει. Αν ο άλλος σταματήσει να σημαίνει κάτι για μένα ή αν εγώ σβηστώ από το οπτικό του πεδίο, βουλιάζω στο μηδέν, στον αφανισμό μου. Θυμηθείτε τις πέντε από τις δέκα παρθένες που ξέχασαν να πάρουν το λάδι για τα λυχνάρια τους. Οταν ο Χριστός τις αντίκρισε, είπε: Δεν σας ξέρω. Μπορείτε να φανταστείτε πιο τρομερή ανυπαρξία; Χρειάζονταν το λάδι για να φωτιστεί το πρόσωπό τους, χωρίς αυτό δεν είχαν πρόσωπο, δεν είχαν ζωή. Ο θάνατος είναι πρωτίστως πνευματικό και ψυχικό γεγονός».

Η «Μέσα χώρα» θα παρουσιαστεί στις 8, 10, 12 και 13 Ιουλίου στη Λυρική, με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη, με διακεκριμένους λυρικούς τραγουδιστές όπως οι Μαρίνα Κρίλοβιτς, Χάρης Ανδριανός, Θεοδώρα Μπάκα κ.ά., με ερμηνεύτριες από τον χώρο του έντεχνου τραγουδιού, όπως οι Σαβίνα Γιαννάτου και η Ελλη Πασπαλά, αλλά και με τους ερμηνευτές άνω των 65 ετών που προέκυψαν από τα κοινωνικά προγράμματα της Λυρικής, καθώς και με τη Χορωδία 65+ και τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα της. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Νίκος Καραθάνος. 

Τέτοιες και τέτοιας έκτασης ηλικιακές συνυπάρξεις δεν είναι ακριβώς συχνές στον καλλιτεχνικό χώρο. Μια ερώτηση επίσης που προκύπτει για τον Γιάννη Αστερή είναι πώς, με βάση την αίσθησή του, αντιμετωπίζονται από την κοινωνία οι ηλικιωμένοι, σε σύγκριση με παλιότερα. «Η αίσθησή μου είναι ότι οι μέρες μας δοξάζουν την υστερία της νιότης», σχολιάζει. «Δεν νομίζω ότι είναι θέμα της εποχής μας, γιατί αυτά τα φαινόμενα έρχονται και ξανάρχονται, είμαστε δηλαδή πάλι σε μια περίοδο όπου οι βαθιές μας αγωνίες και οι φόβοι της ψυχικής κατάρρευσης μετατέθηκαν στο σώμα. Συρρικνώθηκε και η πίστη μας, πράγμα που γεννάει πάντα απελπισία, μια και ούτε ο Αϊνστάιν, ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Φρόιντ, ούτε τα ταξίδια στη Σελήνη, ούτε οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μας είναι ο Θεός. Οι ηλικιωμένοι που ρωτάτε, φαίνεται να παραμερίζονται ως φορείς συντήρησης ή πισωγυρίσματος, και μαζί με αυτούς όλα όσα συμβολικά συνδέονται μαζί τους: η παράδοση, η γνώση, το μέτρο. Το σφιχτό δέρμα της ύλης, της νιότης, με όλη τη ζωτική ορμή του, δεν επιτρέπει να διαπεραστεί από το πνεύμα ή την αλήθεια που, αντίθετα με αυτά που συζητάμε συνήθως, έρχονται πάντοτε απ’ έξω. Αλλά, η θέση μου δεν είναι ούτε οριστική ούτε απαισιόδοξη. Είναι στη φύση μας να κάνουμε κύκλους».

«Μου ταιριάζει το αιώνιο»

Και είναι άραγε επίσης στη φύση μας να τραγουδάμε ένα τραγούδι για τον θάνατο, που όπως συμβαίνει στη «Μέσα χώρα» είναι ταυτόχρονα «ωραίο κι ελαφρύ και σοβαρό»; «Ναι», καταλήγει ο Γιάννης Αστερής, «γιατί ένα τραγούδι για τον θάνατο είναι εκ των πραγμάτων γιορταστικό, ένα τραγούδι νίκης: “Αρρώστησε, αρρώστησε το κεντρί του θανάτου – έγινε σκόνη το κεντρί του θανάτου”. Προσωπικά δεν μου ταιριάζουν οι υλιστικές θέσεις, να ζήσουμε τη ζωή μας γιατί αυτό είναι, σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε και λοιπά. Μου ταιριάζει το αιώνιο που κατοικεί στον άνθρωπο και αυτό αναζητώ, γιατί η φύση μας μπορεί να δεχτεί τη φθορά, αλλά δεν θα δεχτεί ποτέ τη θνητότητα. Και δεν μιλώ για τις θρησκείες, τις παλιές και τις καινούργιες. Λέω απλώς ότι όσο κοιτάζω γύρω μου, όσο γνωρίζω τους ανθρώπους στην απέραντη πολυπλοκότητά τους και σαστίζω μπροστά στα έργα τους, τα μικρά και τα μεγάλα, βλέπω ότι όλοι ζούμε για να ξεπεράσουμε τη ζωή μας, για να αφήσουμε ένα αποτύπωμα που, ακόμη κι αν είναι ελάχιστο, αλλάζει για πάντα την ανθρώπινη γεωγραφία μας».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT