Πριν από λίγους μήνες η Ντόλι Πάρτον δοκίμασε την τύχη της ως «Rockstar». Ο ομώνυμος δίσκος της, στον οποίο έκανε ένα πέρασμα μαζί με τους διάσημους φίλους της σε τραγούδια που θα στέκονταν με άνεση σε μια συλλογή «Now, that’s what I call dad rock» ήταν εξαντλητικά μεγάλος, αφελώς επιφανειακός στην προσέγγιση και αντικειμενικά, αχρείαστος. Είχε όμως μια σπιρτάδα, μια αίσθηση άγνοιας κινδύνου, έλλειψη σοβαροφάνειας και ένα κέφι από μεριάς της Πάρτον που τον έκανε απείρως διασκεδαστικό.
Το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που συμβαίνει με τον νέο δίσκο της Μπιγιονσέ. To «Cowboy Carter» έκανε σαφείς τις διαθέσεις του από τη στιγμή που ανακοινώθηκε στο φετινό Super Bowl: τεξανό σκηνικό που θύμιζε το «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς και μια Μπιγιονσέ καουμπόισσα να τραγουδά «Texas Hold ‘Em». Ναι, η «Queen Bey» στο δεύτερο κεφάλαιο της τριλογίας «Renaissance» βρίσκεται στην country φάση της. Ακόμα και αν εμφατικά επιμένει πως «αυτό δεν είναι ένα country άλμπουμ αλλά ένα άλμπουμ Μπιγιονσέ».
Για μια εγωκεντρική παρουσία σαν αυτή της Μπιγιονσέ, εκεί ακριβώς αρχίζουν τα προβλήματα. Η βαθιά ανάσα πριν το play –27 κομμάτια σε 78 λεπτά είναι αυτά– μοιάζει απαραίτητη πριν η ποπ σταρ ανέβει στο άλογό της για να επιδοθεί σε μια κούρσα στις μαύρες ρίζες της κατεξοχήν λευκής μουσικής μα κυρίως, στο δικό της αφήγημα.
Η Μπιγιονσέ πετάει το λάσο της -αλλά τι πιάνει;
Το φόντο πάνω στο οποίο χτίζεται αυτή η ιστορία ξεκινά ως σταυροβελονιά μα καταλήγει σε υπερπροσπάθεια. Η Μπιγιονσέ κατάγεται από το Χιούστον, ως παιδί η country βρισκόταν παντού γύρω της και η ίδια πήγαινε στους αγώνες ροντέο στην πόλη της. Το 2016 τραγούδησε στο Country Music Association με τις Chicks, κάτι που δεν άρεσε και τόσο στους πιο συντηρητικούς από όσους παρακολούθησαν. Ενα λευκό τραγούδι («Blackbird») βρίσκει εδώ τη θέση του για να πει τη μαύρη του ιστορία ανάμεσα στις γραμμές (ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ το έγραψε για τους λεγόμενους «Εννέα του Λιτλ Ροκ», δηλαδή τους πρώτους Αφροαμερικανούς μαθητές σε ένα σχολείο ως τότε αποκλειστικά για λευκούς).
Η Μπιγιονσέ παραθέτοντας τέτοια στοιχεία εδώ και εκεί προσπαθεί σχεδόν να τετραγωνίσει τον country κύκλο, ακόμα και αν τα είδη «είναι ένα αστείο concept, έτσι;», όπως ακούγεται να λέει στον δίσκο η «πρώτη μαύρη σταρ της country» Λίντα Μάρτελ. Στο «Cowboy Carter» συμβαίνει το εξής παράδοξο: έχουμε ένα άλμπουμ που προσδοκά να αποτάξει τα είδη, θέλοντας κιόλας να ενστερνιστεί έντονα ένα από αυτά. Για τη μουσική καβαλάρισσα, φαίνεται πως το password της country είναι πολυπόθητο αλλά και την ίδια στιγμή απαραίτητο να αλλάξει ώστε να εξυπηρετεί το προσωπικό της αφήγημα.
Είναι φοβερό πώς ένας δίσκος που η θεματική του αίσθηση εκβιάζει σχεδόν την προσοχή σου, την ίδια στιγμή ακούγεται σαν ένα παλαιάς κοπής άλμπουμ, από αυτά που απλά παρέτασσαν κομμάτια στη σειρά. Τραγούδια που συχνά δεν μοιράζονται και τόσα: η Νότια φλέβα του «Texas Hold ‘Em» μπορεί να χτυπάει δίπλα στα λευκά 60s των Beatles και των Beach Boys. Οι r’n’b μπαλάντες («16 Carriages») ανοίγουν διάλογο με τις α λα Σέριλ Κρόουλ («II Most Wanted» σε ντουέτο με τη Μάιλι Σάιρους). Κανείς δεν σταματά την Μπιγιονσέ από το να χτίσει μουσικές γέφυρες πάνω σε άριες όπως η «Caro Mio Ben» που ακούγεται στο «Daughter» αλλά και να γίνει μια ανώτερη Cardi B στο τραπ «Spaghetii».
Σε όλα αυτά τα μπερδεμένα συχνά περάσματα, το «Cowboy Carter» έχει τις στιγμές του. Η σύμπραξη με τη Μάιλι Σάιρους σε κερδίζει με τη γλυκιά μελωδία –ακόμα και αν δεν είναι αυτό που προσδοκάς να ακούσεις από την Μπιγιονσέ– ενώ το «Tyrant» όχι μόνο έχει τα φόντα να γίνει το επόμενο hit του άλμπουμ (το «Texas Hold ‘Em» έχει φιγουράρει ήδη στα τσαρτ), αλλά καταφέρνει υποδειγματικά να κάνει οργανικό κτήμα του ήχου της Μπιγιονσέ τις americana νύξεις. Αν η μουσικός κέντραρε περισσότερο σε αυτή την κατεύθυνση, ίσως και να μας έδινε και έναν υποδειγματικό δίσκο. Αλλά και η εικονογραφία που έχουμε τώρα στα χέρια μας, μπορεί να γίνει ομολογουμένως έξυπνη με στίχους όπως «This ain’t Texas / Ain’t no hold ’em / So lay your cards down» (που θα χάσει τη γοητεία του αν επιχειρήσουμε να τον μεταφράσουμε), σε μια δουλειά που η Μπιγιονσέ τραγουδά άψογα ό,τι καλείται να αποδώσει φωνητικά.
Κάτω τα χέρια από την «Jolene»
Οταν μία από τις πιο διορατικές σταρ της τελευταίας δεκαετίας (τουλάχιστον) καταφεύγει στη λύση των «εύκολων» διασκευών, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα έχουν ζορίσει. Στο «Blackbird» όλα κυλάνε πιστά και με ασφάλεια. Οχι όμως και στο «Jolene». Σε έναν κόσμο που η Κιμ Καρντάσιαν μπορεί να δανείζεται το «Happy birthday mr. President» φόρεμα της Μέριλιν Μονρόε για να πάει σε ένα γκαλά, η Μπιγιονσέ με τη σειρά της μπορεί άνετα, όπως φαίνεται, να παίρνει το «Jolene» και να του αλλάξει τους στίχους για να ταιριάζουν στα επεισόδια απιστίας του γάμου της.
Η «Jolene» της Ντόλι Πάρτον έχει ευαλωτότητα, χωράει τον φόβο μα και τη σιωπηλή αποδοχή, στοιχεία που το κάνουν να ακούγεται σαν μια από τις πιο ανόθευτες εξομολογήσεις της country. Στην «Jolene» της Μπιγιονσέ χωράει μόνο απειλή και εκδίκηση. Καμιά «Jolene» δεν θα πρέπει να τολμήσει να πλησιάσει τον άνδρα της, γιατί καμία δεν είναι καλύτερη από τη βασίλισσα όπως αυτοαποκαλείται εδώ η Μπιγιονσέ, γυρνώντας τον φεμινισμό και την αισθητική αρκετά βήματα πίσω από εκεί που θεωρητικά βρίσκεται.
Δεν ξέρω πώς εκφράζεις την αμέριστη αγάπη σου για ένα μουσικό είδος κάνοντάς το απλά καύσιμο για το ριάλιτι της ζωής σου. Ή πώς καλείς στον δίσκο σου κραταιά ονόματα σαν τον Γουίλι Νέλσον και την Ντόλι Πάρτον και τους βάζεις κατά βάση να υπηρετήσουν το «Cowboy Carter» με περάσματα/ιντερλούδια για να σου ανοίξουν και να κλείσουν την αυλαία. Μάλλον, όλα γίνονται αν το concept που υπηρετείς είναι το concept Μπιγιονσέ. Ναι, είχε τελικά δίκιο όταν μιλούσε για ένα «άλμπουμ Μπιγιονσέ».
Μέσα στη γενικότερη σύγχυσή του δίσκου, στο «Cowboy Carter» τίθεται και ένα ζήτημα απεύθυνσης. Στο μεγαλύτερο μέρος του μοιάζει με μια δουλειά που έχει φυτέψει αρκετές αναφορές για να γεμίζουν κείμενα σαν και αυτό αλλά και αρκετή επιδειξιομανία για να πάρει η δημιουργός του μερικά ακόμα βραβεία Grammy (ίσως και το πολυπόθητο βραβείο για τον Δίσκο της Χρονιάς που ο Jay Z γκρινιάζει πως η γυναίκα του δεν έχει πάρει ακόμη). Συγχρόνως, το άλμπουμ είναι μια ευκαιρία η μουσικός να ανοιχτεί σε άλλα κοινά, να σπάσει και κανένα στατιστικό ρεκόρ, από αυτά που στην πραγματικότητα, δεν αφορούν άραγε κανέναν.
Στο «Cowboy Carter» η Μπιγιονσέ θέλησε να κάνει τους δικούς της «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού». Αυτό όμως που τελικά κατάφερε να κάνει θυμίζει περισσότερο Σεσίλ ΝτεΜίλ παρά Μάρτιν Σκορσέζε, με τα απαραίτητα cameo από Τζον Γουέιν. Και για να δανειστούμε και την πιο γνωστή κινηματογραφική φράση του τελευταίου: «Whoa, take ‘er easy there, Bey».