O Aύγουστος του 1991, έμελλε να αφήσει βαθιά το σημάδι του στον σκληρό ήχο. Ηταν η εποχή που σχεδόν τα πάντα είχαν παρασυρθεί από το «τσουνάμι» του grunge, που είχε γίνει η κυρίαρχη τάση και η «μαύρη τρύπα» του «κατάπινε» μπάντες, καλλιτέχνες και δισκογραφικές εταιρείες που προσπαθούσαν να μείνουν πιστά στο rock και στο metal.
Το heavy και το thrash, βίωναν τη μεγαλύτερη κρίση δημοτικότητάς τους, από τις αρχές των 70’s και 80’s αντίστοιχα, όταν και δημιουργήθηκαν και οι εταιρείες -στην πλειονότητά τους- απαιτούσαν grunge ή παρεμφερή σε αυτό, άλμπουμ (ακόμη κι ο σπουδαίος Bruce Dickinson, έπεσε σ’ αυτή την παγίδα, κυκλοφορώντας το Skunkworks, το οποίο, βέβαια, απέτυχε παταγωδώς).
Εκτός κι αν κάποια μπάντα είχε το «ειδικό βάρος» να πει «όχι» στην εταιρεία, προτείνοντας, παράλληλα, κάτι πολύ ποιοτικό και δυνατό. Αυτό το έπραξαν οι Metallica με το Βlack Album, αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά, για να γίνει πιο κατανοητό το μέγεθος αυτής της δουλειάς.
Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μέχρι το τέλος της, πολλά rock, hard rock και metal συγκροτήματα, τα οποία έκαναν «γκελ» στο ευρύ κοινό κι όχι απαραίτητα στο δικό τους, όπως οι Def Leppard, οι ZZ Top ή οι Dire Straits και δεκάδες άλλοι, πέραν των συνθεσάιζερ, μαλάκωσαν και τον ήχο των τυμπάνων τους, τα οποία ακούγονταν πλέον πιο ηλεκτρονικά, ενώ η θεματολογία τους έγινε πιο ανάλαφρη, σχεδόν αδιάφορη.
Η έλευση του MTV, δημιούργησε ένα ισχυρό σοκ στον χώρο του σκληρού ήχου και το grunge με την… ακατέργαστη μουσική του, τα «άτεχνα» solos και την πιο «ωμή» προσέγγιση στα φωνητικά και στα θέματα που απασχολούσαν τότε τον κόσμο, ήρθε να επαναστατήσει και να φωνάξει «ως εδώ».
Οι Μetallica έχοντας χάσει τον Cliff Burton σε τροχαίο κατά την Damage Inc. περιοδεία τους στη σκανδιναβική χερσόνησο τον Σεπτέμβριο του 1986, τον βασικό συνθετικό πυλώνα τους δηλαδή, κυκλοφόρησαν το 1988 το σπουδαίο …And Justice For All, το οποίο μαγνήτισε μόνο το thrash κοινό. Hταν η τελευταία φορά που οι Μetallica θα έπαιζαν καθαρό thrash.
Το ίδιο διάστημα, τα αδέρφια Abbott (oι κατά κόσμον Dimebag Darell και Vinnie Paul, μέλη των Pantera, oι οποίοι μέχρι εκείνο το σημείο έπαιζαν glam metal), παρακολούθησαν από κοντά τη δημιουργία του …And Justice For All, όντας φίλοι και θαυμαστές των Metallica.
Kι αφού ο χαρισματικός κιθαρίστας Dimebag Darell, δοκιμάστηκε και απέτυχε να μπει στο line up των Megadeth για το θρυλικό Rust In Peace (1990), καθώς απαίτησε από τον Dave Mustaine να συμπεριληφθεί στη μπάντα και ο αδερφός του Vinnie Paul (ντραμς), πήρε τη μεγάλη απόφαση: οι Pantera θα έκαναν στροφή 180 μοιρών και θα κυκλοφορούσαν ένα άλμπουμ αντάξιο και πολύ πιο δυνατό ηχητικά από το …And Justice For All.
Ετσι, τον Ιούλιο του 1990 οι Tεξανοί Pantera, θα παρουσιάσουν το Cowboys From Hell και ουσιαστικά θα επανιδρύσουν το thrash, με ήχο που πιάνει τον ακροατή από τον λαιμό. Σε συνδυασμό με το Rust In Peace των Μegadeth και το Slaughter In The Vatican των Exhorder, ο σκληρός ήχος θα λάβει το ηλεκτροσόκ που ανέμενε και για πρώτη φορά θα «επιβάλλει» τα δικά του κομμάτια στην αγορά (αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και το MTV στράφηκε με ιδιαίτερη θέρμη στον σκληρό ήχο, τόσο με εκπομπές όσο και με πολλά video clips).
Οι Metallica, θα απολύσουν με… συνοπτικές διαδικασίες τον παραγωγό των Ride The Lighting, Master Of Puppets και …And Justice For All, τον Flemming Rasmussen, τη θέση του οποίου θα πάρει ο Bob Rock, με σκοπό να δώσει στον ήχο τους, το groove μέταλλο των Pantera.
Oι συνθέσεις, σταματούν να έχουν την πολυπλοκότητα του προηγούμενου άλμπουμ: όλα είναι βασισμένα σε ένα καλό heavy ριφ, απλά, άμεσα, μα προπάντων επιβλητικά. Από εκεί ξεκινούν όλα.
Ολα μα όλα τα κομμάτια του άλμπουμ γράφονται μέσα σε 9 μήνες από τους Hetfield, Ulrich (με κάποιες ιδέες από τους Hammett και Newsted, του οποίου ένα ριφ γέννησε το My Friend of Misery, που προορίζονταν για instrumental).
Το μπάσο επιστρέφει ξανά στο προσκήνιο, ο Ulrich εγκαταλείπει το πιο prog παίξιμο, ενώ ο δίσκος εμπλουτίζεται με ορχηστρικά περάσματα, όπως στο The Unforgiven και στο Nothing Else Matters (την ενορχήστρωση ανέλαβε ο Michael Kamen [1948-2003], ο άνθρωπος που διηύθυνε το S&M του 1999).
Ο δαιμόνιος Bob Rock ξέρει πολύ καλά τι θέλει το ραδιόφωνο και το MTV, τι θα κολλήσει στο αυτί του κόσμου. Και φροντίζει να το κάνει σαφές στο γκρουπ. «Αυτό που κάνετε στα live, δεν το βγάζετε στο στούντιο», λέει στην τετράδα. Επόμενη κίνηση είναι να τους βάλει να ηχογραφήσουν μαζί κι όχι ξεχωριστά, όπως γινόταν μέχρι τότε.
Πως θα… μεταφραζόταν αυτό; Περίπου 30-40 εγγραφές σε κάθε κομμάτι, πολλά κοψίματα, αλλαγές και μονταρίσματα, φτάνουν τους Metallica στα όριά τους, προσθέτοντας σημαντική εξάντληση, απρόοπτα (ο Hetfield έχασε τη φωνή του για αρκετό διάστημα), αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Rock και επικούς καβγάδες. Ομως, η συνταγή είναι αλάνθαστη.
Το Enter Sandman, βασίσμένο σε ριφ του Hammett (και επιρροή από τους Εxcel και το Tapping Into The Emotional Void), προκαλεί ντελίριο ενθουσιασμού. Η αρχική εκδοχή του Sad But True ήταν πιο γρήγορη, όμως όλοι συμφώνησαν πως αυτό το παίξιμο έκανε το τραγούδι υπερβολικά… χαρούμενο, κάτι που δεν ταίριαζε στο σκοτεινό ύφος του άλμπουμ. Ετσι, έριξαν το τέμπο και όπως αποδείχθηκε, ήταν μία πολύ σοφή κίνηση.
Το Unforgiven κρύβει και αυτό τα μυστικά του: όσοι προσπαθείτε να καταλάβετε ποιο πνευστό ακούγεται στην εισαγωγή, μάθετε ότι είναι τρομπέτα που έχει ηχογραφηθεί ανάποδα, δίνοντας μία spaghetti western αισθητική.
«Αν και φαίνεται απλό, αυτό το κομμάτι μάς δυσκόλεψε πάρα πολύ. Μου πήρε πολλές ώρες να βρω το κατάλληλο σόλο», εξομολογείται ο Hammett. Μέχρι τότε οι Metallica, όπως και όλα τα γκρουπ, έγραφαν ένα μελωδικό κουπλέ και μετά ένα βαρύ ρεφρέν. Στο Unforgiven έκαναν το ανάποδο και έδωσαν στο κομμάτι μία πρωτότυπη χροιά.
Αξια αναφοράς είναι και η νότα 12χορδου (παρακαλώ) μπάσου στην εισαγωγή του Wherever I May Roam, ενώ για το κομμάτι που αγαπήθηκε από τον περισσότερο κόσμο, το Nothing Else Matters, τονίζουν οι δύο κιθαρίστες του γκρουπ: «Είναι ένα πολύ προσωπικό κομμάτι. Δεν το ήθελα για τους Metallica. Εχει μια Brian May αισθητική, μια νότα και μετά τριπλή αρμονία. Εγραψα τη συγχορδία με e bow», λέει ο Hetfield. «Είναι το δικό μας Dark Side Of The Moon», προσθέτει ο Hammett.
Oσο για τα άλλα κομμάτια του Black Album; Τι μπορείς να πεις για το σφυροκόπημα των Holier Than Thou, Of Wolf and Man και Through the Never, για την οργή και την πικρία που ξεχειλίζει το The God That Failed (οι στίχοι αφορούν στον πρόωρο χαμό της μητέρας του Hetfield, η οποία ήταν οπαδός μιας αίρεσης που αρνιόταν κάθε ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας στην θεϊκή ίαση), την επική εισαγωγή του My Friend of Misery, το μοναδικό δημιούργημα Don’t Tread on Me (παραπομπή στην αμερικανική επανάσταση*) και το σπουδαίο φινάλε του The Struggle Within, που κάνει το άλμπουμ να μοιάζει σαν να αρχίζει ξανά.
Sad but True, θα πρέπει να μονολόγησαν πολλοί εχθροί των Metallica, ακούγοντας όλο το άλμπουμ, το οποίο πούλησε 20 εκατ. αντίτυπα σε όλο τον κόσμο (16 εκατ. στις ΗΠΑ, Νο 1 στο Billboard 200), προκαλώντας ουρές δεκάδων μέτρων έξω από τα δισκοπωλεία των ΗΠΑ.
Tην κυκλοφορία ακολούθησαν 300 συναυλίες του γκρουπ, που γιγαντώθηκε απίστευτα, φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο της δόξας του. Οι Μetallica, ύστερα από το Black Album δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιοι. Ο συγκεκριμένος δίσκος, όμως, επανέφερε το heavy metal στο προσκήνιο, ύστερα από τη μεγαλύτερη κρίση που βίωσε, δημιούργησε νέα μονοπάτια για μπάντες που γεννήθηκαν εκείνη την περίοδο, όπως οι Machine Head ή οι Tool, και, ουσιαστικά, έκανε τις εταιρίες να αναθεωρήσουν πολλά από τα σχέδιά τους πάνω στις κυκλοφορίες.
* O κροταλίας εξωφύλλου και ο τίτλος του κομματιού, προέρχονται από την αμερικανική σημαία Gadsden. Σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Christopher Gadsden το 1775 κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επανάστασης.