Οι κόντρα τενόροι, από «ξωτικά», διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο

Οι κόντρα τενόροι, από «ξωτικά», διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξωτικά όντα. Κάπως έτσι έβλεπε μέχρι πρόσφατα μεγάλη μερίδα φιλόμουσων τους κόντρα τενόρους, τους άνδρες τραγουδιστές των οποίων η φωνή μοιάζει με αυτήν γυναικών συναδέλφων τους ως προς το ηχόχρωμα και την έκταση. Αρκετοί θεωρούσαν ότι ταυτίζονται με τους καστράτους, δηλαδή τους μυθικούς ευνούχους τραγουδιστές του 18ου αιώνα, των οποίων η φωνή ήταν αποτέλεσμα επώδυνης εγχείρησης. Στην παρεξήγηση συνέβαλε το γεγονός ότι οι κόντρα τενόροι έχουν παραλάβει το ρεπερτόριο του μπαρόκ και τους ρόλους που είχαν γραφεί για καστράτους από συνθέτες όπως ο Χέντελ.

Κόντρα τενόροι αναφέρονται ήδη από τον 14ο αιώνα, υπήρχαν δε παράλληλα με τους καστράτους. Και τους δύο τύπους φωνών ευνόησε η παπική απαγόρευση στις γυναίκες να τραγουδούν στην εκκλησία. Κατά τον 19ο αιώνα, οι καστράτοι σταδιακά εξαφανίστηκαν και οι κόντρα τενόροι εκτοπίστηκαν, καθώς η αισθητική επέβαλε στη σκηνή τους ανδρικούς ρόλους να υποδύονται άνδρες και τους γυναικείους γυναίκες.

Στον 20ό αιώνα ο Βρετανός Αλφρεντ Ντέλερ ήταν ο πρώτος κόντρα τενόρος που απέκτησε φήμη. Παρά τη γοητεία που ασκούσε, η δική του όπως οι περισσότερες φωνές των παλαιότερων κόντρα τενόρων ηχούσαν αδύναμες, δεξιοτεχνικά ατελείς και δύσκολα ανταγωνίζονταν γυναίκες συναδέλφους σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η νεότερη γενιά, ωστόσο, είναι άριστα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει κάθε είδους φωνητικές προκλήσεις και ανταγωνίζεται με αξιώσεις γυναίκες υψιφώνους ή μεσοφώνους. Οι νέες φωνές είναι πλούσιες σε αρμονικές, ισχυρές και δεξιοτεχνικά αρτιότατες. Διεκδικούν με αξιώσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι μόνο μία βινιέτα εξωτισμού. Ηχογράφηση του 2013 δεν ανακηρύχθηκε ακόμα μία «Τραβιάτα», αλλά ο «Αλέξανδρος» του Χέντελ, με πρωταγωνιστή τον κόντρα τενόρο Μαξ Εμάνουελ Τσέντσις και την Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου.

Περισσότερο εντυπωσιακός απ’ όλους είναι, ίσως, ο Αργεντινός Φράνκο Φατζόλι. Κατέπληξε τον μουσικό κόσμο το 2012 κατά τη διάρκεια πανευρωπαϊκής περιοδείας της λησμονημένης όπερας «Αρταξέρξης» του Λεονάρντο Βίντσι. Ο διεθνής Τύπος τον χαρακτήρισε «αρσενική Μπάρτολι» λόγω της εντυπωσιακής φωνητικής του έκτασης, αλλά κυρίως επειδή αποδίδει τα πιο παράτολμα δεξιοτεχνικά εγχειρήματα με μυώδη τρόπο και ακρίβεια εφάμιλλη της Μπάρτολι αρθρώνοντας, επιπλέον, τις ατελείωτες μελωδικές φράσεις με μεγάλη μουσικότητα. Το ανδρόγυνο ηχόχρωμα της φωνής του συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην εντύπωση που δημιουργεί και του επιτρέπει να ερμηνεύει με επιτυχία όχι μόνο μπαρόκ, αλλά και μουσική του 19ου αιώνα, όπως αυτήν του Ροσίνι.

Ο Ροσίνι δελεάζει επίσης τον Κροάτη Τσέντσις, που δεν κρύβει την επιθυμία του να υφαρπάξει από γυναίκες συναδέλφους ορισμένους ανδρικούς ρόλους, όπως τον Ταγκρέδο, που ο Ιταλός συνθέτης έγραψε για γυναικεία φωνή κοντράλτο. Ο Τσέντσις, ο οποίος συνεργάζεται πλέον σταθερά με την Καμεράτα και τον Ελληνα αρχιμουσικό Γιώργο Πέτρου, έχει σκούρα και θερμή φωνή. Ξεκίνησε να τραγουδάει ως παιδί. Ακολούθησαν παιδικές χορωδίες και σολιστικές εμφανίσεις έως και στην Ιαπωνία. Σήμερα η δύναμη του ονόματός του γεμίζει στάδια. Διακρίνεται κυρίως για την εκφραστικότητά του και παρότι δεν υπολείπεται σε δεξιοτεχνία, είναι οι λυρικές σελίδες εκείνες οι οποίες αποσπούν τις καλύτερες ερμηνείες του.

Λίγοι θα θυμούνται ότι πολύ πριν γίνει διάσημος ο Γάλλος Φιλίπ Ζαρουσκί είχε εμφανιστεί το 2001 στην Ελλάδα και μάλιστα στον Βόλο, ως Μεγακλής σε παράσταση της «Ολυμπιάδας» του Βιβάλντι, την οποία διηύθυνε ο Συμεών Κόγκαν και είχε σκηνοθετήσει η Μαρία Γυπαράκη («Κ», 30.9.2001). Από τότε ο Γάλλος κόντρα τενόρος έχει εξελιχθεί σε πρώτο όνομα παγκοσμίως, ανήκει στους πλέον περιζήτητους τραγουδιστές και η δισκογραφία του περιλαμβάνει από έργα μπαρόκ ώς γαλλικές μελωδίες του 19ου και του 20ού αιώνα. Η φωνή του είναι πιο ευαίσθητη, πιο «θηλυκή» και φωτεινή από εκείνες του Φατζόλι και του Τσέντσις, η έκφρασή του πιο λυρική από αυτήν των άλλων δύο.

Σχεδόν καθημερινά εμφανίζονται έξοχοι νέοι τραγουδιστές, Βαλκάνιοι, Ρώσοι, Ασιάτες. Ο νεότερος αστέρας του χώρου, ο εντυπωσιακός Αυστραλός Ντέιβιντ Χάνσεν ακολουθεί τα βήματα του Φατζόλι. Εξακολουθούμε να τους αποκαλούμε «κόντρα τενόρους», παρότι ο όρος περιγράφει ελάχιστα τη φωνή τους, αυτή ενός άνδρα υψιφώνου ή μεσοφώνου. Ηρθε, άραγε, η ώρα να δούμε, όπως άλλοτε, το φωνητικό ηχόχρωμα ανεξάρτητα από το φύλο του τραγουδιστή, πέρα από στερεότυπα και προκαταλήψεις, αφήνοντας κατά μέρος τις «ρεαλιστικές» αξίες του 19ου αιώνα;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT