Καιρό είχε να γεμίσει ασφυκτικά το Ηρώδειο για μια συναυλία συμφωνικής μουσικής. Το κατάφερε στις 26 Ιουνίου η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου σε παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Κορεάτης Μιουνγκ-Γουν Τσουνγκ.
Ηχεί στερεότυπο, αλλά γνώρισμα μιας ιταλικής ορχήστρας είναι ότι «τραγουδά» τη μουσική.
Η ορχήστρα έδωσε αμέσως το στίγμα της, ερμηνεύοντας υποδειγματικά την Εισαγωγή από την όπερα «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι» του Ροσίνι. Δεν ήταν μόνο ο ανάλαφρος, αέρινος και ακριβής ήχος, αλλά κυρίως το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η συνήθης μηχανιστική απόδοση της μουσικής. Το όμποε μπορεί να μην ήταν το πιο σβέλτο που έχουμε ακούσει, ήταν όμως ένα από τα πιο εκφραστικά, διαμορφώνοντας με μεγάλη πλαστικότητα τη χαρακτηριστική σολιστική φράση που του εμπιστεύεται ο συνθέτης, με αποτέλεσμα όλη η μουσική να αποκτήσει ξεχωριστό παλμό και γοητεία.
Oσο και αν ηχεί στερεότυπο, η διαφορά που κάνει η «ιταλική» ορχήστρα στον Μπετόβεν, ειδικά σε μια από τις πρώτες Συμφωνίες του, όπως η Δεύτερη, που ακολούθησε την Εισαγωγή του Ροσίνι, είναι ότι «τραγουδά» τη μουσική. Ως προς αυτό, ο καλλιεργημένος ήχος των εγχόρδων και ο μαλακός ήχος των ξύλινων πνευστών ήταν αποφασιστικής σημασίας και προσδιόρισαν τα τέσσερα μέρη του έργου. Ο Τσουνγκ επέλεξε σχετικά περιορισμένο μέγεθος ορχήστρας ώστε να επιτύχει έναν ήχο ακόμα πιο εστιασμένο και σβέλτο, όπως φάνηκε αμέσως από το πρώτο μέρος. Στο αργό δεύτερο μέρος, χαρακτήρα έδωσε η ποιότητα των εγχόρδων, όχι μόνο του ήχου τους, αλλά κυρίως του τρόπου με τον οποίο διαμόρφωναν τις φράσεις, προσφέροντάς τους αβίαστο, φυσικό παλμό. Τα ξύλινα, πάλι, ειδικά το όμποε και το φαγκότο, ανέδειξαν τις ποιότητες του τρίτου μέρους. Ο Τσουνγκ διασφάλισε την ορμή του τελευταίου μέρους, στο οποίο τα τσέλα προσέφεραν έναν ήχο εξαιρετικής ποιότητας και για ακόμα μία φορά ιδιαίτερα φροντισμένες μελωδικές φράσεις. Προφανώς η φυσικότητα με την οποία η ορχήστρα διέπλαθε τις μελωδίες αποδείχθηκε ακόμα πιο χρήσιμη στη Συμφωνία «του Νέου Κόσμου» του Ντβόρζακ, που ακούστηκε στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Με πολύ μεγαλύτερο αριθμό μουσικών στη σκηνή, ο συμπαγής ήχος στις πλατιές μελωδικές φράσεις του έργου υπήρξε σαρωτικός, ακόμα και στις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες ακουστικής του Ηρωδείου. Η ποιότητα του συνόλου αποτελεί συνάρτηση της καλλιέργειας ενός εκάστου μουσικού, κάτι που δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμηθεί πολλές φορές χάρη στην επιλογή των συγκεκριμένων έργων. Στο όμποε που προαναφέρθηκε, πρέπει να προστεθούν το φλάουτο και το πίκολο, το κλαρινέτο, το φαγκότο και ειδικά στη Συμφωνία «του Νέου Κόσμου» το αγγλικό κόρνο, στο οποίο ο συνθέτης δίνει μία από τις γοητευτικότερες μελωδίες στο β΄ μέρος του έργου. Ο συγκεκριμένος μουσικός την απέδωσε χωρίς καμία διάθεση σολιστικής επίδειξης, χαμηλόφωνα και γαλήνια, κατά έναν τρόπο διαστέλλοντας τον χρόνο και δίνοντας στη μουσική μια διάθεση αφήγησης ενός κόσμου που έχει χαθεί για πάντα. Απ’ την πλευρά του ο Τσουνγκ οδήγησε την ορχήστρα σε μια ερμηνεία που μπορεί να μην ξεχώρισε για κάποιο διακριτό στίγμα, ήταν πάντως από κάθε άποψη απολαυστική και ισορροπημένη.