Ο Τ. Χριστογιαννόπουλος στην «Κ»: «Ενας ρόλος πολύ βίαιος εσωτερικά»

Ο Τ. Χριστογιαννόπουλος στην «Κ»: «Ενας ρόλος πολύ βίαιος εσωτερικά»

Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος μιλάει στην «Κ» για τον Σκάρπια, τον οποίο θα υποδυθεί στην «Τόσκα» της Λυρικής

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι του λυρικού θεάτρου, που ένας συνειδητοποιημένος ερμηνευτής όχι μόνο δεν περιμένει πώς και πώς για να τους τραγουδήσει, αλλά σε μια πρώιμη φάση της καριέρας του, ίσως δεν το επιθυμεί κιόλας. Οπως για παράδειγμα ο ρόλος του βαρώνου Σκάρπια, ενός στυγνού και φαύλου αρχηγού της αστυνομίας, που στην «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι κυνηγάει και οδηγεί στον θάνατο τόσο την πρωταγωνίστρια, την ντίβα της όπερας Φλόρια Τόσκα –γιατί την ποθεί φυσικά– όσο και τον άνθρωπο που εκείνη αγαπά και ζηλεύει, τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι – γιατί την έχει δική του και γιατί διακατέχεται από αγνά, άγνωστα σε φαύλους ανθρώπους, πατριωτικά αισθήματα. Οχι ότι ο Σκάρπια γλιτώνει: ως γνωστόν, είναι ο κακός σε ένα έργο που πεθαίνουν όλοι και που ο ίδιος πέφτει νεκρός αφού δοκιμάσει το «φιλί» –το μαχαίρι– της Τόσκα.

Σε κάθε περίπτωση, για τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, ο ρόλος του Σκάρπια, με όσο δέος και αν τον άκουγε να ερμηνεύεται από παλιότερους ομοτέχνους του, φάνταζε πολύ μακρινός. Οταν στο παρελθόν του προτάθηκε –δύο φορές– να τον ερμηνεύσει, εκείνος αρνήθηκε. «Είναι ένας ρόλος πολύ κακός, πολύ βίαιος εσωτερικά», λέει στην «Κ» ο διακεκριμένος Ελληνας βαρύτονος, «επομένως αισθανόμουν ότι δεν θα μπορούσα, ενεργειακά μιλώντας, να δώσω το σώμα μου και τη φωνή μου σε τόση κακία. Ο Ιάγος, στον “Οθέλλο” του Βέρντι (σ.σ.: ο Χριστογιαννόπουλος τον απέδωσε εκπληκτικά στη Λυρική τον περασμένο Μάρτιο), είναι επίσης κακός αλλά και λίγο “διανοούμενος”. Ο Σκάρπια είναι στυγνός υλιστής. Το λέει και στον μονόλογό του: μόλις χαρεί και γευτεί από τη ζωή αυτό που θέλει, πετάει το υπόλοιπο. Βέβαια, μεγαλώνοντας κανείς ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, καταλαβαίνει ότι και οι πολύ σκληροί χαρακτήρες κάποτε υπήρξαν παιδιά. Κάπου μέσα τους κρύβουν και καλύπτουν μια ανάγκη σχέσης. Σήμερα, έναν χαρακτήρα σαν τον Σκάρπια, μπορώ, όχι να τον αθωώσω, αλλά να τον κατανοήσω καλύτερα».

Ο λόγος που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι γιατί ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος δοκιμάζει επιτέλους το κοστούμι του στυγνού βαρώνου: θα το φορέσει στην «Τόσκα» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που θα παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, από τις 28 έως τις 31 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Θα ερμηνεύσει τον Σκάρπια στη δεύτερη διανομή, στις 29 και 31 Ιουλίου (στην πρώτη βρίσκουμε τον διεθνώς καταξιωμένο Δημήτρη Πλατανιά), ενώ απέναντί του θα έχει τις σπουδαίες υψιφώνους Κριστίνε Οπολάις και Λιάνα Χαρουτουνιάν στον ρόλο της Φλόρια Τόσκα, καθώς και τους περιζήτητους τενόρους Ραμόν Βάργκας και Τζόρτζιο Μπερούτζι στον ρόλο του Καβαραντόσι. Η παραγωγή της Λυρικής αποτελεί αναβίωση ενός επιτυχημένου ανεβάσματος του 2012, σε σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια του Ούγκο ντε Ανα, το οποίο ανεβαίνει υπό τη σκηνοθετική επίβλεψη της Κατερίνας Πετσατώδη και με διευθυντή ορχήστρας τον Φιλίπ Ογκέν.

Ο Τ. Χριστογιαννόπουλος στην «Κ»: «Ενας ρόλος πολύ βίαιος εσωτερικά»-1
«Δεν μεταφερόμαστε σε άλλη εποχή, δεν υπάρχουν μοντερνισμοί ή άλλου τύπου ερμηνευτικές προτάσεις. Ο σκηνοθέτης διαβάζει απλώς αυτό που έχει γράψει ο συνθέτης». [Φωτ: ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ]

Εκτός από όλους τους άλλους ενδοιασμούς του, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος θεωρούσε και ότι ο Σκάρπια είναι «πολύ δραματικός φωνητικά, όχι μόνο συναισθηματικά και ερμηνευτικά, επομένως απαιτεί έναν βαρύτονο φωνητικά βαρβάτο, ενώ εγώ ήμουν και ελπίζω ότι παραμένω ένας ευγενής βαρύτονος». Πώς λοιπόν έφτασε μετά από όλα αυτά να αλλάξει γνώμη; «Πάλι με το πέρασμα του χρόνου», αποκρίνεται, «αλλά και με την ωριμότητα και την καλή χρήση της φωνής –είναι 35 χρόνια που τραγουδάω και η φωνή μου παραμένει φρέσκια και υγιής– σκέφτηκα, όταν ήρθε η πρόταση της Λυρικής, “γιατί όχι, ας το δούμε”. Αφού βγήκα αλώβητος από τον Ιάγο και νωρίτερα από τον “Βότσεκ” του Μπεργκ (σ.σ.: τον ερμήνευσε το 2020 στη Λυρική, σε άλλη μια εξαιρετική ερμηνεία), οι οποίοι ήταν επίσης άγριοι και σκληροί ρόλοι, αφού κατάφερα να αισθανθώ μαζί τους συγκίνηση και πληρότητα καλλιτεχνική, δέχτηκα την πρόταση με μεγάλη προσμονή».

«Η συγκεκριμένη όπερα, όπως και όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, πραγματεύεται σε πολλά επίπεδα την ανθρώπινη ύπαρξη και τα ερωτήματά της».

Το πνεύμα του συνθέτη

Οπως διαβάζουμε στο δελτίο Τύπου της αναβίωσης της παράστασης, ο Ούγκο ντε Ανα είχε σκηνοθετήσει το 2012 μια «Τόσκα» συναρπαστική, δραματική «και απολύτως συνεπή στο πνεύμα του συνθέτη και το ιστορικό πλαίσιο» (δηλαδή στην περίοδο του 19ου αιώνα που η Ιταλία πέρασε από τη διοίκηση του Ναπολέοντα στην ενοποίηση των κρατών της). Ποιο είναι για τον Χριστογιαννόπουλο αυτό το πνεύμα και τι σχέση έχει με τη θρησκεία, που τόσο μεγάλη θέση φαίνεται να έχει τουλάχιστον στο σκηνικό της παράστασης;

«Σκηνοθεσία πιστή στο πνεύμα του συνθέτη», απαντά ο τραγουδιστής, «σημαίνει πολύ απλά ότι δεν μεταφερόμαστε σε άλλη εποχή, δεν υπάρχουν μοντερνισμοί ή άλλου τύπου ερμηνευτικές προτάσεις. Ο σκηνοθέτης διαβάζει απλώς αυτό που έχει γράψει ο συνθέτης. Και αυτό, δυστυχώς, είναι στις ημέρες μας ένα σπάνιο γεγονός. Εχει καταντήσει να είναι επαναστατικό το να είσαι παραδοσιακός. Οσο για τη θρησκεία, όπως ξέρει νομίζω ο καθένας μας στο πετσί του, μπορεί να λειτουργεί διττά. Υπάρχει η εκκλησία, όπως λέμε στην ορθοδοξία, που είναι η πρόταση μιας άλλης βιοτής, ενός άλλου τρόπου ζωής και υπάρξεως· και υπάρχει και η θρησκεία ως οργανισμός και σύνολο κανόνων συμπεριφοράς και ηθικής. Αυτά τα δύο εξετάζει και ο Πουτσίνι. Εχει ενδιαφέρον, ότι στην “Τόσκα” η πρώτη πράξη διαδραματίζεται σε μία εκκλησία. Στην άρια του ζωγράφου και επαναστάτη Καβαραντόσι βλέπουμε πώς μπορεί αυτός να μπλέκει την αγάπη, το ιδανικό του έρωτα –όχι τη λαγνεία– με την εικόνα της Παναγίας. Ταυτόχρονα υπάρχει το υλικό κομμάτι του Σακρεστάνο (σ.σ.: του νεωκόρου) και το ηθικιστικό του Σκάρπια.

Επίσης, κεντρική στιγμή της δεύτερης πράξης είναι η προσευχή της Τόσκα: το περίφημο “Vissi d’arte”, όπου αναρωτιέται –όπως και όλοι όσοι σχετιζόμαστε με την εκκλησία ή τη θρησκεία– γιατί, αφού έκανε ό,τι λένε ότι έπρεπε να κάνει, ανταμείβεται από τον Θεό με τόσο πόνο. Πέραν της ωραίας μουσικής, η συγκεκριμένη όπερα, όπως και όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, πραγματεύεται σε πολλά επίπεδα την ανθρώπινη ύπαρξη και τα ερωτήματά της».

Ο Τ. Χριστογιαννόπουλος στην «Κ»: «Ενας ρόλος πολύ βίαιος εσωτερικά»-2
«Βλέπουμε να πηγαίνουν οι άνθρωποι στην όπερα, στη συναυλία ή στο θέατρο και να τους ενδιαφέρει περισσότερο να τραβήξουν με το κινητό αυτό που γίνεται, παρά να το παρακολουθήσουν», λέει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος.

«Αν ζούσαν σήμερα ο Βέρντι ή ο Πουτσίνι δεν ξέρω αν θα έγραφαν όπερα»

Υπάρχει άραγε μια χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και στους νεωτερισμούς; «Νομίζω ότι όλη μας η ζωή», λέει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, «μια αναζήτηση της χρυσής τομής είναι. Αλλά πόσο συχνά τη βρίσκουμε; Σαφέστατα υπάρχουν μοντέρνες σκηνοθεσίες, με σύγχρονη οπτική από τον σκηνοθέτη, που είναι εξαιρετικές. Και υπάρχουν και παραδοσιακές σκηνοθεσίες, που είναι ανυπόφορες. Η διαφορά είναι ότι σήμερα, επειδή η όπερα είναι ένα είδος, μια μουσική και μια καλλιτεχνική γλώσσα η οποία γεννήθηκε και άκμασε σε προηγούμενες εποχές, σε άλλες κοινωνικές συνθήκες, σε άλλες συνθήκες ταχύτητας και σχέσεως των ανθρώπων, οι σύγχρονοι σκηνοθέτες ψάχνουν πώς να τη συνδέσουν περισσότερο με τη γλώσσα του σήμερα, όπου η εικόνα πρωτοστατεί και αντικαθιστά την ανθρώπινη σχέση. Σε βαθμό που την αναιρεί: τώρα σχετιζόμαστε όλοι με τα κινητά και τα σύντομα βίντεο του ενός λεπτού – και πολύ λέω».

«Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ως καλλιτέχνης είναι δύσκολο να βρεις με ποια γλώσσα θα επικοινωνήσεις τον λόγο ενός άλλου καιρού».

Για τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, η όπερα είναι και αυτή μια δυνατότητα σχέσης. «Εμείς τραγουδάμε για εσάς, εσείς ακούτε εμάς», λέει ο ερμηνευτής, εξηγώντας γιατί όλα αυτά δεν είναι όσο απλά ακούγονται: «Τώρα, βλέπουμε να πηγαίνουν οι άνθρωποι στην όπερα, στη συναυλία ή στο θέατρο και να τους ενδιαφέρει περισσότερο να τραβήξουν με το κινητό αυτό που γίνεται, παρά να το παρακολουθήσουν, να σχετιστούν οι ίδιοι. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ως καλλιτέχνης είναι δύσκολο να βρεις με ποια γλώσσα θα επικοινωνήσεις τον λόγο ενός άλλου καιρού. Προσωπικά, θεωρώ ότι όσο πιο βαθιά πηγαίνουμε και όσο πιο ειλικρινά αφηνόμαστε να ακούσουμε τι λέει η μουσική, να αισθανθεί το σώμα μας τι λέει η μουσική, τόσο μεγαλύτερο κέρδος έχουμε για τη ζωή. Τότε έχει νόημα αυτή η εμπειρία. Διαφορετικά γίνεται ένα ακόμα βιντεάκι στο κινητό μας. Το Ηρώδειο έχει και το καλό ότι η σκηνή του περιβάλλεται από τους θεατές – δεν βρίσκεται ακριβώς απέναντί τους. Σαν να είμαστε όλοι ένα».

Μήπως για όλους αυτούς τους λόγους (θεωρούμε ότι) δεν υπάρχουν σύγχρονα μεγάλα έργα και ονόματα της όπερας; Του χρόνου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας και παρ’ όλη τη μιντιακή της εκμετάλλευση, δύσκολα θα δούμε παρόμοιες επετείους στο μέλλον. «Δεν υπάρχει η ανάγκη της κοινωνίας για τον συγκεκριμένο τρόπο σχέσης», καταλήγει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος. «Αλλά η ανάγκη για σχέση γενικά παραμένει και η όπερα είναι μια τέτοια πρόταση. Αν ζούσαν σήμερα ο Βέρντι ή ο Πουτσίνι δεν ξέρω αν θα έγραφαν όπερα. Θα έβρισκαν άλλο τρόπο. Τα έργα τους, τα έργα του Σαίξπηρ ή του Αισχύλου, γράφτηκαν για την εποχή τους. Ζητούμενό τους ήταν η σχέση με εκείνον τον χρόνο, εκείνη τη μέρα, εκείνον τον τόπο. Ξεπέρασαν την εποχή τους, γιατί, επαναλαμβάνω, πραγματεύονται βαθύτερα ανθρώπινα ζητήματα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT