Διαφορετικός …Πάπας για πρώτη φορά στη Λυρική

Διαφορετικός …Πάπας για πρώτη φορά στη Λυρική

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέσα από μια ορισμένη οπτική, η αθηναϊκή οπερέτα «Θέλω να δω τον Πάπα!» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη έρχεται να επιβεβαιώσει τη νέα δημοτικότητα του μουσικού θεάτρου. Μοιάζει αβίαστη, πλέον, η καλλιέργεια της οπερέτας ως ενός είδους διεθνούς και ενδημικού, λαϊκού και δύσκολου, σε ένα διαρκές μεταίχμιο παράδοσης και ανανέωσης, πρόζας και μουσικής. Το «Θέλω να δω τον Πάπα!», που το πιο γνωστό του τραγούδι έρχεται ακόμη στα χείλη, ανεβαίνει πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Σάββατο 14 Φεβρουαρίου. Με την υπογραφή του συνθέτη του «Βαφτιστικού», η οπερέτα καταπλέει και πάλι πλήρως νομιμοποιημένη, αναβαπτισμένη με τη θωράκιση που γεννά η εμπιστοσύνη ενός μεγάλου κοινού και ενισχυμένη με την καλλιτεχνική διαστολή που της προσδίδει η συνεργασία ανθρώπων του θεάτρου, όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου.

Οπερέτα, δροσερή και καυστική αλλά όχι χοντροκομμένη, στα ασφαλή όρια της ανατροπής και του υπαινιγμού, κομμάτι αυτής της μακράς σειράς λαϊκής ψυχαγωγίας από το μπουρλέσκ, το βωντεβίλ και τη φάρσα ως την επιθεώρηση και τον εμπορικό κινηματογράφο, το «Θέλω να δω τον Πάπα!» έχει πολλές αναγνώσεις.

Κατά του γάμου

Αλλά, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που σκηνοθέτησε την παράσταση, την προσεγγίζει με αγάπη στο είδος. Εχει σημασία που ένας άνθρωπος με τη δική του προϊστορία πλησιάζει αυτό το εύθραυστο «λουλούδι» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με σεβασμό και πλήρη επίγνωση του τι «σηκώνει» μία αθηναϊκή οπερέτα. «Είμαι ευτυχής που δουλεύω πάλι πάνω στον Σακελλαρίδη, με τον τρόπο που ταιριάζει στο είδος. Και παρότι στον “Πάπα” η μουσική είναι μικρότερη απ’ ό,τι σε άλλες οπερέτες, έχει, εν τούτοις, έντονη δημιουργική ορμή και δεξιοτεχνία».

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου είχε αναμετρηθεί πρόσφατα με τον «Βαφτιστικό» και τον είχε προσεγγίσει (υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου) με χειρουργικές τομές που τον φρέσκαραν χωρίς να τον αλλοιώσουν. Το «Θέλω να δω τον Πάπα!», γραμμένο το 1920, δύο χρόνια μετά τη σαρωτική επιτυχία του «Βαφτιστικού», σατιρίζει τον θεσμό του γάμου. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, παρότι όταν κάνει οπερέτα δηλώνει πίστη στο είδος, έχει, φυσικά, πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας και της εγγενούς δυσκολίας.

«Κατά βάση, η οπερέτα έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα», λέει.«Στο “Θέλω να δω τον Πάπα!” ξεκινάμε με απολογία, με υπεράσπιση του γάμου από κάποιον που έχει κάνει ήδη έναν αποτυχημένο γάμο και δηλώνει ντε φάκτο εργένης, γεροντοπαλίκαρο. Θεωρεί ότι ο γάμος απέτυχε και έχει αποδεχθεί το σχήμα ζωής ενός εργένη. Φτάνει, όμως, στην τρίτη ηλικία και ανακαλύπτει ότι την ευτυχία μπορεί να τη δώσει ο γάμος… Η ανάπτυξη, όμως, ολόκληρης της ιστορίας, συνιστά ανατροπή, διάψευση του βασικού επιχειρήματος».

Η «επίθεση» κατά του θεσμού του γάμου στην Αθήνα του 1920 δεν ήταν απλή υπόθεση. Μέσα, όμως, από το χιούμορ και τη μουσική, οργανωνόταν το ψυχικό υπόβαθρο για την υπεράσπιση μιας ματιάς κόντρα στα καθιερωμένα ήθη. «Η οπερέτα είναι μια υπόθεση του 19ου αιώνα, του θριάμβου του αστικού κόσμου ως τρόπου ζωής», λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Ο εργένης, ο μόνος άνθρωπος, είναι σε αντίφαση. Και είναι ειρωνεία καθώς είμαστε δεκαετίες μετά την αστική (Γαλλική) επανάσταση και την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων. Η αντίληψη αυτή στοχοποιεί τον μόνο άνθρωπο, που βρίσκεται στο περιθώριο, όπως πολλές καλλιτεχνικές φύσεις, όπως ο Φλωμπέρ τον 19ο αιώνα και ο Κάφκα τον 20ό».

Λόγος και μουσική

Καθώς, όμως, η οπερέτα «υπηρετεί αυτή την ανατροπή» επιτυγχάνει να την κάνει αποδεκτή μέσα από το αίσθημα που γεννά η μουσική. «Η μουσική έχει ειρηνευτικό και εξορκιστικό ρόλο» λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Το ίδιο έκαναν με τις θεατρικές φάρσες τους ο Φεϊντό και ο Λαμπίς, αλλά στην οπερέτα η δύναμη της μουσικής είναι ικανή να υπαινίσσεται μ’ έναν τρόπο απολύτως καταλυτικό».

Κατά μία έννοια, η οπερέτα ως ένα λαϊκό είδος του αστικού θεάτρου, «δεν πατάει στον μεγάλο ήρωα, αλλά καθιστά ήρωα τον κοινό άνθρωπο. Αποκαλύπτει ένα μέγεθος καταδικασμένο μέσα στην κανονικότητα μιας αισθητικής» λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, επιχειρώντας μια πολιτική ανάγνωση της οπερέτας με μια υπέρβαση που αποκτά μεγαλύτερη εξωστρέφεια από αυτήν που έχουμε συνηθίσει.

Ενα μεγάλο θέμα είναι η σχέση με τον λόγο, το κείμενο. «Υπάρχει», λέει, «ένα κείμενο του Χόφμανσταλ από τα τέλη του 19ου αιώνα που αναφερόταν στον διάσημο, τότε, ηθοποιό Friedrich Mitterwurzer. Μιλούσε για την τέχνη την υποταγμένη στο λόγο, για τις λέξεις που υφίστανται απαξίωση, τις λέξεις που τις έχουν σφετεριστεί όπως οι ταχυδακτυλουργοί και οι ακροβάτες».

Και κατά μία έννοια, η επιστροφή στην οπερέτα «δηλώνει αυτήν ακριβώς την κόπωση απέναντι στον λόγο».«Είμαστε παιδιά μιας κόπωσης οι σημερινοί άνθρωποι. Οταν ο πεζός λόγος εξαντλεί τα όριά του, είναι καταδικασμένος στην εκμηδένιση ή στην έξοδο σε κάτι άλλο, όπως είναι η μουσική. Είτε οξύνεται είτε εξουδετερώνεται, αλλά η συνύπαρξη προσθέτει άλλη δυναμική.

Η οπερέτα συνομιλεί με την κόπωση των ανθρώπων για τον λόγο, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένα εργαλείο της αγαθής ζωής και μας δείχνει έναν τρόπο πώς να συμφιλιώνεται κανείς με τα ακριβώς αντίθετα».

Παράσταση με… αέρα και αισθητική απο το 1920

Η παράσταση ακολουθεί το αισθητικό ύφος του 1920 με τους όρους που έθεσε ο σκηνογράφος Γιώργος Ζάκας. Το «Θέλω να δω τον Πάπα!» πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Παπαϊωάννου (Πατησίων και Καποδιστρίου, μετέπειτα «Μπουρνέλλη») από τον ομώνυμο θίασο στις 6 Ιουλίου 1920. Το κτίριο κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Είχε χτιστεί σε σχέδια του Κεφαλονίτη αρχιτέκτονα Μίκιου Λυκούδη, που είχε σχεδιάσει και το Θέατρο Κοτοπούλη στην Ομόνοια. Στον ρόλο της Αννας εμφανιζόταν η Εύα Σάντρη, σε εκείνο του Αδριανού ο Μιχάλης Κοφινιώτης ενώ τη Ρίτα, αρτίστα του καμπαρέ, «πέτρα του σκανδάλου» αλλά και εκείνη η οποία δίνει τελικά λύση στα πράγματα, ερμήνευε η Μελπομένη Κολυβά. Η παράσταση σημείωσε άμεση επιτυχία, ενώ το ομότιτλο τραγούδι όχι μόνο τραγουδήθηκε, αλλά έγινε και νούμερο επιθεωρήσεων και οπωσδήποτε το μεγάλο σουξέ της χρονιάς. Γραμμένος στα τέλη της νεοελληνικής μπελ-επόκ, δύο χρόνια πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Πάπας «συνομιλεί» με ένα από τα βάθρα του αστικού κόσμου, της ιδεολογίας και της πραγματικότητάς του, τον γάμο.

Η υπόθεση: Η νεόνυμφη Αννα έχει διακαή πόθο να δει τον… Πάπα κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της με τον Αδριανό στην Ιταλία. Καθώς ο σύζυγός της δεν εκπλήρωσε την επιθυμία της, το ζευγάρι διέκοψε τον «μήνα του μέλιτος» και επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακούγοντας τις συμβουλές της μητέρας της, η Αννα αποφασίζει να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα. Οταν, όμως, συνειδητοποιεί ότι με τη στάση της κινδυνεύει να διαλύσει τον γάμο και να χάσει τον αγαπημένο σύζυγό της, αλλάζει συμπεριφορά. Οι παρεξηγήσεις λύνονται και η κατάληξη του έργου είναι για όλους αίσια.

Στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης μοιράζονται οι Ανδρέας Τσελίκας και Γιώργος Αραβίδης, τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Ζιάκα, ενώ οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ. Πρωταγωνιστούν καταξιωμένοι μονωδοί, που παίζουν σε δύο διανομές: Ελενα Κελεσίδη, Δημήτρης Πακσόγλου, Νίκος Στεφάνου, Δέσποινα Σκαρλάτου, Γεωργία Ηλιοπούλου, Μαρία Κόκκα, Βαγγέλης Χατζησίμος, Παύλος Μαρόπουλος, Κωστής Ρασιδάκης, Σταμάτης Μπερής, Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη, Λυδία Αγγελοπούλου, Θανάσης Δήμου, Κώστας Ντότσικας, Κώστας Μαυρογένης, Νίκος Τσαούσης, Αναστάσιος Στέλλας, Μανώλης Λορέντζος, Σταύρος Γιανέλλος. Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ.

​​Θεόφραστος Σακελλαρίδης, «Θέλω να δω τον Πάπα!». 14, 15, 18, 20, 21, 22/2 & 17, 19/4. Θέατρο Ολύμπια. Μουσική διεύθυνση Ανδρέας Τσελίκας – Γιώργος Αραβίδης. Σκηνοθεσία Βασίλης Παπαβασιλείου.Την επιμέλεια και αποκατάσταση μουσικού κειμένου έχει κάνει ο μουσικολόγος Γιάννης Μπελώνης, ενώ το ποιητικό κείμενο έχει επιμεληθεί ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος Αλέξανδρος Ευκλείδης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT