Αν στην κινηματογραφική και τηλεοπτική του πορεία ο Ντέιβιντ Λιντς έχει κρατήσει σταθερά από το ένα χέρι τον Κάιλ ΜακΛάχλαν, από το άλλο δε σταμάτησε στιγμή να κρατάει τον Άντζελο Μπανταλαμέντι.
Ναι, ο πρώτος έγινε «ο ηθοποιός του Ντέιβιντ Λιντς», το πρόσωπο που αναμένει σχεδόν παβλόφια όποιος καθίσει να δει ένα έργο του σκηνοθέτη, όμως ο δεύτερος κατάφερε να γίνει με πολύ πιο οργανικό τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι ενός από τα πιο sui generis οπτικά σύμπαντα της πρόσφατης ιστορίας (κινηματογραφικό, τηλεοπτικό, πείτε το όπως θέλετε, άλλωστε πριν 3 χρόνια το θρυλικό Cahiers du Cinéma ανακήρυσσε την τρίτη σεζόν του «Twin Peaks» την καλύτερη ταινία της χρονιάς).
Ο συνθέτης, που έφυγε από τη ζωή από φυσικά αίτια στα 85 του χρόνια, ήταν αυτός που κατάφερε με εντυπωσιακή ευστοχία να δείξει πώς ακούγεται ένας εφιάλτης. Όταν το 1986 ο Λιντς ζήτησε από τον Μπανταλαμέντι να γράψει ένα τραγούδι για την Τζούλι Κρουζ και το «Blue Velvet», εκείνος παρέδωσε το «Mysteries of Love», μια ονειροπόλα μακρόσυρτη μπαλάντα, από αυτές που στην πορεία θα ακούγονταν κατά κόρον στο Roadhouse του «Twin Peaks».
Ο Μπανταλαμέντι μόλις είχε «κλείσει τη δουλειά». Το soundtrack του «Blue Velvet», όπως και των κομβικότερων δουλειών του Λιντς έκτοτε, είχε την υπογραφή του (για την ακρίβεια, μόνο στο «Inland Empire» ο σκηνοθέτης «λοξοδρόμησε» μουσικά).
Οι μυημένοι στον κόσμο του Ντέιβιντ Λιντς ακούνε σχεδόν αυθόρμητα τις νότες του Μπανταλαμέντι σε κάθε στοιχειωμένη και αλλόκοτη εικόνα του σκηνοθέτη με το πιο φευγάτο μαλλί στο Χόλιγουντ. Κι όμως, ο συνθέτης έγραψε το χαρακτηριστικότερο soundtrack που φέρει την υπογραφή του χωρίς να έχει δει ούτε ένα καρέ αυτού στο οποίο επρόκειτο να ακουστεί -ο Λιντς απλά του περιέγραψε μία νεαρή κοπέλα που θα βγαίνει μέσα από το δάσος και κάπως έτσι, ο μουσικός έγραψε σχεδόν ένα ολόκληρο soundtrack.
Μιλάμε φυσικά για το «Twin Peaks», τη σειρά που πίσω στο 1990 δίδαξε αντισυμβατικά τι θα πει τέχνη στην τηλεόραση. Μια πινακίδα που καλωσόριζε στο δασώδες, επαρχιακό Τουίν Πικς και το μπλαβί πτώμα μιας νεαρής κοπέλας ξεβρασμένο μέσα σε μια πλαστική σακούλα, ένας ειδικός πράκτορας με αδυναμία στην κερασόπιτα και μια κυρία που δεν αφήνει από την αγκαλιά της ένα κούτσουρο.
Πώς γράφεις μουσική για έναν μικρόκοσμο που όσο κι αν μοιάζει βγαλμένος από τους σκοτεινότερους φόβους του δημιουργού του, άλλο τόσο κρύβει σαν άσσο στο μανίκι του λεπτομέρειες που θα έβρισκαν άνετα τον χώρο τους σε μία καθαρόαιμη κωμωδία;
Ακούστε προσεκτικά το θέμα του «Twin Peaks»: οι μπάσοι ελιγμοί της σύνθεσης κουβαλούν το μυστήριο που όσο χτίζεται μουσικά, οδηγεί το κομμάτι σε ένα σημείο λύτρωσης -αυτή η αίσθηση κορυφώνεται στο «Laura Palmer Theme». Ακούγεται σχεδόν ελπιδοφόρο αυτό που προλογίζει ηχητικά την ιστορία μιας μικρής τηλεοπτικής κοινωνίας στην οποία όλα μοιάζουν να πηγαίνουν κατά διαόλου.
Είναι όμως κι εκείνες οι στιγμές που η μουσική της σειράς αποκτά μια τζαζ, σχεδόν άτακτη υφή, όπως στον κλασικό για τους λιντσεϊκούς χορό της Όντρεϊ («Audrey’s Dance»), όταν ο Μπανταλαμέντι αφήνει όλα τα όνειρα του Χένρι Μαντσίνι να βουτήξουν στα ψυχοτρόπα.
Φυσικά ο Άντζελο Μπανταλαμέντι δεν ήταν μόνο ο συνθέτης πίσω από τη μουσική του «Twin Peaks», ούτε μόνο ο μουσικός που έγραφε τα soundtracks του Λιντς. Έγραψε μουσική για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη, συνεργάστηκε μεταξύ πολλών άλλων με τη Μάριαν Φέιθφουλ αλλά και τους Orbital, ενώ άλλοι πιθανόν να τον έχετε ακούσει στα FM μαζί με τον Τιμ Μπουθ στο «The Dance of Bad Angels».
Πάντως ο Άντζελο Μπανταλαμέντι, καλώς ή κακώς, θα είναι ο συνθέτης που θα μείνει στα κιτάπια ως κάποιος που κατάφερε να σπάσει τον κώδικα ενός από τους πλέον προσωπικούς και ιδιαίτερους δημιουργικούς κόσμους της οθόνης, να τον μεταβολίσει και τελικά, να καταθέσει τον σημαντικό οβολό του σε αυτόν και να γίνει μέρος του.
Θα είναι ο άνθρωπος τη μουσική του οποίου θα ακούμε κάθε φορά που στο μυαλό μας έρχεται η ερώτηση-γρίφος «Ποιος σκότωσε τη Λόρα Πάλμερ;».