Το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» του Μπραμς, ένα από τα σημαντικότερα έργα θρησκευτικής μουσικής του Ρομαντισμού, παρουσίασε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 16 Απριλίου, Μεγάλη Τετάρτη, στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» σε συμπαραγωγή με τον ΟΜΜΑ και με τη στήριξη της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Η εξαιρετική απόδοση του έργου ήταν ακόμα μία μαρτυρία της δουλειάς που έκανε ο Βασίλης Χριστόπουλος κατά τα τρία χρόνια που βρέθηκε επικεφαλής της ορχήστρας. Καλείται να τη συνεχίσει ο Στέφανος Τσιαλής, από τις 9 Μαΐου νέος διευθυντής της Κρατικής. Η ποιότητα του παιξίματος των εγχόρδων, του ήχου τους, όπως επίσης του συντονισμού των επιμέρους ομάδων και της άνεσης με την οποία αυτές παρακολουθούσαν και απέδιδαν όσα επιθυμούσε ο Χριστόπουλος, είναι στοιχεία τα οποία κατά το παρελθόν μονάχα σπάνια χαρακτήριζαν τις ερμηνείες της πρώτης ορχήστρας της χώρας.
Για το «Γερμανικό Ρέκβιεμ» η Κρατική συνεργάστηκε με τη «Χορωδία Μοτέτων» του Μονάχου όπως επίσης με την υψίφωνο Σουζάνε Μπέρνχαρντ και τον βαρύτονο Γιόχεν Κούπφερ. Το αποτέλεσμα έκρινε η εξαιρετική σύμπνοια της ορχήστρας με τη χορωδία, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο ήχος των δύο μουσικών συνόλων ενωνόταν σε ένα σώμα, σε μία ηχητική μάζα η οποία απέδιδε με την ίδια αποτελεσματικότητα τις γαλήνιες και ευγενείς ενότητες, αλλά και τις έντονα δραματικές, ορμητικές και θυελλώδεις. Ανταποκρινόμενος στο ευρύτατο εκφραστικό φάσμα του συγκλονιστικού αυτού έργου, ο Χριστόπουλος ανέδειξε τη μεγαλοπρέπεια της μουσικής και το μεγαλείο των συναισθημάτων που προβάλλει το κείμενο, αποφεύγοντας τον στόμφο και την υπερβολή.
Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η συμβολή της χορωδίας (διεύθυνση: Μπένεντικτ Χαγκ), καθώς ο εστιασμένος, ευέλικτος και ελεγχόμενος ήχος της συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχημένη ερμηνεία. Ο βαρύτονος Γιόχεν Κούπφερ απέδωσε με εύηχη, μεστή και ηχηρή φωνή τα δύο μέρη που του εμπιστεύεται ο συνθέτης, ενώ η υψίφωνος Σουζάνε Μπέρνχαρντ τραγούδησε με ωραία, λυρική φωνή αλλά ομιχλώδη άρθρωση. Το βασικότερο στοιχείο, όμως, ήταν η γνώση του ύφους και της αισθητικής της μουσικής, η οποία διέκρινε τους δύο τραγουδιστές και η οποία συνέβαλε στην απόδοση του «ανθρώπινου» στοιχείου που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο έργο, παρά τις τεράστιες μουσικές δυνάμεις τις οποίες επιστρατεύει ο συνθέτης.