Από τους δύο Μαγικούς Αυλούς του Βερολίνου, ο ένας έχει ελληνικό ήχο

Από τους δύο Μαγικούς Αυλούς του Βερολίνου, ο ένας έχει ελληνικό ήχο

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ήταν μια μεγάλη τύχη να βρεθούμε στο Βερολίνο την ημέρα που η ελληνίδα υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση ερμήνευε την Βασίλισσα της Νύχτας από τον Μαγικό Αυλό του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ στην Κωμική Όπερα, το ένα από τα τρία θέατρα όπερας που λειτουργούν στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, την Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017. Η καλή συγκυρία όμως έφερε να παρακολουθήσουμε την επόμενη μέρα το ίδιο έργο στην Γερμανική Όπερα· η υφολογική αντιπαράθεση ήταν άκρως ενδεικτική των διαφορετικών προεσεγγίσεων που μπορεί να προσφερθούν στη σκηνοθεσία της όπερας.

Από τις δύο παραγωγές καμία δεν ήταν καινούργια, αφού τα γερμανικά θέατρα μπορούν να κρατήσουν μια παραγωγή στο ρεπερτόριο τους για δεκαετίες. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε και τις δύο παραστάσεις να δοθούν σε πλήρεις αίθουσες. Αποσπάσματα και των δύο είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο, όπως και οι διανομές.

Νεότερη ήταν η παραγωγή που παρακολουθήσαμε πρώτη, στην Κωμική Όπερα. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εκεί το 2012 και έκτοτε παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία και σε άλλα θέατρα και φεστιβάλ. Το σημείο εκκίνησης του αυστραλού σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του οργανισμού, Μπάρρι Κόσκυ, είναι ότι η όπερα αυτή είναι ήδη πασίγνωστη. Το ερώτημα λοιπόν είναι, τί μπορεί να γίνει νέο, που να μην είναι επανάληψη όσων ήδη έχουμε δει; Η απάντηση είναι μια παράσταση-βιντεοπροβολή, ένα υβρίδιο μεταξύ όπερας, βωβού κινηματογράφου και κινουμένων σχεδίων, που υπογράφει η ομάδα “1927”, δηλαδή η Σουζάνε Αντράντε, που συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τον Μπάρρι Κόσκυ, και ο Πωλ Μπάρριτ.

Η σκηνή έχει κλείσει με μια επίπεδη λευκή επιφάνεια επάνω στην οποία προβάλλονται τα κινούμενα σχέδια εν μέσω των οποίων εμφανίζονται σε δύο επίπεδα οι τραγουδιστές· οι κινήσεις τους είναι απολύτως συγχρονισμένες για να συμβαδίζουν με την προβολή. Οι διάλογοι έχουν κοπεί, ένα μέρος τους προβάλλεται στη σκηνή όπως οι λεζάντες των βωβών φιλμ, ενώ ως υπόκρουση ακούγεται  μουσική του Μότσαρτ για πιάνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σκηνοθέτες δεν διστάζουν να βάλουν τους τραγουδιστές να τραγουδήσουν από τα παρασκήνια με μικρόφωνο, όταν δεν τους θέλουν παρόντες επί σκηνής.

Η παράσταση έχει ταχείς ρυθμούς και εντυπωσιάζει με την τεχνική της αρτιότητα και την συνολική ενότητα της σύλληψης. Άλλωστε αυτή είναι η παράδοση της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου, που ανάγεται στον σπουδαίο σκηνοθέτη όπερας Βάλτερ Φέλζενστάιν, και επιδιώκει την απόλυτη συνέργεια θεάτρου και μουσικής. Από μουσικής πλευράς, διανομή είναι συνολικά εξαιρετική και πολύ ομοιογενής. Ξεχωρίζει ασφαλώς η Χριστίνα Πουλίτση (η πρώτη για την οποία στη δευτερη πράξη το κοινό σπάει την ευλαβική σιωπή για να χειροκροτήσει), τα τρία παιδιά, που είναι μέλη της φημισμένης χορωδίας Ταίλτσερ, ο Παπαγκένο (Tom Eric Lie), ο Μονόστατος (Ivan Tursic), η εκπληκτική χορωδία, που στην σχετικά μικρή αίθουσα ακούγεται με αισθησιακή αμεσότητα. Διευθύνει ο  Εστονός Χέντρικ Βέστμαν.

Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι Βασίλισσα της Νύχτας σε αυτήν την παραγωγή έχει ερμηνεύσει και άλλη μία Ελληνίδα υψίφωνος που σταδιοδρομεί στη Γερμανία, η Δανάη Κοντόρα, που ελπίζουμε να ακούσουμε κάποια μέρα. Αποσπάσματα από την όπερα Το παιδί και τα Μαγιά του Μωρίς Ραβέλ παρουσίασε με αντίστοιχη φιλοσοφία  και η Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο  Απόλλων της Ερμούπολης τον περασμένο Σεπτέμβρη, στα πλαίσια του φεστιβάλ animasyros. Το έργο προγραμματίζεται να παρασταθεί σε πλήρη μορφή στην εναλλακτική σκηνή των νέων εγκαταστάσεων με πρωταγωνίστριες τη Θεοδώρα Μπάκα και την Ελένη Βουδουράκη.

Πίσω στο Βερολίνο και  στη Γερμανική Όπερα το Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017. Η σκηνοθεσία του Γκύντερ Κραίμερ ανάγεται στο μακρινό 1991. Αντίθετα με τον Κόσκυ, θεωρεί ότι ο “πασίγνωτσος” αυλός παραμένει ενα μυστήριο προς εξερεύνηση. Πού θα δώσει έμφαση? Ο ρυθμός της σκηνοθεσίας ρίχνει το βάρος στην ερωτική αναζήτηση της Παμίνα με τους άνδρες του έργου, που με εξαίρεση τον φορτικό Μονόστατο, είναι κατά κάποιο τρόπο όλοι δυνητικοί αντεραστές: ο Παπαγκένο, ο Σαράστρο, ο Ταμίνο, που τελικά επικρατεί. Από πολλές απόψεις μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόκειται για μια σκηνική παρουσίαση των ιδεών που έχουν εκτεθεί με μεγάλη σαφήνεια από τον Αττίλα Τσαμπάι στο πολυδιαβασμένο δοκίμιο “Ο Σιωπηλός έρωτας του Σαράστρο”, που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά.

Η αισθητική της παράστασης είναι λίγο ανάμεικτη, με στολές Σαολίν, αιγυπτιακούς υπαινιγμούς, ή το ζευγάρι Παπαγκένο-Παπαγκένα βγαλμένο από το τσίρκο και την κομμέντια ντελ αρτε. Τα σκηνικά είναι συγκρατημένα αφαιρετικά. Το ερπετό στην πρώτη σκηνή είναι ένας κινέζικος δράκος σε τοπίο που πέφτει χιόνι – ίδιο με αυτό που εκείνο το βράδυ πέφτει και έξω. Γίνεται εκτεταμένη χρήση της εξωτερικής περιμέτρου της ορχηστρικής τάφρου, φέρνοντας τη δράση μέσα στην πλατεία. Υπάρχουν κωμικά ευρήματα και πολλές σκηνοθετικές ιδέες αρκετά πρωτοποριακές για την εποχή.

Στην αρχή βέβαια ο νους προερχόμενος από τους καταιγιστικούς ρυθμούς της υβριδικής παράστασης των Κόσκυ-Αντράντε, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στον πιο αργό ρυθμό της παράστασης του Κραίμερ, που σε κερδίζει σιγά-σιγά. Εδώ η επιτυχία εξαρτάται πολύ από την ικανότητα των τραγουδιστών να σε συνεπάρουν με την φωνητική ηθοποιία τους, και πραγματικά το καταφέρνουν, ειδικά μάλιστα η Παμίνα (Siobhan stagg), ο Ταμίνο (Attilio Glaser), ο Σαράστρο (Ante Jerkunica), ο Παπαγκένο (Simon Pauly), η Παπαγκένα (Alenandra Hutton). Βοηθάει και η εκπληκτική ακουστική αυτής της αίθουσας του 1961 με τους 1800 θεατές. Την παράσταση διευθύνει ο Ισραηλινός Ντάνιελ Κοέν.

Συγκρίνοντάς τες, οι δύο αυτές παραστάσεις θέτουν τα όρια δύο διαμετρικά αντίθετων προσεγγίσεων στην όπερα. Οι Αντράντε-Κόσκυ με την απόλυτη έμφαση στην ισορροπία θεάματος-μουσικής δίνουν με την κινηματογραφική τους προσέγγιση ενα αρτιότατο και συναρπαστικό θέαμα με μουσική υπόκρουση, ενώ ο Γκύντερ Κραίμερ, μέσα από την πιο παραδοσιακή οπερατική του προσέγγιση, προσφέρει στους τραγουδιστές μεγαλύτερη ευχέρεια για να επιτύχουν το μουσικό δράμα.

Κοινωνιολογικό επίμετρο. Όποιος γνώρισε το Βερολίνο μέχρι και πριν από δέκα χρόνια θα εκπλαγεί από την σύγχρονη πόλη. Η “αναβάθμιση” (gentrification) του παλιού ανατολικού κέντρου, του Μίττε, είναι πλήρης. Η συστηματική απάλειψη των μνημών της Λαϊκής Δημοκρατίας έχει ολοκληρωθεί, και το πάλαι ανατολικό βερολίνο είναι μια κοσμοπολιτική πρωτεύουσα που ανταλλάσσει την μποέμ νωχέλεια της μετακομουνιστικής εποχής για την επιδεικτική πολυτέλεια και τις ολοένα πιο απλησίαστες τιμές.  Η Οστ-αλγία, η ελαφρώς εμπορευματοποιημένη αναπόληση της ανατολικής Γερμανίας με τα παγωμένα στο παρελθόν κτίρια, έχει ξεπεραστεί. Αντίθετα, επισκεπτόμενος την Γερμανική Όπερα και την παραδοσιακά πλούσια γειτονιά της του πάλαι δυτικού Βερολίνου, τώρα εδώ έχει κανείς την αίσθηση μιας μεταφοράς στο χρόνο, στις μεταπολεμικές αξίες του “ελεύθερου” δυτικού κόσμου. Είμαστε άραγε έτοιμοι για μια Βεστ-αλγία;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT